Το αδιέξοδο προδίδεται από τον ίδιο τον τίτλο της εκδήλωσης: «Μετά τον Μητσοτάκη, ποιος; Μια πειστική απάντηση». Εχει γούστο ότι θέλουν την απάντηση να είναι «πειστική», παρότι ακόμη δεν την έχουν και την αναζητούν. (Τον θέλουν, δηλαδή, νέο, όμορφο και εισοδηματία, για να έχει χρόνο και να μπορεί να ασχολείται μαζί τους…)

Και την αναζήτησή τους φιλοτίμως την έκαναν συζήτηση, όπως κάποτε οι σκηνοθέτες του χώρου συνήθιζαν να κάνουν τη σύγχυσή τους ταινία. Εκφράστηκαν οι άνθρωποι ως συλλογικότητα δηλαδή, όπως θα έλεγε ο Χάρης Δούκας. Ας είναι. Μόνο μια συλλαβή έλειπε από την αρχή της δεύτερης πρότασης για να είναι ακριβής ο τίτλος. Αν αντί για «μια πειστική απάντηση» έλεγαν «καμιά πειστική απάντηση», θα ήταν ειλικρινείς και με τον εαυτό τους και με το έργο τους.

Αλλωστε αυτός δεν ήταν ο απώτερος σκοπός της εκδήλωσης; Οσον αφορά τουλάχιστον τη συμμετοχή του Διονύση Τεμπονέρα (ΣΥΡΙΖΑ) και του Μανώλη Χριστοδουλάκη (ΠαΣοΚ). Εξαιρώ την κυρία Αχτσιόγλου και τη ΝΑΡ-2 γενικώς, διότι αυτοί ως γνήσιοι αριστεροί λατρεύουν να θρηνούν τις ήττες τους και να ξύνουν τις πληγές τους.

Οι άλλοι δύο όμως πήγαν εκεί για να δείξουν κάτι με την παρουσία τους. Να δείξουν ότι ούτε ο Κασσελάκης στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο Ανδρουλάκης στο ΠαΣοΚ συνιστούν επαρκή απάντηση στον Μητσοτάκη. Για τον κ. Τεμπονέρα το είχαμε αντιληφθεί ότι προετοιμάζεται για τη διαδοχή και είναι από τους επισπεύδοντες. Για τον Μ. Χριστοδουλάκη, όμως, ήταν μια έκπληξη, διότι δημοσίως κανείς μέχρι στιγμής στο ΠαΣοΚ δεν έχει υπαινιχθεί αυτό που όλοι* συζητούν κατ’ ιδίαν: ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν τραβάει. Το συζητούν και με τρίτους, αλλά ποτέ δημοσίως.

Ο Μ. Χριστοδουλάκης, όμως, φαίνεται ότι ήθελε να είναι ο πρώτος που θα υποδείξει με τη στάση του το έλλειμμα ηγεσίας στο ΠαΣοΚ. Αν κρίνω από το ύφος του εκείνο το βράδυ, μάλλον λάθος τα υπολόγισε και τώρα έμπλεξε.

* Πλην της κυρίας Ευαγγελίας Λιακούλη, εννοείται, που παραμένει η πιστότερη οπαδός του κραταιού Νικόλα της.

Ολοι τους όμως την πάτησαν εκείνο το βράδυ, διότι την εκδήλωση καπέλωσε ο πρόεδρος Κασσελάκης και τους ακύρωσε όλους. Θεματολογικά, η συζήτηση γινόταν για τη μετά τον Κασσελάκη εποχή της Αριστεράς, δηλαδή τον προσπερνούσε – διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να γίνει με αυτόν τον τίτλο.

Ηθελε κότσια λοιπόν αυτό που έκανε ο πρόεδρος και οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Μια ιδέα, άλλωστε, πήραμε από τα γιουχαΐσματα με τα οποία τον υποδέχτηκαν ορισμένοι στην αίθουσα της εκδήλωσης.

Ευνόητη η αγανάκτησή τους, διότι όλη η υπόθεση αυτή είχε στηθεί στη βάση του υπονοουμένου ότι ο Κασσελάκης είναι ουσιαστικά τελειωμένος και απομένει πλέον η τυπική πράξη, που δεν θα αργήσει κι αυτή. Και εκείνος την ανέτρεψε διά της παρουσίας του.

Ο ξενέρωτος θείος που μπουκάρει απρόσκλητος στο πάρτι και το χαλάει: «Γεια σας, παιδιά! Τι κάνετε; Τι λέτε εσείς εδώ; Για να ακούσουμε…». Εντελώς κριντζ, αλλά το έκανε ο μπαγάσας και τους έφερε όλους σε αμηχανία. Ηταν μια επιτυχία για τον Κασσελάκη, έστω και αμυντικού χαρακτήρα.

Συγχρόνως, ήταν μια υπενθύμιση σε όλους εμάς του ελάχιστου μεγέθους των πολιτικών στελεχών της Αριστεράς. Τόσο μικροί ώστε και ένας άσχετος με πείσμα, όπως ο Κασσελάκης, τους έχει στο τσεπάκι του.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η Μόσχα επικηρύσσει πολιτικούς των χωρών της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας, διαβάζουμε, με κατηγορίες ασυνήθιστες έως και γελοίες, όπως «παραχάραξη της ιστορικής μνήμης». Αφορμή ως επί το πλείστον είναι η αφαίρεση σοβιετικών μνημείων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από μακριά, η ενέργεια αυτή φαντάζει σαν γραφικότητα του καθεστώτος Πούτιν και μάλιστα κατόπιν εορτής, είναι όμως κάτι πολύ σοβαρότερο και αξίζει να το προσέξουμε. Η εμμονή με τον Β’ ΠΠ στη ρωσική εκδοχή του και η ανάδειξη του αφηγήματος της ιστορικής νίκης, με την οποία η Ρωσία έφτασε στο ζενίθ της παγκόσμιας ισχύος της, είναι πια στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, όπως διαμορφώνεται συστηματικά επί Πούτιν.

Οταν αυτή η ταυτότητα εκδηλώνεται προς τα έξω, με τη μορφή δήθεν ποινικών κατηγοριών εναντίον πολιτικών τρίτων χωρών, ακούγεται σαν βλακώδες αστείο. Προς τα μέσα όμως, στο εσωτερικό της Ρωσίας, γίνεται κατανοητό ως απόδειξη της δίκαιης αντιπαλότητάς της με τη Δύση, επειδή μεθοδικά όλα αυτά τα χρόνια το κράτος του Πούτιν, μέσω του υπουργείου Πολιτισμού, των ελεγχόμενων ΜΜΕ, της παιδείας και της καθοδηγούμενης ιστορικής έρευνας, έχει καταφέρει να ελέγξει την ιστορική μνήμη και μέσω αυτής να δώσει τη μορφή που θέλει στην εθνική ταυτότητα.

Σε όποιον ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο επ’ αυτού, συνιστώ ενθέρμως το βιβλίο της βρετανίδας ιστορικού Jade McGlynn «Memory makers» (Bloomsbury Academic, 2023). Είναι το βιβλίο που έκανε την καλύτερη εντύπωση πέρυσι στον τομέα των μελετών σχετικά με τη σύγχρονη Ρωσία. Δικαίως, διότι είναι η πρώτη ευσύνοπτη μελέτη στην οποία περιγράφεται και η λογική και οι μηχανισμοί διαχείρισης της ιστορικής μνήμης στη σύγχρονη Ρωσία.

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΜΑΡΩΤΟΣ

Σε όσους τον επικρίνουν για τον στίχο στον οποίο τσουβαλιάζει «Αδωνι και Πορτοσάλτε», ο Πάνος Βλάχος απάντησε αγανακτισμένος με την εις βάρος του αδικία: «Είναι δυνατόν εγώ να θέλω ποτέ το κακό αυτών των ανθρώπων; Μόνο το καλό θέλω».

Είδατε, αγαπητέ μου, οι άτιμοι! Πώς τολμούν; Πώς διανοούνται να αποδίδουν σκέψεις βίας σε έναν αριστερό και δημιουργό, δηλαδή σε κάποιον διπλά αγνό και άσπιλο, όπως ο κ. Βλάχος! Πόσο κουτοί και, μετά συγχωρήσεως για το προβλέψιμο λογοπαίγνιο, πόσο βλάχοι και αμόρφωτοι είναι οι δημοσιογράφοι, που δεν καταλαβαίνουν ότι ένας αριστερός καλλιτέχνης εξ ορισμού εκφράζει το καλό και δεν μπορεί να εκφράζει τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Εκ φύσεως και χάριτι Θεού είναι έτσι.

Η απορία του κ. Βλάχου είναι η κλασική εκδήλωση της έπαρσης που φέρνει μαζί της η καμαρωτή αυταρέσκειά της, που είναι το βαρύτερο από τα ψυχολογικά προβλήματα της Αριστεράς.