Με αφορμή το ρεπορτάζ του Δημήτρη Γαλάνη στο «Βήμα» της 17ης.8.23 με τίτλο «Γιατί η χώρα μας παραμένει μια από τις ελάχιστες χώρες της ΕΕ που δεν συλλέγουν πλήρη δεδομένα για τον καρκίνο – Τι λένε οι ειδικοί – Σε ποια φάση βρίσκονται οι προσπάθειες για τη δημιουργία του Αρχείου», θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις. Το πόσο υποτονικά έως και αδιάφορα αντιμετωπίστηκε διαχρονικά από την πολιτεία και τις ιατρικές επιστημονικές εταιρείες η αναγκαιότητα δημιουργίας Εθνικού Αρχείου Νεοπλασιών προκύπτει από το ότι είναι η πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζω, που το θέμα προβάλλεται εκτενώς και δημόσια και γίνεται αναφορά στην πικρή αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας έχει επανειλημμένα εκτεθεί και συνεχίζει να εκτίθεται. Οπως αναφέρεται στο άρθρο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Ευάγγελου Φιλόπουλου, προέδρου της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δίνει στατιστικά στοιχεία για τον καρκίνο στην Ελλάδα με βάση δεδομένα γειτονικών χωρών». Θα ήθελα να προσθέσω ότι σε μια επιδημιολογική μελέτη του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ για τον καρκίνο στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, στην οποία συμμετείχα ως συνερευνήτρια, μπόρεσαν να συγκεντρωθούν μόνο τα καταγεγραμμένα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στοιχεία θνητότητας με κύρια πηγή την ΕΛΣΤΑΤ και κατ’ επέκταση τα πιστοποιητικά θανάτου των ληξιαρχείων, ευνοήτως προερχόμενα από τα γραφεία κηδειών. Επίσης, αλήθεια είναι ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουν συγκροτηθεί διάφορες επιτροπές και μάλιστα από το 2011 και μετά υπό την αρμοδιότητα του ΚΕΕΛΠΝΟ, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει και παραδώσει ένα λειτουργικό και εύκολο στην εφαρμογή Μητρώο Καρκίνου για όλη την ελληνική επικράτεια. Σημειωτέον, δόθηκαν και σπαταλήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά, χωρίς ποτέ να έχει γίνει απολογισμός έργου και οικονομικός έλεγχος και χωρίς να ζητηθούν ευθύνες από τους αρμόδιους φορείς. Στο ερώτημα γιατί όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, που απασχολεί και το άρθρο του «Βήματος», η απάντηση είναι σχετικά εύκολη και συμπυκνώνεται σε δύο βασικά αίτια, στη συγκρότηση επιτροπών αποτελούμενων από ακατάλληλα πρόσωπα και στον λάθος σχεδιασμό. Και είναι οξύμωρο να συζητούμε ακόμα και τώρα για σύσταση ειδικής επιτροπής για τον σχεδιασμό του Εθνικού Αρχείου Νεοπλασιών, όταν υπάρχουν ήδη διεθνώς γνωστά προγράμματα που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. το σουηδικό μοντέλο, ένα από τα πιο ολοκληρωμένα, χρονολογείται από το 1958) και είναι διαθέσιμα. Το μόνο που απαιτείται είναι κάποια αναπροσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα και ο καθορισμός των προτεραιοτήτων.

Τι θα πρέπει να νομοθετηθεί:

  Υποχρεωτική κωδικοποίηση όλων των κακοήθων νεοπλασιών που διαγιγνώσκονται σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά παθολογοανατομικά εργαστήρια, τα οποία οφείλουν να διαθέτουν μηχανογραφικό σύστημα καταχώρισης των διαγνωστικών εκθέσεων και δυνατότητα αποστολής τους ηλεκτρονικά στο Κέντρο Καταγραφής και Ανάλυσης. Ο ρόλος των παθολογοανατομικών εργαστηρίων είναι κομβικός, γιατί έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα της διάγνωσης, της ταυτοποίησης και της σταδιοποίησης όλων των συμπαγών κακοήθων νεοπλασμάτων.

Συλλογή, έλεγχος και ανάλυση των δεδομένων από το συγκεκριμένο Κέντρο, που μπορεί να είναι ο ΕΟΔΥ ή η Υπηρεσία Διαχείρισης Θεμάτων Υγείας του υπουργείου Υγείας, η οποία θα είναι και ο τελικός αποδέκτης για την αξιοποίηση και δημοσιοποίηση των στοιχείων.

Το σύστημα αυτό θα λειτουργήσει σχετικά γρήγορα και θα δώσει επιδημιολογικά αποτελέσματα προοπτικά. Παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα αναδρομικών καταγραφών υπό την προϋπόθεση ενασχόλησης μεγαλύτερου αριθμού ατόμων. Πρέπει να τονιστεί ότι με βάση την εμπειρία των αλλεπάλληλων αποτυχιών, η οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής μεγαλόπνοων και απαιτητικών σχεδιασμών δεν θα τελεσφορήσει. Ειδικότερα, το σκέλος της καταγραφής των θεραπειών και της παρακολούθησης των ασθενών με καρκίνο είναι πολύ πιο σύνθετο, λόγω δε της σημερινής απουσίας οργανωτικής υποδομής στις κλινικές και στα εξωτερικά ογκολογικά ιατρεία ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Επιτέλους, ας πρυτανεύσει η κοινή λογική με υιοθέτηση ρεαλιστικών λύσεων, εύκολα εφαρμόσιμων, με προτεραιότητες στον σχεδιασμό και με συμμετοχή ατόμων με ειδικές γνώσεις και άμεση σχέση με το αντικείμενο.

Η κυρία Ιωάννα Δελλαδέτσιμα είναι τ. καθηγήτρια Παθολογικής Ανατομικής, Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.