Εδώ και αρκετούς μήνες, αλλά με συγκεκριμένο και στοχευμένο τρόπο μετά την ομιλία του έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο των ΗΠΑ τον περασμένο Μάιο, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει τοποθετήσει την Ελλάδα – και προσωπικά τον πρωθυπουργό της – στο κέντρο ενός αφηγήματος το οποίο εμφανίζει την Τουρκία ως αμυνόμενη στην παράνομη και επιθετική συμπεριφορά της Ελλάδας [καθώς, μεταξύ άλλων, εξοπλίζει με βαρύ αμερικανικό οπλισμό νησιά που δεν της ανήκουν (sic), κατά δήλωση του κυβερνητικού του εταίρου]. Η Ελλάδα εξαιρέθηκε έτσι από τον κατάλογο των χωρών (Ισραήλ, Αίγυπτο, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία) με τις οποίες ο κ. Ερντογάν επιχείρησε – αν και με μεγάλη καθυστέρηση – να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Τουρκίας. Χώρες που είχαν επιλέξει, όπως και η Ελλάδα, να εξισορροπήσουν τις ηγεμονικές φιλοδοξίες του τούρκου προέδρου και να μην αποδεχθούν τη στρατηγική «εξαναγκαστικής διπλωματίας» που με συνέπεια ακολουθούσε στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Εναντι της χώρας μας, ο κ. Ερντογάν έχτισε πάνω σε μια ευρέως διαδεδομένη στην τουρκική κοινωνία και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή αντίληψη για την Ελλάδα ως το «κακομαθημένο παιδί» της Δύσης, που επέλεξε για μια ακόμη φορά να παίξει το παιχνίδι των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτή τη φορά των Ηνωμένων Πολιτειών – που αποτελούν και τον πραγματικό αποδέκτη του τουρκικού αφηγήματος – προσφέροντας βάσεις (κυρίως αυτή της Αλεξανδρούπολης που παρακάμπτει τα Στενά ακυρώνοντας την αξία τους) και αναπτύσσοντας μια ισχυρή στρατηγική σχέση που βάλλει ευθέως κατά των συμφερόντων της Τουρκίας. Οι τουρκικές δηλώσεις του συνόλου των τούρκων ιθυνόντων περιορίστηκαν βεβαίως στο ρητορικό επίπεδο και δεν τόλμησαν – και πολύ δύσκολα θα τολμήσουν – μια μεταφορά των υψηλών τόνων και της ακραίας ρητορικής στο πεδίο.

Πιο πρόσφατα, ο τούρκος πρόεδρος, χτίζοντας πάνω στο παράνομο και γεωγραφικά σουρεαλιστικό τουρκο-λιβυκό μνημόνιο του 2019, προχώρησε σε συμφωνία συνεργασίας με την προσωρινή κυβέρνηση της Τρίπολης για την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων εντός της οριζόμενης από το μνημόνιο Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Με τον τρόπο αυτόν επιχείρησε την de facto ενίσχυση του τετελεσμένου που δημιούργησε το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο εντείνοντας την πίεση προς την Ελλάδα καθώς άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής ερευνητικού σκάφους ή ακόμα και γεωτρύπανου σε περιοχή όπου η παράνομη τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ εφάπτεται με τη νόμιμη ελληνο-αιγυπτιακή ΑΟΖ. Τη νέα τουρκο-λιβυκή συμφωνία ακολούθησε ομοβροντία καταδικαστικών δηλώσεων τόσο από τους άμεσα θιγόμενους, Ελλάδα και Αίγυπτο, όσο και από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Πού βρίσκεται αλήθεια η ΕΕ και κυρίως πώς απαντά στο υφιστάμενο στρατηγικό και γεωπολιτικό κενό στη Γηραιά Ηπειρο και στη συνεχώς αυξανόμενη αστάθεια στο άμεσο περιβάλλον της, την Ανατολική Μεσόγειο; Ακόμα περισσότερο, μπορεί η ΕΕ να ενισχύσει την εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας και μάλιστα με τρόπο που δεν θα περιορίζει μόνον την επιθετική και προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας – και της Κύπρου – αλλά θα δρομολογεί και διαδικασίες ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;

Η μέχρι τώρα προσπάθεια εξωτερικής εξισορρόπησης της Τουρκίας από τη χώρα μας αφορά στην οικοδόμηση στρατηγικών συμμαχιών (με φανερό ή λανθάνοντα «αντι-τουρκικό χαρακτήρα») με συγκεκριμένα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου και κυρίως με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτή την προσπάθεια η Ελλάδα ενέταξε βεβαίως και την ΕΕ με αποτέλεσμα την υιοθέτηση από την πλευρά της μιας στρατηγικής «μαστιγίου – καρότου» απέναντι στην Τουρκία. Μάλιστα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου 2021 η ΕΕ έθεσε ως προϋπόθεση συνεργασίας της ΕΕ με την Τουρκία – και πάντως με τρόπο «σταδιακό», «αναλογικό» και «αναστρέψιμο» – τη συνεχή και διαρκή αποκλιμάκωση της προκλητικής και επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς και την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί σε προηγούμενα Ευρωπαϊκά Συμβούλια.

Η Ελλάδα είναι απαραίτητο να ενισχύσει με «καλύτερη Ευρώπη» – δηλαδή με περισσότερο διεκδικητική ΕΕ σε σχέση με τον σταθεροποιητικό της ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο – το μείγμα της στρατηγικής της που αφορά στην εξωτερική εξισορρόπηση της Τουρκίας. Η ελληνική στρατηγική στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αναπτύχθηκε με βασικό μοχλό την ΕΕ στην κατεύθυνση της «εξισορροπητικής δέσμευσης» της Τουρκίας. Σήμερα το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η επίτευξη ενός συνδυασμού (και συγκερασμού) της «ανάσχεσης/εξισορρόπησης» των τουρκικών στοχεύσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και της «εμπλοκής/δέσμευσης» της Τουρκίας με την ΕΕ μέσω μιας διαδικασίας «πειθαναγκασμού» της.

Της πρόσφατης – γαλλικής έμπνευσης – πρωτοβουλίας της ΕΕ για τη δημιουργία «Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας» με τη συμμετοχή 44 χωρών – της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης – και στόχο την κάλυψη του γεωπολιτικού κενού και των προβλημάτων ασφάλειας στην Ευρώπη και την περιφέρειά της έχει προηγηθεί η πρόταση (Οκτώβριος 2020) του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για «Πολυμερή Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο», με κεντρικό αντικείμενο την οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) των κρατών της περιοχής καθώς και τη διαχείριση προβλημάτων ενεργειακής ασφάλειας και παράνομης μετανάστευσης.

Αν και αποδυναμωμένη σε σχέση με το παρελθόν όσον αφορά στην ικανότητά της να ελέγχει τη συμπεριφορά της Τουρκίας, η ΕΕ εξακολουθεί να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας. Βασική προϋπόθεση είναι η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση – στο πλαίσιο της «αιρεσιμότητας» ή ακόμα και στη βάση μιας σκληρής «συναλλακτικής λογικής» – τα διαθέσιμα «ευρωπαϊκά χαρτιά» διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη σχέση ΕΕ – Τουρκίας όσο και στην προώθηση πολυμερών σχημάτων συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δίνοντας έτσι περιεχόμενο στις ήδη τεθειμένες στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ.

Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.