Ηθοποιός-χείμαρρος η Στεφανία Γουλιώτη, διαθέτει ένα εκρηκτικό σκηνικό ταμπεραμέντο. Ο ρόλος της γιατρού Ρουθ Γουλφ που έχει αναλάβει, τώρα, στο «The Doctor» του Robert Icke είναι ένας χείμαρρος ιδεών και απόψεων (μετάφραση και σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου).

Μαζί ξετυλίγεται ένα κουβάρι αντιπαραθέσεων, με τα σύγχρονα ηθικά διλήμματα να διαδέχονται το ένα το άλλο – ξεκινώντας από το επιστήμη-θρησκεία.

Πλούσια η θεματολογία του έργου;

«Δεν τα προλαβαίνεις τα θέματα. Αυτό που έχει κάνει ο συγγραφέας, ευφυώς, είναι ότι τα έχει βάλει όλα σε ένα μπλέντερ, μαζί, ταυτόχρονα, για να τονίσει τον παραλογισμό που ζούμε. Οταν το πρωτοδιάβασα, θεωρούσα ότι το ισχυρότερο ήταν η αντιπαράθεση θρησκείας και επιστήμης. Για την Κατερίνα ήταν το ζήτημα των βιογραφικών στοιχείων κυρίως, δηλαδή πώς ένα βιογραφικό στοιχείο καθορίζει τη ζωή μας χωρίς να μπορείς να απαλλαγείς από αυτό – θα σε ακολουθεί σαν κατάρα. Ετσι συνειδητοποιείς ότι ζούμε σε μια στιγμή που η βασική αξία της συνύπαρξής μας έχει πάψει πια να είναι ο άνθρωπος. Αυτό ήταν και το ζήτημα της ενηλικίωσής μου: Οταν κατάλαβα ότι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη ζωή, δεν είναι η υπέρτατη αξία. Κι αυτό είναι το ζήτημα που αντιμετωπίζει η Ρουθ, που ως γιατρός θεωρεί ότι πιο σπουδαίο είναι να σώσει μια ζωή παρά την ιδεολογία της».

Στο δίλημμα θρησκεία-επιστήμη παίρνει θέση;

«Οπως όλα τα μεγάλα έργα – και αυτό είναι ένα ευφυές έργο –, όχι. Ομως στο τέλος και όπως το έχει σκηνοθετήσει η Κατερίνα πρέπει να πάρεις μια θέση. Γιατί τελικά οι πεποιθήσεις σου θα πάρουν θέση από μόνες τους, όσο κι αν θες να κρατήσεις τις ισορροπίες. Στο τέλος παίρνουμε, ξεκάθαρα, θέση – κι αυτό είναι πολύ τολμηρό τελικά. Η μεγαλύτερη δυσκολία που είχαμε ως θίασος ήταν να είμαστε σωστοί απέναντι σε όλους, σε όλες τις απόψεις, τις κοινωνικές ομάδες, τις θρησκείες».

Χωρίς φανατισμό;

«Μόλις φανατιστείς τελειώνουν όλα. Κι επειδή ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ρίξει όλον του τον θυμό πάνω σε κάτι, υπερασπίζεται με βία την ιδεολογία του κι εκεί φανατίζεται. Οι ήρωες είναι φανατισμένοι χωρίς να το ξέρουν, είναι ασυνείδητα φανατισμένοι. Το έργο μοχθεί για να κάνεις χώρο στην πολλαπλότητα για το άλλο, για όλα τα άλλα. Και είμαστε πολύ περιορισμένοι για να τα δεχτούμε. Εκτρώσεις, ρατσισμός, γυναίκα, ηλικιακό και επαγγελματικό μπούλινγκ, έμφυλα ζητήματα, σεξουαλική ταυτότητα, επιστήμη, θρησκεία. Μια φρενίτιδα θεμάτων ταυτόχρονα, χωρίς να είναι επιφανειακά».

Πόσο ταυτίζεστε με την ηρωίδα;

«Είναι η πρώτη φορά που δεν κάνω κόπο να υπερασπιστώ την ηρωίδα μου – ο κόπος που κάνω είναι να υπερασπιστώ το αυτονόητο. Το μεγαλύτερο από τα θέματα είναι οι ασυνείδητες προκαταλήψεις. Η ηρωίδα είναι ασυνείδητα φανατισμένη ενάντια στη θρησκεία – και όλοι οι υπόλοιποι με κάτι άλλο. Με το κάστινγκ, ζητάει ο συγγραφέας τους μαύρους να τους παίξουν λευκοί, τους λευκούς μαύροι, τους ηλικιακά μεγάλους ηλικιακά μικροί και το ανάποδο… Ωστε τα λόγια που ακούς με την εικόνα που βλέπεις να μπερδεύονται και να συνειδητοποιείς πόσο προκατειλημμένος είσαι απέναντι στην εικόνα. Και οι πιο ανοιχτόμυαλοι έχουν ασυνείδητες προκαταλήψεις. Στη ζωή, οι ομοφυλόφιλοι, για παράδειγμα, είναι ομοφοβικοί. Κανείς δεν ξέρει τι είμαστε στην πραγματικότητα. Χρειάζεται ψυχική εκπαίδευση στον άνθρωπο για να τα δεχτεί όλα αυτά».

Το θέατρο βοηθάει;

«Ο στόχος είναι να βλέπει ο θεατής έναν ζωντανό οργανισμό. Οπότε πρέπει να ανοίξεις όλη τη βεντάλια της ευαισθησίας απέναντι σε όλα τα θέματα. Αν εγώ δεν ευαισθητοποιηθώ, πώς θα σε κρατήσω δύο ώρες στην παράσταση; Κι εμένα μου κοστίζει αυτό, κάθε πρωί ξυπνάω και κλαίω».

Τι κρατάτε από τη συνεργασία με τον Κάστορφ;

«Την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου – τεράστια αποσκευή για το μέλλον. Μου είπε «σε εμπιστεύομαι» γιατί θα καταλάβεις τα θέματα, την ακρότητά τους και θα είσαι εκεί να τα υπερασπιστείς. Στο ελληνικό θέατρο δεν συμβαίνει συχνά αυτό. Τώρα είναι τόσο πάνω σε αυτή τη γυναίκα το έργο, που αν δεν έδειχνα την εμπιστοσύνη που μου έμαθε ο Κάστορφ θα είχα χαθεί».

Ποια είναι η γυναίκα σήμερα;

«Εγώ σε αυτό το έργο έχω απέναντί μου την Κατερίνα. Είμαστε ένας υπέροχος θίασος, αλλά είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι βλέπω μπροστά μου την Κατερίνα. Και αυτή είναι η απάντησή μου. Είναι ένα κορίτσι με μεγάλη βιογραφία πίσω της, που έχει καταφέρει αδιανόητα πράγματα, που είναι εκεί και την υπακούω – με την πολύ ωραία έννοια του όρου, με την πλήρη εμπιστοσύνη που έχω σε μια συνομήλική μου. Ενα σύγχρονο, ζωντανό κορίτσι που παλεύει κάθε μέρα για το Φεστιβάλ και παράλληλα είναι εκεί μαζί μας. Ενα κορίτσι που του αρέσει να ντύνεται όμορφα – χιουμοριστικό το σχόλιό μου –, με έναν σωστό και δομημένο λόγο, με μια δυναμική που ακόμα κι αν διαφωνούμε ξέρεις ότι αν υπηρετήσεις τη δική της οδηγία θα εξυπηρετήσεις το καλό της παράστασης. Είναι μια γυναίκα με κάποια δύναμη αυτή τη στιγμή, ευαίσθητη, που δουλεύει με τον σύντροφό της (σ.σ.: τον μουσικό Αλέξανδρο-Δράκο Κτιστάκη), που πρέπει να μας πείσει, που δέχεται όλων των ειδών τις επιθέσεις για τη θέση στην οποία βρίσκεται, για το πώς διαχειρίζεται τα πράγματα και τον καθένα μας. Και δεν αρνείται τη θηλυκή της πλευρά. Είναι πολύ όμορφο το θέαμα. Θα συμπυκνώσω λοιπόν στο πρόσωπο της Κατερίνας ποια μπορεί να είναι η γυναίκα σήμερα».

Η μητρότητα πώς εντάσσεται στο έργο;

«Με έναν ύπουλο τρόπο, μέσα από την έκτρωση. Εγώ βλέπω σε αυτή τη γυναίκα που δεν έχει παιδιά να υπερασπίζεται ένα παιδί. Ολο το έργο είναι πως αυτή η ηρωίδα υπερασπίζεται ένα παιδί χωρίς να είναι μητέρα και τελικά είναι πιο μητέρα από οποιονδήποτε. Αν είχα χρόνο, θα έκανα μια εκστρατεία για τα δικαιώματα των παιδιών στο Instagram, στη βία που τους ασκούν οι γονείς τους μπροστά σε μια κάμερα, σε ένα κινητό για τα σόσιαλ. Είναι άρρωστο οι γονείς να διαφημίζονται από τον ρόλο τους ως γονείς. Δεν μου αρέσει που και οι συνάδελφοί μου διαφημίζουν τον γονεϊκό τους ρόλο μέσα από τις επαγγελματικές τους επιτυχίες. Σήμερα το να είσαι γονιός είναι διαφήμιση – έλεος. Ας διαφημιστεί ο μη γονιός, το δεν κάνουμε παιδιά…».

Τι πιστεύετε για την οικογένεια;

«Οικογένεια μπορεί να είναι όποιος θέλει να είναι, αρκεί να μην κακοποιεί ο ένας τον άλλον. Οικογένεια είναι μια γιαγιά με την κόρη και το εγγόνι της. Γιατί να μην μπορούν δύο γυναίκες να μεγαλώσουν μαζί ένα παιδί και να μπορεί μια γιαγιά με την κόρη της ή, αντιστοίχως, ο πατέρας με τον παππού; Είμαι υπέρ κάθε γάμου που δεν κακοποιεί ο ένας τον άλλον μέσα στο σπίτι και είναι ενήλικοι, ανεξαρτήτως τι κάνουν στο κρεβάτι τους. Ακούω στον 2ο όροφο που είναι ένα ζευγάρι ετερόφυλο με παιδί να γίνεται της κακομοίρας – εκεί επιτρέπεται –, και δεν ακούω τίποτα στον 4ο που το ζευγάρι είναι ομόφυλο κι έχει παιδί – αλλά δεν επιτρέπεται… Τι θέλουμε; Το μόνο σημείο αναφοράς που θα ‘πρεπε να υπάρχει για να δημιουργηθεί η οικογένεια είναι η κακοποίηση».

INFO

Στο ΑμφιΘέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου (Πλάκα).