Ας υποθέσουμε ότι εμφανίζεται μια εγχώρια εκδοχή Τραμπ. Εντελώς ξαφνικά και ως μονοπρόσωπο θέαμα. Οσο φιλόδοξα χρειαστεί για να εκφράσει ένα ρεύμα νεοαγανάκτησης και όσο υπομονετικά απαιτείται για να μετατρέψει το ρεύμα σε κύμα. Ωραία, αλλά από πού θα σκάσει; Από αριστερά ή από δεξιά;

Η υπόθεση δεν είναι ακριβώς θεωρητική. Η Αριστερά – ή τέλος πάντων ό,τι διεκδικεί τη σφραγίδα και τα σύμβολα του χώρου διά της αποχωρήσεως – υπέδειξε μια τέτοια εκδοχή Τραμπ στο πρόσωπο μιας νέας κομματικής ηγεσίας, ουρανοκατέβατης και αρκούντως φιλόδοξης, που τώρα λειαίνει το σόου των πρώτων ημερών υπέρ της υπομονής. Μόνο που ο Στέφανος Κασσελάκης, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν εκφράζει τίποτε περισσότερο από το απομεινάρι ενός κόμματος – για ρεύμα ούτε λόγος.

Μένει επομένως η αιφνιδιαστική εισβολή από τα δεξιά. Εκεί κανένας δεν βλέπει κάποιο πρόσωπο να έρχεται καβάλα στο μεταπολιτικό θέαμα – σωστά, δεν υπάρχει. Ολο και περισσότεροι όμως βλέπουν τον υπαρκτό κίνδυνο να εμφανιστεί ένα τέτοιο πρόσωπο ξαφνικά και να ενώσει υπομονετικά τα σκόρπια κομμάτια δεξιά της Δεξιάς σε ένα. Από τις ορφανές ψήφους της Χρυσής Αυγής και τους γραμμιτζήδες του παλαιοημερολογίτικου σκότους έως του μύστες των «επιστολών του Ιησού» και τους πελάτες των κηραλοιφών. Και από τους αρνητές του ελληνοτουρκικού διαλόγου έως τους ζηλωτές της «παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας».

Το ακροατήριο αυτό έχει εκφραστεί σε έρευνες και έχει μετρηθεί σε δημοσκοπήσεις. Ενα μέρος του σπιτίζεται στο πιο βαθύ από την παλέτα του μπλε της Νέας Δημοκρατίας – και σε εκείνη την περιοχή του σκούρου τα push backs δεν είναι απλώς το «αναγκαίο κακό» που δεν πρέπει να λέμε, αλλά η «ευλογία» που πρέπει να φωνάξουμε. Τι θέλει για να αρχίσει να ρέει το βαθύ μπλε σαν διαρροή; Ενα ουρανοκατέβατο, μεταπολιτικό νεύμα.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο υπολογίσιμος κίνδυνος ενός ανύπαρκτου προς το παρόν προσώπου «ακουμπά» στην εκλογική επιρροή ενός προσώπου που δεν είναι απλώς υπαρκτό αλλά και πολιτικά κυρίαρχο. Συντριπτικά στον χώρο της Κεντροδεξιάς, πλειοψηφικά στο «καθαρό» Κέντρο και με μια κάποια αποδοχή στην Κεντροαριστερά, όπως έδειξε η τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega. Αλλά δεξιά της Δεξιάς; Εκεί είναι που ο κίνδυνος μιας εγχώριας εκδοχής Τραμπ επηρεάζει την ατζέντα Μητσοτάκη.

Η σκόνη που σήκωσαν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στο BBC ήταν τόσο πολλή που σκέπασε οτιδήποτε άλλο ειπώθηκε στο στούντιο του τηλεοπτικού δικτύου. Σε μια συνέντευξη η οποία ξεκίνησε από το Μεταναστευτικό δεν «ακούστηκε», για παράδειγμα, η πρωθυπουργική δήλωση ότι «έχουμε το δικαίωμα να σταματάμε πλοιάρια στη θάλασσα και να τα απωθούμε για να επιστρέψουν στην ακτή από την οποία ξεκίνησαν». Ακόμη και οι πιο ευαίσθητες κεραίες καρφώθηκαν στο νοητό ψαλίδι που έκοψε στα δυο τη Μόνα Λίζα και στον πίνακα που θα χωριζόταν σε δυο μουσεία.

Αυτή όμως δεν ήταν παρά η μία βάρκα – της σκληρής γραμμής. Η άλλη, στην οποία πάτησε ο Πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη, είναι ενός οικονομικού πραγματισμού που λέει ότι «η οικονομία της χώρας χρειάζεται να ανοίξουν νόμιμες οδοί για να έρθουν εδώ κάποιοι άνθρωποι νόμιμα και να εργαστούν». Αλλά αυτή η δεύτερη είναι και η μισοβυθισμένη: Το σχέδιο εισαγωγής εργατικού δυναμικού που ποσοτικοποιήθηκε σε 300.000 εργατικά χέρια παραπέμφθηκε στις εργατικές καλένδες.

Αντιστοίχως, σε κάποιο αόριστο γαμήλιο μέλλον παραπέμφθηκε ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία που απορρέει από τη θέσπισή του. Συμβαίνει έτσι η φιλελεύθερη ατζέντα, που δοκιμάζεται δημοσίως από κυβερνητικά στελέχη, να αποδοκιμάζεται υπογείως από το ρεύμα του βαθέος μπλε, του σχεδόν μαύρου και του κατάμαυρου. Με τον κίνδυνο να πεταχτεί ξαφνικά μια πορτοκαλί περούκα.