Μέρες θανάτου και ανείπωτης οδύνης. Μετέχουμε σε ένα συλλογικό τραύμα που σκίζει στα δύο το προστατευτικό περίβλημα του ψυχισμού. Κυριαρχεί ένα συλλογικό διαταρακτικό βίωμα αβοήθητου, τρόμου, οδύνης, οργής και θυμού. Mέσα σε αυτό το τρένο θα μπορούσε να ήταν το δικό μας παιδί. Μέσα σε αυτό το τρένο θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς.

Τα πέντε στάδια του πένθους, όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκαν από την κλασική πλέον μελέτη της Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος είναι η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη, η αποδοχή. Κανένα πένθος όμως δεν υπόκειται σε τακτοποιημένες περιχαρακώσεις. Τα στάδια είναι ενδεικτικά, εναλλασσόμενα και δεν ακολουθούν μια πειθαρχημένη σειρά. Ο θάνατος στα Τέμπη προβάλλει σαν ένα ανεπούλωτο συλλογικό τραύμα που ανθίσταται σε κάθε δυνατότητα τακτοποίησης.

Είναι νωπές ακόμα στη μνήμη οι σκηνές με τα σφραγισμένα φέρετρα, τους ασυντρόφευτους μοναχικούς θανάτους, που έφερε στο προσκήνιο η πανδημία τινάζοντας στον αέρα τα ταφικά έθιμα, ένα από τα βασικά, δηλαδή, θεμέλια του πολιτισμού μας. Οι συγγενείς δεν μπόρεσαν να συντρέξουν τον άνθρωπό τους. Μια ανολοκλήρωτη διεργασία πένθους σημάδεψε τους επιζώντες: «Μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί» είναι τα λόγια μιας κόρης που έχασε τη μητέρα της δίχως να μπορέσει να την αποχαιρετήσει. Τότε ήταν υπεύθυνος ο φονικός ιός που έπληξε όλον τον πλανήτη. Τώρα;

Τα Τέμπη ήλθαν με έναν δραματικό τρόπο να αναζωπυρώσουν το φάντασμα του θανάτου στην πιο αγριευτική και ανόθευτη μορφή του. Τα διαμελισμένα, εξαερωμένα, απανθρακωμένα, οικτρά παραμορφωμένα σώματα των νεκρών παιδιών στοιχειώνουν το συλλογικό φαντασιακό.

Από τα βάθη των καιρών η φροντίδα για το νεκρό σώμα αμβλύνει, κατευνάζει, καταπραΰνει την αγριότητα του θανάτου. Από την εποχή του Ομήρου τα ταφικά έθιμα επιτρέπουν την αναγκαία για την υπόθεση της ζωής διεργασία του πένθους. Στον νου μου φέρνω ένα έργο τέχνης που συγκλονίζει με την απαράμιλλη, μεστή συμβολισμών, ομορφιά του. Πρόκειται για έναν μελανόμορφο αμφορέα από τερακότα του 5ου π.Χ. αιώνα. Στη μια όψη απεικονίζεται η Ηώ, θεότητα της αυγής, να μεταφέρει, με ασύγκριτη τρυφερότητα, μακριά από τη μάχη το νεκρό σώμα του Μέμνονα, του σκοτωμένου από τον Αχιλλέα γιου της.

Στην άλλη όψη απεικονίζεται ο Σαρπηδόνας, ο γιος του Δία που σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο στον Τρωικό Πόλεμο. Οι δίδυμοι αδελφοί, ο Υπνος και ο Θάνατος, μεταφέρουν προσεκτικά το νεκρό του σώμα. Εντυπωσιάζει και ταράζει, θα έλεγα, η μέριμνα για το άψυχο σώμα. Με πόση έγνοια, με πόση ευλάβεια και προσοχή κουβαλάνε το νεκρό σώμα έτσι ώστε ο νεκρός, σαν πούπουλο, σαν σύννεφο απαλό, με τρυφερότητα να μεταφερθεί απαλλαγμένος από κάθε πόνο και βία. Πρόκειται για μια ύστατη φροντίδα από τους ανθρώπους του ομηρικού κόσμου προς τον νεκρό ήρωα που εξασφαλίζει μια ήρεμη κατάδυση της ψυχής στον Κάτω Κόσμο. Βλέπουμε σε όλο του το τραγικό μεγαλείο τη σημασία του αποχαιρετισμού, της συνοδείας, του αγγίγματος του νεκρού σώματος.

Οι περισσότεροι γονείς στα Τέμπη δεν παραλαμβάνουν το νεκρό σώμα. Δεν μπορούν να το τιμήσουν. Να το κοιτάξουν, να το αγγίξουν, να το χαϊδέψουν, να το φιλήσουν. Δεν χάνουν μόνο το παιδί τους, χάνουν και το δικαίωμα στον αποχαιρετισμό του παιδιού τους. Λείπει η συνοδεία. Λείπει το ύστατο χαίρε και γι’ αυτό η λύπη είναι ανείπωτη και συντριπτική.

Δεν υπάρχουν οι λέξεις. Η αγριότητα και το κραυγαλέα άδικο της καταστροφής αφαιρεί από τις λέξεις το σθένος τους. Πληγώνουν και θυμώνουν οι αστόχαστες εδώ και χρόνια εγκληματικές παραλείψεις, το γαϊτανάκι της μετάθεσης των ευθυνών, ο επιλεκτικός εστιασμός μόνο στον ένοχο «σταθμάρχη» και όχι στην ενοχή μιας ολόκληρης, αέναα αναπαραγόμενης, τάξης πραγμάτων.

Η οργή των συγγενών, η οργή του κόσμου, η οργή των νέων παιδιών, η αίσθηση ότι είσαι απροστάτευτος «πεταμένος – εκεί». Εχω την αίσθηση ότι είναι αυτό που τροφοδοτεί και βαθαίνει την αιμορραγούσα πληγή. Η συλλογική αίσθηση του αβοήθητου εγκαλεί την ανάγκη μιας φροντίδας, μιας μέριμνας, την ανάκτηση μιας χαμένης εμπιστοσύνης,

Υπάρχει ελπίδα; Θα πω, ναι! Σε κάθε περίπτωση η απόγνωση παραμένει η άλλη όψη της ελπίδας. Η ελπίδα είναι σε αυτά τα παιδιά. Στα παιδιά που με κίνδυνο της ζωής τους όρμησαν στις φλεγόμενες λαμαρίνες να περισώσουν τον διπλανό τους. Η έγνοια για τον άλλον. Η απάντηση στον θάνατο. Η ελπίδα είναι στους ξαπλωμένους στο προαύλιο του σχολείου μαθητές που με τις σχολικές τσάντες τους σχημάτισαν τη λέξη «Πάρε με όταν φτάσεις». Η ελπίδα είναι σε αυτά τα παιδιά που διαδηλώνουν και αρνούνται, ναι, αρνούνται να αποδεχτούν το «φύγε από εδώ να σωθείς». Δεν φεύγουν! Είναι εδώ! Βάζουν την ψυχή τους μπροστά. Στα παιδιά που «αντάμα προσμένουν ίσως κάποιο θαύμα» που θα βάλει τέλος στην προαιώνια φρίκη του «πάμε κι όπου βγει».

 

Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέας.