Από τις δεύτερες εκλογές του 2015 είχε επισημανθεί ότι ο συνεταιρισμός Τσίπρα – Καμμένου είναι πολιτικά και ιδεολογικά ασταθής και από αισθητικής πλευράς αταίριαστος. Πολλοί μάλιστα είχαν από τότε σημειώσει ότι θα οξύνει τις πολιτικές συνθήκες και εν τέλει θα ζημιώσει τη χώρα.

Προτάθηκε τότε στον Πρωθυπουργό να αναζητήσει νέους συμμάχους και του επισημάνθηκε ότι θα ήταν σοφότερο να συμπράξει με τις συγγενέστερες προς αυτόν δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, παρά να επιμείνει στην παράταιρη συμμαχία με τους εθνολαϊκιστές του Πάνου Καμμένου. Φάνταζε δε απολύτως δικαιολογημένη τότε εκείνη η πρόταση.

Είχε προηγηθεί άλλωστε η μεγάλη στροφή – αποδοθείσα διεθνώς ως κωλοτούμπα – με την κατάρρευση των ομολογημένων, μετέπειτα από τον ίδιο, αυταπατών και ψευδαισθήσεων.

Διαπραγματευόμενος με τους ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές κατανόησε τις τρομακτικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης άτακτης χρεοκοπίας και επέλεξε τον επώδυνο συμβιβασμό. Ετσι αρνήθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αποδέχθηκε το τρίτο μνημόνιο και συγκρούστηκε με τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις του κόμματός του.

Σε εκείνη τη φάση όντως ταλαντεύθηκε και είναι γνωστό τοις πάσι ότι υπήρξαν παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις με φιλοευρωπαϊκά κόμματα και δυνάμεις. Ωστόσο δεν επιχείρησε το άλμα που θα του επέτρεπε να συγγενέψει πραγματικά με τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και έτσι να ηγεμονεύσει του χώρου, όπως διακαώς επιθυμούσε και συνεχίζει να επιθυμεί.

Αντί αυτού προτίμησε το συνονθύλευμα του απρόβλεπτου και ευμετάβλητου προέδρου των ΑΝΕΛ και μαζί υιοθέτησε πολιτικές απόλυτου διχασμού και πόλωσης. Διαιρώντας και διχάζοντας κέρδισε είναι αλήθεια πολιτικό χρόνο, αλλά έχασε όλα τα άλλα.

Η οικονομία δεν βρήκε το οξυγόνο που χρειαζόταν, η κοινωνία επίσης έμεινε καθηλωμένη, χωρίς παράδειγμα και διεξόδους προόδου, και η πολιτική εγκλωβίστηκε σε σχήματα λαϊκιστικά και καθυστερημένα, σε απόσταση από τις μεγάλες προκλήσεις του σύγχρονου, διασυνδεδεμένου και αλληλοεξαρτώμενου κόσμου.

Με τον καιρό τα αδιέξοδα ανεδείχθησαν και βεβαίως φανερώθηκαν οι θεμελιακές διαφορές μεταξύ των αταίριαστων κυβερνητικών εταίρων.

Και μια από αυτές εκδηλώθηκε στο Μακεδονικό. Με την εμφάνισή του μάλιστα, πριν από έναν χρόνο, προσέφερε βάση εσωτερικών αναζητήσεων και άλλων διεργασιών.

Ωστόσο και πάλι οι κυβερνητικοί εταίροι έμειναν σφιχταγκαλιασμένοι με τον ακραίο τυχοδιωκτισμό τους και τους επιμέρους ανομολόγητους μύχιους στόχους και σκοπούς.

Κάπως έτσι φθάσαμε στη σημερινή ιλαροτραγωδία, στο παιχνίδι των αλληλοεκβιασμών μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων και των παζαριών δίχως τέλος με τους «ξέμπαρκους» και τους «πρόθυμους» της ελληνικής πολιτικής, που καταστρατηγούν τους συνταγματικούς κανόνες του κοινοβουλευτικού συστήματος και ευτελίζουν τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως επιτυχώς περιέγραψε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Αυτή την ώρα η πολιτική εκτρέπεται σε πρακτικές τζογαδόρων και το πολίτευμα διολισθαίνει προς την ανωμαλία, σε καταστάσεις αντίστοιχες εκείνων που επικράτησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Φέρει μεγάλες ευθύνες ο Πρωθυπουργός για τις μεθόδους πολιτικού εμπορίου που εφαρμόζει και τις ακραίες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνει με τις ενέργειές του. Οι κίνδυνοι που απειλούν τη χώρα είναι μεγάλοι και θα γίνουν ανυπέρβλητοι αν επικρατήσουν πρακτικές συναλλαγής και πολιτικού εμπορίου.

Η Ελλάδα τούτη την ώρα έχει ανάγκη από ένα πραγματικά εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και ανασύνταξης, ικανό να κινητοποιήσει τις δημιουργικότερες των δυνάμεών της και να συνεγείρει σύμπασα την ελληνική κοινωνία.

Δεν υπάρχει πια ούτε χώρος ούτε χρόνος για παίγνια σαν κι αυτά στα οποία ασκούνται οι κακότροποι συνέταιροι. Και οι δύο ζημιώνουν τη δημοκρατία και κλονίζουν τη χώρα.

ΤΟ ΒΗΜΑ