Θα ξεκινήσω με κάτι που έπρεπε να είναι προφανές, αλλά στις μέρες που ζούμε, όταν ψάχνουμε αφορμή ν’ απορρίψουμε όσους βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά, δεν είναι:

Αλλο πράγμα η καταδίκη των αφιονισμένων της Χαμάς και άλλο η συμπόνια προς τους παλαιστίνιους αμάχους που βάζει ως ασπίδα. Και τούμπαλιν. Αλλο πράγμα η καταδίκη των χειρισμών Νετανιάχου κι άλλο πράγμα η συμπόνια προς τις οικογένειες των θυμάτων της 7ης Οκτωβρίου και προς τον λαό του Ισραήλ.

Μπορεί να καταδικάζει κανείς ενώ συμπονά. Και ακόμα πιο σημαντικά: μπορεί να συμπονά ενώ καταδικάζει.

Αυτό ακριβώς κάνουν χρόνια οι κάτοικοι των κιμπούτς που βρήκαν τραγικό θάνατο στις 7/10: συμπονούσαν και βοηθούσαν τον παλαιστινιακό λαό και ταυτόχρονα – ως πολιτικά κεντρώοι, κεντροαριστεροί – καταδίκαζαν τους εποικισμούς και όσες πολιτικές έσπερναν αποκλεισμούς και μίσος.

Διαβάζω: Ο 32χρονος Χαγίμ Κάτσμαν, που δολοφονήθηκε από τη Χαμάς ενώ κρυβόταν σε μία ντουλάπα στο κιμπούτς Χολίμ, ήταν ακτιβιστής για την ειρήνη· δούλευε μαζί με Παλαιστίνιους ελέγχοντας τον αντίκτυπο των κυβερνητικών πολιτικών στη ζωή των τελευταίων.

Διαβάζω: Η 24χρονη Ντανιέλ Βαλντμάν εκτελέστηκε κατά τη διαφυγή της από το φεστιβάλ Σουπερνόβα, κοντά στο κιμπούτς Ρεΐμ, δύο χιλιόμετρα μακριά από το εργοστάσιο του πατέρα της στη Γάζα, όπου εργάζονταν εκατοντάδες παλαιστίνιοι προγραμματιστές.

Διαβάζω: Γιοχεβέντ Λίφσιτζ, ετών 85. Μία εκ των τεσσάρων απελευθερωθέντων, μέχρι τώρα, ομήρων. Για χρόνια βοηθούσε αρρώστους στη Γάζα να φτάσουν σε νοσοκομεία του Ισραήλ. Θα τη θυμάστε ίσως: είναι η γυναίκα που γύρισε και είπε στον μασκοφόρο με το καλάσνικοφ «σαλόμ, σαλόμ»: ειρήνη, ειρήνη – ιστορικό χαιρετισμό στα κιμπούτς.

Διαβάζω τη συγκλονιστική κατάθεση του Μαγκέν Ινόν στον «Guardian» για τη δολοφονία των αγαπημένων του γονέων στο Νετίβ Χαασαρά, όπου γράφει: «Η οικογένειά μου δεν θέλει εκδίκηση. Οι γονείς μου αντιμετώπιζαν τους ανθρώπους με βάση τις πράξεις τους, όχι σε ποια ομάδα ανήκαν».

Βλέπω τα βίντεο που δείχνουν ανθρώπους αποκεφαλισμένους, με τα μυαλά χυμένα στα κρεβάτια τους, παιδιά να κλαίνε τους γονείς τους δίπλα σε μακελάρηδες που έχουν στρώσει να φάνε. Το βίντεο που δείχνει έναν από αυτούς να προσπαθεί να αποκεφαλίσει τον, ζωντανό ακόμα, κάτοικο ενός κιμπούτς με μια τσάπα.

Και την ίδια στιγμή διαβάζω στη σουηδική «Expressen» για πανηγυρισμούς στις πλατείες της Σουηδίας ένα εικοσιτετράωρο μετά τη σφαγή. Στη Νέα Υόρκη – πριν οι Αμερικανοεβραίοι διαμαρτυρηθούν στο Γκραντ Σέντραλ για τον βομβαρδισμό της Γάζας – άνθρωποι μαζεύτηκαν στην Τάιμς Σκουέρ για να φωνάξουν «παγκοσμιοποιήστε την Ιντιφάντα» και να κοροϊδέψουν όσους θρηνούσαν τα θύματα. Στο Νταγκεστάν, τη μέρα αυτή που γράφω, ορδές πολιτών μπήκαν στο αεροδρόμιο ψάχνοντας να λιντσάρουν εβραίους επιβάτες πτήσης από το Ισραήλ.

Στις 7 Οκτωβρίου, 1.400 άνθρωποι κάθε ηλικίας σφαγιάστηκαν από τα κτήνη της Χαμάς. Δεν ήταν ούτε έποικοι ούτε εθνικιστές ρατσιστές – το ακριβώς αντίθετο. Δεν ήταν καν όλοι τους Εβραίοι το θρήσκευμα. Ηταν άνθρωποι που πάλευαν για την ειρήνη και τη συνύπαρξη κι αυτούς ακριβώς, και το όραμά τους, δολοφόνησε η Χαμάς.

Στη μνήμη αυτών των ανθρώπων γράφω αυτή την επιφυλλίδα, θρηνώντας την ίδια στιγμή τους θανάτους των συνανθρώπων τους στη Γάζα. Το ομολογώ: δεν ξέρω πώς μπορεί να εξουδετερωθεί μια ανθρωποβόρος οργάνωση σαν τη Χαμάς χωρίς την απώλεια των αθώων που χρησιμοποιεί για ασπίδα σε νοσοκομεία και σχολεία. Οποιος ξέρει, ας μιλήσει. Ούτε ξέρω αν η αντίδραση του Ισραήλ (και η προσπάθειά ν’ απελευθερωθούν οι όμηροι) εμπίπτει εντός των ορίων της αναλογικότητας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Μα προσπαθώ, όπως λέει και ο Αμος Οζ, να ιεραρχήσω τις διαφορετικές εκφάνσεις του Κακού, για να μην καταντήσω υπηρέτης του. Μπορεί να κάνω λάθος· αυτή τη στιγμή που γράφω γίνονται τρομακτικά πράγματα. Και την πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα και οι Εβραίοι παντού.

Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.