Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή, τώρα πια, ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά είναι η οικονομία. Και λέω τώρα πια γιατί κάτι τέτοιο δεν ίσχυε τα χρόνια πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009. Θυμίζω ότι ο Σημίτης του ΠαΣοΚ και ο Ζοσπέν στη Γαλλία ήταν οι πρωταθλητές των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ τόσο η Θάτσερ όσο και ο Μπλερ στην Αγγλία ήταν οι κύριοι εκφραστές της αποσάθρωσης των εργασιακών σχέσεων εντός της ΕΕ.

Η Δεξιά παντού επιμένει στο ίδιο μοντέλο σαν να μη χρεοκόπησε τα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης: μειώσεις φόρων που υποτίθεται θα οδηγήσουν σε αυξημένες επενδύσεις, ανάπτυξη και ευρύτερη κοινωνική ευημερία κάποτε στο μέλλον, ένα μέλλον που ποτέ δεν έρχεται. Αφενός, γιατί το μοντέλο οδηγεί άμεσα σε ανισότητες, αφετέρου, γιατί στην πρώτη δημοσιονομική αναταραχή η αντίδραση των δεξιών κυβερνήσεων είναι, παντού και πάντα, περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Αποτελεί ένα μονότονο σίριαλ με ελάχιστες παραλλαγές.

Οταν εμείς του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ λέγαμε ότι η οικονομική πολιτική της ΝΔ δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε δίκαιη, και δεν είναι βιώσιμη επειδή δεν είναι δίκαιη, αυτό εννοούσαμε. Βεβαίως στην υγειονομική και ενεργειακή κρίση οι κυβερνήσεις μοίρασαν πολλά λεφτά, και αυτός ήταν βασικός παράγοντας της νίκης της ΝΔ στις εκλογές. Οψιμοι κεϊνσιανοί, αλλά ένας κεϊνσιανισμός χωρίς κοινωνικό κράτος, και ένα κοινωνικό κράτος που θα συρρικνωθεί περαιτέρω όταν η δημοσιονομική πολιτική θα χρειαστεί να γίνει περιοριστική τα επόμενα χρόνια.

Επιπλέον το διακύβευμα είναι να δώσουμε μια ρεαλιστική προοπτική στον κόσμο ότι θα αλλάξει η ζωή του. Σήμερα το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας είναι περίπου στο 55% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ πριν από την κρίση ήμασταν γύρω στο 73%. Ακόμη και αν υποθέσουμε για τα επόμενα χρόνια ότι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται με 3% και η Ευρώπη με 2% – μια εξαιρετικά αισιόδοξη και δύσκολο να επιτευχθεί υπόθεση -, χρειαζόμαστε πάνω από 15 χρόνια για να φτάσουμε στα επίπεδα του 2007. Προφανώς είναι αναγκαίο ένα διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο που κάτι έχει μάθει από τις απανωτές κρίσεις.

Ποιοι είναι οι πυλώνες μιας εναλλακτικής αναπτυξιακής πολιτικής;

Πρώτον, η οικονομία πρέπει να πηγαίνει παράλληλα με την κοινωνία. O συνολικός οικονομικός σχεδιασμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών όχι μόνο από τη σκοπιά της κοινωνικής πολιτικής. Ο στόχος είναι να έχουμε ένα καλύτερο κοινωνικό κράτος. Ταυτόχρονα όμως να έχουμε και υψηλότερους μισθούς, καλύτερες εργασιακές σχέσεις και προοπτικές για εύρεση καλής δουλειάς, ανάπτυξη που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και πολλά άλλα.

Μια στρατηγική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο με την ευρεία έννοια. Η ημερομηνία λήξης των trickle-down economics έχει παρέλθει εδώ και καιρό.

Δεύτερον, η μετάβαση από το επιτελικό κράτος της ΝΔ, ή γενικότερα το κράτος-παρατηρητή των εξελίξεων της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης, σε ένα κράτος που θα έχει ενεργό ρόλο στην ενίσχυση της ανάπτυξης αλλά και τη στόχευση αυτής. Η προσέγγιση ότι αφήνουμε την αγορά να αποφασίσει πού πρέπει να εστιάσει δεν μπορεί να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο που επικεντρώνεται στην οικοδομή και στον τουρισμό. Και την προηγούμενη φορά που είχαμε τέτοιου είδους ανάπτυξη χρεοκοπήσαμε.

Προφανώς η έμφαση πρέπει να είναι στην πράσινη μετάβαση, όχι μόνο στον τρόπο που λειτουργεί η εγχώρια οικονομία, αλλά και ως ένα πεδίο με τεράστιες προοπτικές για καινοτομία και εξωστρεφή ανάπτυξη. Και σε αυτή τη μετάβαση η αγορά και ο ιδιωτικός τομέας από μόνα τους δεν μπορούν να δώσουν λύση. Χρειάζεται διαβούλευση μεταξύ φορέων (δημοσίων, ιδιωτικών και κοινωνικών), χρειάζεται στρατηγική, χρειάζεται σχεδιασμός. Και αυτό είναι μόνο ένα πεδίο. Απαιτείται σοβαρή συζήτηση για την προοπτική στις νέες τεχνολογίες, στην τεχνητή νοημοσύνη, στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην Ιατρική, όπου η Ελλάδα έχει και το ανθρώπινο δυναμικό και τη δυνατότητα ανάπτυξης τεχνογνωσίας.

Βεβαίως η κοστολόγηση είναι μέρος της συζήτησης για τα διαφορετικά προγράμματα. Στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο δεν καταφέραμε να πείσουμε τον κόσμο για την πρότασή μας. Αυτό που σίγουρα δεν θα δεχθούμε ωστόσο είναι να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εγκυρότητα αυτών που λέμε. Γιατί την περίοδο που ήμασταν κυβέρνηση καταφέραμε και να αντιμετωπίσουμε την ανθρωπιστική κρίση και να επαναφέρουμε τη χώρα σε ανάπτυξη και να συγκεντρώσουμε ταμειακά διαθέσιμα, και όλα αυτά κάνοντας μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αρα έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους, και μάλιστα με θετικό κοινωνικό πρόσημο. Συνεπώς και τώρα έχουμε την ικανότητα να βάλουμε τις βάσεις για να μπει η Ελλάδα σε μια άλλη αναπτυξιακή και κοινωνική πορεία.

Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για να παρεκκλίνουμε από τη σημαντική συζήτηση για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και τις προτεραιότητες. Τα προγράμματα δεν διαφέρουν μόνο στο κόστος. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές, και οραματικές και ιδεολογικές. Το ζητούμενο είναι αν στην Ελλάδα υπάρχει πια ένας δημόσιος χώρος όπου αυτές οι συζητήσεις μπορούν να γίνουν με σοβαρό τρόπο.