Η συγκυρία μέσα στην οποία γίνεται η συζήτηση για το «νέο μοντέλο ανάπτυξης» δεν είναι ουδέτερη, ούτε γίνεται με άνεση χρόνου και ανεξάντλητους πόρους. Για αυτό καθορίζεται συχνά από την εκάστοτε συγκυρία και πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός στις επιλογές του γιατί η αξία του μοντέλου θα κριθεί αργότερα, όταν οι συνθήκες θα έχουν αλλάξει είτε θετικά και θα έπρεπε να μπορεί να τις εκμεταλλευτεί είτε αρνητικά και θα έπρεπε να τις αντέξει.

Τα προηγούμενα χρόνια επικράτησε ένα πλαίσιο μιας γραμμικής οικονομικής ανάπτυξης με μαζικό real estate, πολλή κατανάλωση, λίγες παραγωγικές επενδύσεις και ακόμα λιγότερη επέκταση και εκσυγχρονισμό των υποδομών. Σε μερικούς τομείς σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος – όπως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -, σε άλλους όμως τα βήματα ήταν μικρά και δεν μπόρεσαν να φρενάρουν μια απειλητική χειροτέρευση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.

Αλλά ούτε και η συμμετοχή στην ανάπτυξη ήταν ισορροπημένη κοινωνικά, καθώς οι συνθήκες και οι απολαβές απασχόλησης δεν βελτιώθηκαν αισθητά, ούτε και έγινε καμιά συστηματική προσπάθεια αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού με νέες δεξιότητες. Οι ανισότητες που είχαν προκύψει στα εισοδήματα των φτωχότερων στρωμάτων από τις προηγούμενες κρίσεις λιτότητας και ακρίβειας αντιμετωπίστηκαν κυρίως με μια πλημμυρίδα από επιδόματα και παροχές, χωρίς όμως ουσιαστικές παρεμβάσεις στα αίτια που τις προκάλεσαν.

Λίγο-πολύ το ίδιο μοντέλο θα συνέχιζε και τα επόμενα χρόνια, αλλάζοντας ίσως τη δοσολογία της κάθε πολιτικής ανάλογα με τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους και τους νέους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αν και ήδη ελάχιστα ελκυστικό ή επιτυχημένο, το μοντέλο ανάπτυξης σκοτείνιασε πρόωρα από τις θηριώδεις καταστροφές που έπληξαν τη χώρα αυτό το καλοκαίρι, αφανίζοντας δάση, χωριά, υποδομές, παραγωγικές δραστηριότητες και προπάντων ανθρώπινες ζωές. Η έκταση και η ένταση της συμφοράς είναι τόσο μεγάλες που αλλάζουν πολλά δεδομένα σε εθνική κλίμακα.

Για παράδειγμα, η καταστροφή της Δαδιάς επηρεάζει όλο το οικοσύστημα της Βόρειας Ελλάδας, ενώ ο αφανισμός της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία θα έχει σημαντικές και διαχρονικές επιπτώσεις στην επάρκεια της διατροφικής αλυσίδας της χώρας. Και εδώ ακριβώς ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για το τι πρέπει να αλλάξει στο αναπτυξιακό μοντέλο που είχε αρχικά επινοηθεί και – κυρίως – πώς ακριβώς πρέπει να ανακατευθυνθούν οι διαθέσιμοι πόροι.

Παρόμοιες ανατροπές στα δεδομένα του κυρίαρχου κάθε φορά παραδείγματος έχουν συμβεί και άλλες φορές στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά δυστυχώς η προσαρμογή που γινόταν κάθε άλλο παρά ήταν η ενδεδειγμένη. Σχεδόν πάντα τα μέτρα που συζητούνται καταλήγουν απλώς και μόνο στο πώς θα γίνουν οι απαραίτητες επιδιορθώσεις για να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση, ακόμα και αν έτσι αφήνονται ακάλυπτα άλλα μέτωπα στα οποία θα ξεσπάσει η επόμενη απροσδόκητη κρίση.

Το μοτίβο αυτό το είδαμε να εκτυλίσσεται και στις τελευταίες κρίσεις που έπληξαν τη χώρα. Για παράδειγμα, την περίοδο των μνημονίων κυριάρχησε μονομερώς το δόγμα της σκληρής λιτότητας για να περιοριστεί το δημόσιο χρέος και αγνοήθηκαν εντελώς οι ανάγκες δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και των υποδομών. Αντιθέτως, η προσοχή του συστήματος στρεφόταν στο πώς θα διατηρηθούν επιχειρηματικά σχήματα που είχαν προ πολλού εκπνεύσει αντί να αιμοδοτηθούν νέες δυναμικές επιχειρήσεις, ενώ οι υποδομές αφέθηκαν να ρημάξουν ακόμα και σε τομείς αιχμής.

Ετσι, όταν ήλθε η επόμενη κρίση της πανδημίας, οι υπηρεσίες της δημόσιας υγείας υπολειτουργούσαν και – παρά την αυτοθυσία του νοσηλευτικού προσωπικού – δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην εκρηκτική ζήτηση διάγνωσης και θεραπείας από ασθενείς, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υποστεί μεγάλες απώλειες ανθρώπινης ζωής. Η πιο δυσάρεστη διαπίστωση ήταν ότι πολλοί γιατροί και νοσοκόμοι που έλειπαν είχαν εκπατρισθεί λόγω της κρίσης χρέους και πλέον πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε άλλες χώρες. Μην ξεχνάμε επίσης το τραγελαφικό γεγονός ότι οι ανάγκες αποζημιώσεων και ενίσχυσης της ζήτησης εκτόξευσαν πάλι το δημόσιο χρέος σε επίπεδα κατά πολύ υψηλότερα από αυτά που προκάλεσαν την κρίση πληρωμών.

Το ιστορικό δίδαγμα από την περίοδο των πρόσφατων κρίσεων είναι ότι δεν μπορείς να επικεντρώνεσαι μόνο στην εκδήλωση ενός τρέχοντος φαινομένου, γιατί η μονομερής αντιμετώπισή του θα παρακάμψει τις δομικές αδυναμίες που υπάρχουν και καθόλου δεν θα αποτρέψει νέες καταστροφές στο μέλλον, ενδεχομένως πολύ χειρότερες από αυτές που θα διορθωθούν τώρα.

Ιδιος κίνδυνος υπάρχει και σήμερα: σε συνθήκες απόγνωσης του πληθυσμού που έχει χάσει τις περιουσίες του και σε ένα πολιτικό περιβάλλον που έχει ορίζοντα μέχρι τις επόμενες εκλογές, είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει και πάλι το μοντέλο απλής επαναφοράς της προτέρας κατάστασης με γρήγορες επιδιορθώσεις και χωρίς διερεύνηση της ανθεκτικότητας που θα έχει σε μια ενδεχόμενη επανάληψη του κακού. Σε μια άλλη λογική, αφού πρώτα αντιμετωπιστούν επειγόντως όλα τα θέματα στήριξης και οικονομικής επιβίωσης των νοικοκυριών, είναι ευκαιρία να δούμε για την πιο μακροπρόθεσμη περίοδο πώς μπορούν να υιοθετηθούν μερικές κρίσιμες επιλογές που αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα του κινδύνου και διαμορφώνουν ένα νέο μοντέλο οργάνωσης και ανάπτυξης, πολύ πιο ανθεκτικό στις ίδιες ή και χειρότερες κρίσεις που θα έλθουν.

Χωρίς να είμαι ειδικός, διατυπώνω μερικές ιδέες προς την κατεύθυνση αυτή που ίσως θα άξιζε να διερευνηθούν:

1.      Αντί για την απίστευτα δαπανηρή αποκατάσταση όλων των πλημμυρισμένων χωριών, ίσως ήταν πιο πρόσφορη η εξαρχής κατασκευή νέων οικισμών για όλους τους πληγέντες και με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές ασφάλειας, ενέργειας και λειτουργικότητας. Στην Ελλάδα έχει συσσωρευτεί μεγάλη τεχνογνωσία από τους νέους οικισμούς που έκανε η ΔΕΗ για τα χωριά που θα βρίσκονταν μέσα στα υδροηλεκτρικά έργα που κατασκεύαζε και αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί μαζικά. Ανάλογη πρόταση διατύπωσε πρόσφατα και ο «πρύτανης» των αντισεισμικών κατασκευών στην Ελλάδα Παν. Καρύδης («Liberal», 13/9/2023).

2.      Στις γέφυρες που κατέρρευσαν δεν αρκεί μόνο να γίνουν επισκευές ή αποκατάσταση, αλλά ριζικός επανασχεδιασμός με νέες προδιαγραφές αντοχής για τρισδιάστατη καταπόνηση (διέλευση, πλευρικά φερτά και έδαφος). Σημειωτέον ότι πλήθος άλλων γεφυρών στη Ελλάδα (π.χ. Κηφισός στην Αθήνα) έχουν εξαντλήσει τον κύκλο ζωής τους και σταδιακά πρέπει επίσης να ξαναχτιστούν με τις νέες προδιαγραφές.

3.      Υπάρχουν και άλλες πιο περίπλοκες προτάσεις για την αλλαγή του μοντέλου αγροτικής εκμετάλλευσης, τις αρδεύσεις και τη βιωσιμότητα της υπαίθρου, όχι μόνο στη Θεσσαλία και στη Θράκη αλλά και σε άλλες περιοχές. Για να καταλήξουν να εφαρμοστούν με επιτυχία πρέπει να τύχουν επεξεργασίας από επιστημονικά συνέδρια του Τεχνικού και του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου και να μην αφεθούν μόνο σε επιτροπές της αυτοδιοίκησης που προεδρεύονται από αστέρια του λαϊκού πενταγράμμου. Ετσι θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένα αξιόπιστο και μακροχρόνιο σχέδιο για τη χώρα, ικανό να αντιμετωπίσει όχι μόνο τη σημερινή καταστροφή αλλά και όσες ενσκήψουν στο μέλλον. Αλλιώς θα επικρατήσει πάλι κοπτοραπτική για να εξυπηρετηθούν οι τρέχουσες ανάγκες και μετά ξανά από την αρχή όταν συμβεί η επόμενη στραβή.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.