Δύο σταγόνες στο ένα µάτι, δύο σταγόνες στο άλλο. Κάθε έξι ώρες. Στα νιάτα µου µε ανατρίχιαζε η ιδέα του κολλυρίου. Παρατηρούσα µε θαυµασµό τους ανθρώπους που το χρησιµοποιούσαν, που κατάφερναν να βάζουν κάτι ξένο µέσα στα µάτια τους και να µη λιποθυµούν. Στα 45 µου η αετίσια όρασή µου άρχισε να παρουσιάζει θέµατα. Την πρώτη φορά που καθ’ υπόδειξη του γιατρού έβαλα κολλύριο είχα την ίδια αγωνία που θα είχα και αν µε έβαζαν στο χειρουργείο για µπαϊπάς. Ενα µπουκαλάκι ξόδεψα ώσπου να στοχεύσω σωστά µέσα στο µάτι. Το έµαθα, το συνήθισα και από το κολλύριο πέρασα στα γυαλιά. Γιατί ήρθε (βιαστική-βιαστική) και η πρεσβυωπία. Ετσι λύθηκε άλλη µία απορία µου, εµένα που δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή µου ούτε καν γυαλιά ηλίου: Πώς αντέχουν όλοι αυτοί οι διοπτροφόροι που ζουν γύρω µου να έχουν µονίµως πάνω στη µύτη τους, γύρω από τα αφτιά τους ένα ξένο σώµα; Eµαθα κι εγώ να το ανέχοµαι (ήταν πιο εύκολο από όσο νόµιζα), αφού προηγουµένως κάθισα πάνω σε ένα ζευγάρι και το έσπασα και αφού έχασα (δεν ξέρω πού) άλλο ένα. Η πρεσβυωπία αρνείτο να σταθεροποιηθεί. Κάθε δύο-τρία χρόνια άλλαζα γυαλιά. Το δε κολλύριο είχε γίνει πλέον καθηµερινή συνήθεια. Μια µέρα παρατήρησα πως άρχισα να µη βλέπω καθαρά ούτε τα γράµµατα στην τηλεόραση. Ρύθµισα το Netflix στους πιο µεγάλους, στους τεράστιους υπότιτλους. Το παράκανα. Προσπάθησα να επαναφέρω τους κανονικούς υπότιτλους αλλά δεν έβρισκα τον τρόπο. Εκτοτε παρακολουθώ τα αγαπηµένα µου σίριαλ µε το κάτω µέρος της οθόνης καλυµµένο από γράµµατα. Τα παιδιά-ηθοποιούς που είναι πιο κοντά από τους ενηλίκους δεν τα βλέπω, µόνο ακούω τις φωνές τους. Τουλάχιστον διαβάζω τι λένε. Αν και στο µεταξύ άρχισε να θολώνει και η όλη εικόνα. Η οφθαλµίατρος µε διαβεβαίωσε πως όχι, δεν είναι το περιβάλλον γύρω µου που έχει αρχίσει να γίνεται φλου, είναι τα µάτια µου που δεν βλέπουν καλά µακριά. Και µου άλλαξε γυαλιά. Βρέθηκα µε πολυεστιακά. Κάποιοι είπαν πως πετώ τα λεφτά µου και πως δεν θα καταφέρω (όπως και εκείνοι) να τα συνηθίσω. Εγώ ακριβώς επειδή έδωσα πολλά λεφτά για δύο ζευγάρια ήµουν αποφασισµένος να τα συνηθίσω, όπως και τα συνήθισα. Και έτσι, διά των ταλαιπωρηµένων οφθαλµών µου, εκτός από τον κόσµο που αλλάζει άρχισα να παρατηρώ και τις αλλαγές του δικού µου σώµατος. Γιατί τα µάτια µου ήταν τα πρώτα όργανα του σώµατός µου που άρχισαν να δείχνουν µε πιεστικό τρόπο σηµεία κόπωσης. Τα πρώτα που ζήτησαν ενισχύσεις. Μεγαλώνοντας και βλέποντας γύρω µου πολλούς να αντιµετωπίζουν σε πιο νέες ηλικίες πιο σοβαρά προβλήµατα, αισθάνοµαι απερίγραπτα τυχερός που µέχρι στιγµής το µόνο που καλούµαι να φροντίσω είναι η στραβωµάρα µου. Τα γυαλιά, έπειτα από 34 χρόνια πολύωρης καθηµερινής δουλειάς πάνω από χαρτιά και κοµπιούτερ (ναι, δεν είναι «βαρέα ανθυγιεινά», όµως, πιστέψτε µε, δεν είναι και εύκολο), τα βλέπω σαν παράσηµο. «Γεράµατα», σχολίασε ένας φίλος, από τους… παρηγορητικούς και γλυκοµίλητους, «και πού είσαι ακόµα! Επεται η βαρηκοΐα». Εκανα πως δεν τον άκουσα. Ή πράγµατι δεν τον άκουσα;