Οταν ο ιστορικός Χέιντεν Γουάιτ δημοσίευσε το βιβλίο του Metahistory (1973) προκάλεσε μια έντονη συζήτηση μεταξύ των ιστορικών σχετικά με τον χαρακτήρα και τις ιδιότητες της ιστορικής γραφής αλλά και της επιστήμης της ιστορίας.

Στο πολυδιαβασμένο αυτό έργο, ο συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι η διαμόρφωση της επιστημονικής ιστορίας κατά τον 19ο αιώνα βασίστηκε στη σταδιακή απεξάρτηση της ιστορίας από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία. Η δημιουργία της επιστημονικής ιστορίας θεμελιώθηκε τόσο πάνω στην αποβολή της έννοιας της μυθοπλασίας και της φαντασίας από την ιστορική γραφή όσο και στην απόλυτη διάκριση μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου της ιστορικής έρευνας και γραφής, με βάση τις παραδοχές του εμπειρισμού αλλά και του θετικισμού, αλλά και με άξονα τις κυρίαρχες ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις της εποχής.

Η διαμάχη γύρω από το έργο του Γουάιτ έδωσε πολλά ερεθίσματα στους ιστορικούς και σε όσους-ες ενδιαφέρονται για την ιστορία. Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι τα πεδία στα οποία καλλιεργήθηκε γόνιμος και κριτικός στοχασμός: α. Αναδείχθηκαν οι πολλές παγίδες της έννοιας της «αντικειμενικότητας», ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου αυτή λειτούργησε ως νομιμοποιητικό πλαίσιο της κυρίαρχης, επίσημης ή και καθεστωτικής αντίληψης της ιστορίας και β. διερευνήθηκε η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας.

Η αναγωγή στο ίχνος του πραγματικού αποτελεί καταστατική συνθήκη της ιστορικής έρευνας και γραφής σε αντίστιξη προς τη μυθοπλασία, αλλά η ιστορική αλήθεια είναι ένα διαρκές και επίπονο διακύβευμα που απαιτεί συστηματική επιστημονική έρευνα, όχι ένα εύκολο αξίωμα.

Από την εποχή όμως του Metahistory μέχρι σήμερα, οι εξελίξεις γύρω από την ιστοριογραφία και την ιστορική κουλτούρα έχουν εν πολλοίς ξεπεράσει εκείνη την παλαιότερη διαμάχη. Παρατηρούμε σήμερα την ανάδυση υβριδικών μορφών γραφής ή/και επιτέλεσης της ιστορίας που αξιοποιούν τεκμήρια, πηγές, κείμενα, εικόνες, υλικά κατάλοιπα, ενώ αποτολμούν τη μείξη των ειδών, ή τουλάχιστον δεν περιχαρακώνονται σε αυστηρές ειδολογικές διακρίσεις όπως συνέβαινε παλαιότερα, π.χ., μυθιστόρημα και ιστορικό έργο. Μεγάλο τμήμα αυτών των εξιστορήσεων ενέχουν, επίσης, βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά στοιχεία, αποτελούν ιστορίες ζωής, μαρτυρίες και αναμνήσεις. Πρόκειται για αφηγήσεις του εαυτού που αντλούν υλικό από τη μνήμη, το οικογενειακό «αρχείο», τον τόπο καταγωγής και διερευνούν όψεις του εγώ στον κόσμο του παρελθόντος, συχνά ενός τραυματικού παρελθόντος που περιλαμβάνει πολέμους, ξεριζωμούς, δύσβατες διαδρομές στην προσωπική, οικογενειακή ή κοινωνική ζωή.

Ιστορικοί όπως ο Εντσο Τραβέρσο στο πρόσφατο, πυκνό και εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του Ιδιότυπα Παρελθόντα (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021) διατυπώνουν επιφυλάξεις γι’ αυτή την υβριδική αφηγηματική στροφή προς το εγώ, είτε αφορά επαγγελματίες ιστορικούς που αυτοβιογραφούνται είτε ανθρώπους με άλλες ιδιότητες, αναφερόμενοι σε ένα «νεο-φιλελεύθερο καθεστώς ιστορικότητας» όπου οι συλλογικές ταυτότητες υποχωρούν έναντι των ατομικών. Από την άλλη πλευρά, τόσο ο ίδιος ο Τραβέρσο όσο και άλλοι ιστορικοί έχουν επισημάνει τη διαδικασία «εκδημοκρατισμού» της ιστορίας που περιλαμβάνει αυτή η στροφή στις αφηγήσεις της ζωής των αφανών αλλά και στην υβριδική μείξη ειδών που δίνει τη δυνατότητα φωνής στους «σιωπηλούς» της ιστορίας.

Τι είναι λοιπόν αυτές οι νέες «σκηνοθεσίες» του παρελθόντος; Τι είναι η «επιστροφή στη χώρα του εαυτού μου», όπως γράφει ο Ντιντιέ Εριμπόν στο βιβλίο του Επιστροφή στη Ρενς (εκδ. Νήσος, 2020); Είναι απόπειρες καταστροφής της τεκμηριωτικής όψης της συστηματικής ιστορικής έρευνας ή αναζωογονητικοί πειραματισμοί; Αποτελούν παραδείγματα ενός «νεοφιλελεύθερου καθεστώτος ιστορικότητας» όπου μιλάει καθένας/καθεμία μόνο για τον εαυτό του/της ή επέκταση μιας εκδημοκρατισμένης ιστορίας «από τα κάτω»;

Στο έργο του Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία (εκδ. Πόλις, 2017), ο ιστορικός Ιβαν Ζαμπλονκά προτείνει μια ενδιαφέρουσα διάκριση από το «εγώ του εαυτού» («moi») στο «εγώ υποκείμενο» («je»). Δεν στέκεται σε μια ναρκισσιστική επιστροφή στον εαυτό αλλά ενδιαφέρεται για τη διερεύνηση και την εξιστόρηση των τρόπων, των πρακτικών, των εμπειριών, των διαδικασιών που διαμορφώνουν την υποκειμενικότητα μέσα στην ιστορία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, σκόπιμο είναι να αποφύγουμε τις γενικεύσεις και τους αναγωγισμούς και να εξετάσουμε τις πολυδιάστατες όψεις των υβριδικών ειδών αφήγησης της ιστορίας. Αρκεί ίσως να έχουμε κατά νου ότι η κατανόηση του παρελθόντος δεν περνάει μέσα από τον παροντισμό και την απλούστευση, αλλά μέσα από την έρευνα και την ανάδειξη της ετερότητας και της πολυπλοκότητας της ιστορικής πραγματικότητας.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.