Η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να βάλει τελικά φρένο στην όποια χορήγηση έκτακτου βοηθήματος πριν από τις γιορτές του Πάσχα σε κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από την παρατεταμένη ακρίβεια δεν αποτελεί έκπληξη.

Αλλωστε, σε πρόσφατο ρεπορτάζ στο «Βήμα της Κυριακής» είχε γίνει σαφές ότι οι πιθανότητες να προχωρήσει η κυβέρνηση σε μια νέα έκτακτη παροχή ήταν λίγες, όχι επειδή δεν θέλει ή δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα της ακρίβειας, αλλά γιατί η επίτευξη των στόχων του εφετινού προϋπολογισμού είναι τόσο σημαντική όσο ήταν πριν από μερικά χρόνια η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια.

Οπως αναφέρει στο «Βήμα» αρμόδιος παράγοντας του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, «στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχει μια αδύναμη ανάπτυξη, κατώτερη του αναμενομένου για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος. Η παρούσα συγκυρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση περιέχει προκλήσεις και ο πληθωρισμός, αν και βαίνει μειούμενος, εξακολουθεί να προβληματίζει λόγω των τιμών των τροφίμων. Αρα αυτό επηρεάζει και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα. Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες για τους οποίους το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εδώ και αρκετό διάστημα ήταν διστακτικό στην παροχή επιδομάτων που δεν είχαν περιληφθεί στο σχέδιο του προϋπολογισμού».

Το σχέδιο σταθερότητας

Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να παραβλέπεται η αναγκαιότητα υποβολής του νέου εθνικού σχεδίου σταθερότητας και ανάπτυξης τον ερχόμενο Σεπτέμβριο με βάση τους νέους κανόνες δημοσιονομικής πολιτικής, οι οποίοι ναι μεν δίνουν ευελιξία στην πραγματοποίηση επενδύσεων και αμυντικών δαπανών, αλλά υφίστανται – στο προληπτικό σκέλος τους – ασφαλιστικές δικλίδες προκειμένου να μειώνονται το χρέος και το έλλειμα.

Πάντως, για τα κράτη-μέλη της ΕΕ και φυσικά για την Ελλάδα ακόμη δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί αυτά τα νούμερα, και αυτό γιατί θα βασίζονται στις νέες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίες θα ανακοινωθούν μετά τον Μάιο.

Ολα αυτά επηρεάζουν σε εθνικό επίπεδο τον δημοσιονομικό χώρο ο οποίος απαιτείται για τη διενέργεια έκτακτων παροχών και ο οποίος μέσα σε ένα δυσμενές ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον δεν θα πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την περαιτέρω μείωση του χρέους και του ελλείμματος στην Ελλάδα.

Από την άλλη, αν η ελληνική οικονομία ξεφύγει από τους στόχους των απαιτούμενων πλεονασμάτων, η απόκλιση αυτή θα πρέπει να διορθωθεί με επιπλέον μέτρα, είτε αυτά αφορούν την αύξηση των εσόδων είτε τη μείωση των δαπανών.

Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος

Πάντως, αν και δεν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι τυπικές διαδικασίες (από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), τα ανωτέρω θα επηρεάσουν την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής από τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να καταργήσει εθνικό 4ετές σχέδιο το οποίο θα πρέπει να ακολουθούν οι ετήσιοι προϋπολογισμοί. Κατά συνέπεια, αν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου υπάρχουν αποκλίσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού σε σύγκριση με όσα θα προβλέπει το εθνικό σχέδιο σταθερότητας και ανάπτυξης, θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα.

Κατά συνέπεια το οικονομικό επιτελείο θέλει να τηρηθούν όλοι οι δημοσιονομικοί κανόνες και να εξακολουθήσει η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα ανάπτυξης πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το καμπανάκι για να μπει φρένο στην όποια παροχολογία έκρουσαν τόσο η ΕΛΣΤΑΤ όσο και η Ευρωπαϊκή με τα στοιχεία για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο για το κλείσιμο του 2023 όσο και για τις προβλέψεις του 2024 και 2025 που απέχουν σημαντικά από όσα αναφέρονται στον προϋπολογισμό που ψήφισε η Βουλή στα τέλη του περασμένου έτους.

Συγκεκριμένα, με βάση τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2023 έφτασε στο 2% έναντι πρόβλεψης στον προϋπολογισμό για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4%, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά ότι η υψηλή αβεβαιότητα και οι δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία.

Ακρίβεια και μισθοί

Από την άλλη, σύμφωνα με τις χειμερινές ενδιάμεσες οικονομικές προβλέψεις που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπεται ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,3% τόσο για το 2024 όσο για το 2025 και το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Νοέμβρη (2,4%) και ελαφρώς προς τα πάνω για το 2025 (2,2% ήταν η πρόβλεψη τον Νοέμβρη). Ομως στον προϋπολογισμό του 2024 το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ανάπτυξη 2,9%.