Ηταν πρωί της 14ης Νοεμβρίου του 1963 όταν ο μάγειρας του αλιευτικού πλοίου «Ísleifur II», που έπλεε στο αρχιπέλαγος Βεστμαναέγιαρ της Ισλανδίας, παρατήρησε σκούρο καπνό στον ορίζοντα. Ενημέρωσε τον καπετάνιο, ο οποίος νομίζοντας ότι επρόκειτο για κάποιο σκάφος που καιγόταν και χρειαζόταν βοήθεια, άρχισε να κατευθύνεται προς την περιοχή. Οσο όμως ο ίδιος και το πλήρωμά του πλησίαζαν προς την πηγή του φαινομένου, διαπίστωσαν πως επρόκειτο για εκρήξεις υποθαλάσσιου ηφαιστείου, οι οποίες εκτόξευαν νέφη από μαύρη τέφρα. Επειτα από περίπου τριάμισι χρόνια συνεχών εκρήξεων, τον Ιούνιο του 1967 είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία μιας νησίδας στο νοτιότερο άκρο της Ισλανδίας.

Αλλο παράδειγμα νησιού που δημιουργήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο (το 1930) είναι το περίφημο Anak Krakatau, ανατολικά της Τζακάρτα της Ινδονησίας, στο στενό Σούντα, ανάμεσα στα νησιά Ιάβα και Σουμάτρα, η κατάρρευση τμήματος του οποίου προκάλεσε φονικό τσουνάμι τον Δεκέμβριο του 2018. Μετά το Σούρτσεϊ έχουν παρατηρηθεί τέτοια μορφώματα σε διάφορα σημεία της Γης, όπως είναι η ευρύτερη περιοχή της Χαβάης, το Πακιστάν, η Ιαπωνία, κ.ά., η διαφορά τους όμως είναι ότι μετά από μικρό χρονικό διάστημα διαβρώθηκαν και εξαφανίστηκαν πριν καλά-καλά σχηματιστούν. Το Σούρτσεϊ πρόλαβε και σταθεροποιήθηκε, αν και πλέον η επιφάνειά του είναι πολύ μικρότερη από την αρχική, και έχει αναπτύξει ένα δικό του, μοναδικό οικοσύστημα με την πάροδο των ετών και υπολογίζεται ότι θα εξαφανιστεί γύρω στο 2100.

Το γεωλογικό φαινόμενο

Ολα ξεκίνησαν περίπου 130 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στη Μεσο-Ατλαντική Υφαλορράχη, ένα μεγάλο ρήγμα στο βάθος του ωκεανού που χωρίζει τέσσερις τεκτονικές πλάκες – Ευρασία και Βόρεια Αμερική, Αφρική και Νότια Αμερική. Το ζεστό μάγμα που δημιουργούνταν από τις εκρήξεις του ηφαιστείου αλληλεπιδρούσε με το νερό και εκτόξευε πετρώματα σε ύψος που έφτανε μέχρι και το ένα χιλιόμετρο, ενώ τα σύννεφα από στάχτη και ατμό που σχηματίζονταν άγγιζαν τα 9 χιλιόμετρα. Οσο το νησί χτιζόταν σε ύψος και το νερό δεν έφτανε στις οπές από όπου περνούσε ο αέρας, η ηφαιστειακή δραστηριότητα ηρεμούσε.

Οι ροές λάβας δημιούργησαν ένα σκληρότερο υπόστρωμα, σταθεροποιώντας το νησί και μέχρι τον Ιούνιο του 1967 οι εκρήξεις είχαν σταματήσει. Εκτοτε το Σούρτσεϊ παραμένει αδρανές. Το νέο νησί πήρε το όνομά του από τον Surtur (Σούρτουρ), τον γίγαντα της φωτιάς στη σκανδιναβική μυθολογία, αρχικά η έκτασή του ήταν 2,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η υψηλότερη κορυφή του έφτανε περίπου τα 170 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Καθώς όμως το νησί υποχωρεί σταδιακά και διαβρώνεται, το 2007 οι μετρήσεις έδειξαν ως το υψηλότερο σημείο του τα 155 μέτρα, ενώ το 2012 η επιφάνειά του είχε μειωθεί κατά 50%, στα 1,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Νέα ζωή

Εκείνο όμως που είναι πιο εντυπωσιακό ακόμη και από τον τρόπο σχηματισμού του και το οποίο αποτελεί πεδίο συνεχούς και μόνιμης μελέτης είναι ο τρόπος που αναπτύχθηκε στο νέο αυτό νησί ένα ιδιαίτερο, δικό του οικοσύστημα. Αφημένο στην ησυχία του, καθώς ήδη από το 1965 η κυβέρνηση της Ισλανδίας το είχε ανακηρύξει φυσικό καταφύγιο – το 2008 έγινε και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, με την πρόσβαση σε αυτό να είναι απαγορευμένη με μόνη εξαίρεση συγκεκριμένους επιστήμονες – έγινε ιδανικό ησυχαστήριο για φυτά, έντομα, πουλιά, φώκιες και άλλες μορφές ζωής. Οι επιστήμονες που παίρνουν ειδική άδεια για να μελετήσουν αυτά τα είδη υποχρεούνται να μένουν σε ειδικό κατάλυμα έχοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα και να σβήνουν τα ίχνη τους μόλις φύγουν από το Σούρτσεϊ, έτσι ώστε να μην παρεμβαίνουν στο ελάχιστο στην όλη λειτουργία της φύσης.

Η πρώτη μορφή ζωής πάνω στο Σούρτσεϊ, η οποία μάλιστα εμφανίστηκε το 1965, πριν καν ολοκληρωθεί η ηφαιστειακή έκρηξη, ήταν βρύα και λειχήνες, που καλύπτουν πλέον μεγάλο μέρος του νησιού. Αν και στη διάρκεια των πρώτων 20 χρόνων παρατηρήθηκαν αρκετά είδη φυτών, μόνο 10 κατόρθωσαν να εγκατασταθούν μόνιμα στο φτωχό σε θρεπτικά συστατικά αμμώδες έδαφος, όμως συνολικά έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 30 διαφορετικά είδη. Αρχικά τα περισσότερα δημιουργήθηκαν από σπόρους που μεταφέρθηκαν από τον άνεμο και τα ωκεάνια ρεύματα, αλλά αργότερα τα πουλιά αποτέλεσαν το κύριο μέσο διασποράς τους.

Η έντονη παρουσία των πουλιών και ειδικά των γλάρων ήταν εκείνη που επηρέασε όσο τίποτα άλλο τη χλωρίδα του νησιού. Από το 2009 κι έπειτα τουλάχιστον 15 είδη πουλιών ήταν γνωστό ότι αναπαράγονταν στο Σούρτσεϊ – έχουν κατά καιρούς παρατηρηθεί κύκνοι, διάφορα είδη χήνας και κοράκια. Παράλληλα, παρατηρήθηκε και αύξηση της παρουσίας των εντόμων, τα οποία αποτελούν τροφή για τα πουλιά. Ο πρώτος γαιοσκώληκας βρέθηκε σε δείγμα εδάφους το 1993, οι γυμνοσάλιαγκες το 1998, καθώς και οι αράχνες και τα σκαθάρια. Την πιο ανεπτυγμένη μορφή στη ζωή του νησιού όμως αποτελούν οι φώκιες και κυρίως οι γκρίζες – καταγράφεται η αναπαραγωγή τους από το 1983. Η παρουσία τους προσελκύει στο νησί όρκες, καθώς είναι θηρευτές τους, ενώ απαντώνται πολλά άλλα θαλάσσια είδη: αστερίες, αχινοί και πεταλούδες.

Αν δεν υπάρξει άλλη ηφαιστειακή έκρηξη που θα μεγαλώσει την επιφάνειά του – πράγμα που δεν προβλέπεται σύμφωνα με τους ειδικούς, καθώς τυπικά οι νησίδες που σχηματίζονται στην περιοχή συνήθως είναι το αποτέλεσμα μίας μόνο ηφαιστειακής δραστηριότητας -, το Σούρτσεϊ θα πάψει στο μέλλον να είναι ορατό. Μάλιστα, με τον ρυθμό που η διάβρωσή του συμβαίνει σήμερα (περίπου 10.000 τετραγωνικά μέτρα τον χρόνο), υπολογίζεται ότι μέχρι το 2100 θα έχει εξαφανιστεί, αφού πρώτα έχει δώσει πολύτιμες πληροφορίες στην επιστημονική κοινότητα για τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες μορφές ζωής αρχίζουν να αναπτύσσονται σε κάποιο μέρος.