Πας βόλτα στην παραλία για να καθαρίσει το μυαλό. Στέκεσαι στο άγαλμα του Βότση δίπλα στον Λευκό Πύργο. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση από εκεί αρχίζει το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Είναι μια παλιά συνήθεια η βόλτα αυτή που καλά κρατεί, περνώντας από γενιά σε γενιά.

Ελεγε ας πούμε ο ποιητής της πόλης Ντίνος Χριστιανόπουλος ότι οι Θεσσαλονικείς στην Κατοχή περπατούσαν από τον Λευκό Πύργο στην παλιά παραλία προς το λιμάνι και πάλι πίσω, ενώ οι Γερμανοί περπατούσαν προς τη νέα παραλία. Ο παλιός Σαλονικιός είχε εξορίσει κατά κάποιον τρόπο τον κατακτητή.

Αλλά και ο φίλος του Ντίνου, ο αξέχαστος θεσσαλονικιός συνθέτης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, μας είχε πει πως περπατώντας πάνω-κάτω την παλιά παραλία, ενεπνεύσθη το υπέροχο «Μη μου θυμώνεις μάτια μου».

Με τους συνειρμούς, φτάνω στον Διονύση Σαββόπουλο ο όποιος με αφορμή τα γυρίσματα, στο ίδιο μέρος, ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ του μας αποκάλυψε πως ο στίχος «Η κοψιά μιας προτομής μες στο παρτέρι» από το τραγούδι «Καλοκαίρι» αναφέρεται στο άγαλμα του Βότση, ακριβώς απέναντι από το γραφικό σκοπευτήριο που χάθηκε, ενώ έπρεπε να το κηρύξουν διατηρητέο.

Συμπλήρωνε μάλιστα ο τροβαδούρος:

«Οταν φυσάει βοριάς – και στη Θεσσαλονίκη συνήθως βοριάς φυσάει – τα κύματα στον Θερμαϊκό δεν έρχονται προς την πόλη αλλά φεύγουν. Σαν μία αέναη αναχώρηση. Αναχωρούμε για να πάμε πού;».

Ωραίο ερώτημα εν όψει των δημοτικών εκλογών.

Αυτό που σώζει πάντως τη Θεσσαλονίκη είναι ότι έχει όριο, και εννοούμε τη θάλασσα.

Αυτό το όριο, η θάλασσα, είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος της πόλης, η παραλία, η Τσιμισκή, μέχρι πιο πάνω η Εγνατία, γενικά όλο το κέντρο, κατά ένα 70%-80% να έχει σωθεί. Ετσι ήταν και πριν από έξι δεκαετίες!

Αντίθετα αν δεν έχεις όρια και απλώνεσαι όπως θέλεις, τότε και οτιδήποτε άσχημο και αλλοπρόσαλλο μπορεί να εισβάλει και να σε κάνει άνω-κάτω.

Αλλά, κακά τα ψέματα, και η όμορφη Θεσσαλονίκη κάτι ξέρει από ασχήμια.

Η θάλασσα είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος της πόλης, η παραλία, η Τσιμισκή, μέχρι πιο πάνω η Εγνατία, γενικά όλο το κέντρο, κατά ένα 70%-80% να έχει σωθεί. Ετσι ήταν και πριν από έξι δεκαετίες!

Μια πόλη ολοζώντανη εδώ και 23 αιώνες, σήμερα ασφυκτιά πνιγμένη στα σκουπίδια προσπαθώντας να καταλάβει πώς τα κατάφερε και προσπαθεί ανεπιτυχώς επί τέσσερις δεκαετίες να φτιάξει ένα μετρό εννιά χιλιομέτρων όλων κι όλων, ενώ το μόνο δημόσιο διαθέσιμο μέσο συγκοινωνίας είναι τα λίγα και ταλαίπωρα λεωφορεία του ΟΑΣΘ. Και ψάξε εσύ την ανάκτηση του δημόσιου χώρου που χάθηκε από την αντιπαροχή και την κυριαρχία του ιδιωτικού αυτοκινήτου. Και περίμενε να λειτουργήσει το μετρό το 2024, να γίνει το fly over, να προχωρήσει η ανάπλαση της ΔΕΘ.

Σπανίως συναντάς τέτοια αντίφαση. Βάλτε δίπλα-δίπλα από τη μια την ομορφιά της παλιάς και της νέας παραλίας και από την άλλη τις γειτονιές με το ανύπαρκτο πράσινο, τις γηράσκουσες κακόγουστες πολυκατοικίες και το φρικτό μποτιλιάρισμα και θα έχετε τη μεγάλη εικόνα.

Είμαστε θα ‘λεγε κανείς μια πόλη χωρίς βιώσιμο κοινό νου, που τέτοιες μέρες μέσα στη γνωστή μεμψιμοιρία της και τον ετεροκαθορισμό της έναντι των μονίμως πονηρών «χαμουτζήδων» ανασταίνεται ευτυχώς από μεμονωμένες περιπτώσεις εμπνευσμένων επιστημόνων, στελεχών της διοίκησης, επιχειρηματιών και κυρίως από τους νέους που ζουν, σπουδάζουν, ερωτεύονται και δημιουργούν εδώ έχοντας φτάσει από κάθε γωνιά της γης.

Τι πόλη και ποιον δήμαρχο θέλουμε λοιπόν;

Καλή ιδέα φαίνεται ένας δήμαρχος που χωρίς να είναι ο «καλοχαιρέτας» που τρέχει σε γάμους, βαφτίσια και μνημόσυνα, μπορεί να είναι προσιτός, ευγενής, χαμογελαστός και άνθρωπος που ξέρει να ακούει, να συνεργάζεται και να συμπάσχει. Που μπορεί να δώσει στον Δήμο Θεσσαλονίκης τον ρόλο και το κύρος του Μητροπολιτικού καλύπτοντας όλο το πολεοδομικό συγκρότημα. Που θα ξέρει να ελίσσεται και να διεκδικεί μέσα στον δαίδαλο των αλληλοσυγκρουόμενων αρμοδιοτήτων και συμφερόντων άλλων φορέων εξουσίας (υπουργεία, Περιφέρεια κ.ά.).

Δήμαρχος «ξερόλας», με το γνωστό «άδειο» βλέμμα των πολιτικών, δεν θα είναι επωφελής για τη Θεσσαλονίκη, όσα χρίσματα και κονέ κι αν εξασφάλισε από την όποια κυβέρνηση ή αντιπολίτευση.

Ενας παλιός δήμαρχος της ευρύτερης Θεσσαλονίκης έλεγε σε νέο υποψήφιο διάδοχό του: «Με άλλους θα εκλεγείς και με άλλους θα διοικήσεις αν θέλεις να προσφέρεις κάτι. Οι πρώτοι πρέπει να είναι ευέλικτοι και λίγο καταφερτζήδες, να δουλεύουν καλά τις δημόσιες σχέσεις και να έχουν εύκολο και κανένα ψεματάκι, άντε δυο. Οι δεύτεροι πρέπει να είναι άνθρωποι που ξέρουν τη δουλειά, ακάματοι, ανθεκτικοί στην πίεση της αντιπολίτευσης και των μικροσυμφερόντων στο κέντρο της πόλης που, κακά τα ψέματα, επιβράδυναν και ματαίωσαν πολλά έργα την ώρα που δήμαρχοι και βουλευτάδες σφύριζαν αδιάφορα λόγω του πολιτικού κόστους. Και να ξέρεις, όσο πιο πολλές μάχες θα δώσεις εναντίον βαθιά ριζωμένων συμφερόντων τόσο λιγότερες θα είναι οι πιθανότητες επανεκλογής σου».

Δήμαρχος «ξερόλας», με το γνωστό «άδειο» βλέμμα των πολιτικών, δεν θα είναι επωφελής για τη Θεσσαλονίκη, όσα χρίσματα και κονέ κι αν εξασφάλισε από την όποια κυβέρνηση ή αντιπολίτευση.

Και ευτυχώς «κανείς άνθρωπος δεν θα μείνει χωρίς πατρίδα, όσο θα υπάρχει η Θεσσαλονίκη».

Εύκολα μπορεί σήμερα, εποχή του correct, να υποστηρίξει αυτή τη φράση. Ελα όμως που ειπώθηκε από τον βυζαντινό λόγιο του 14ου αιώνα Νικηφόρο Χούμνο. («Ως ουδείς άπολις μέχρις αν η των Θεσσαλονικέων η Πόλις»). Ηρθε για να συμβολίσει προφητικά την αιώνια ταυτότητα της Θεσσαλονίκης.

Ο κ. Κώστας Μπλιάτκας είναι διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Θεσσαλονικέων Πόλις» και συγγραφέας.