Η ελάχιστη ζωγραφική χειρονομία επικαλυμμένη από μια στρώση διαφανούς καθρέφτη ώστε να διευρύνεται στον χώρο αλλά και να εμπλουτίζεται το αποτύπωμά της ανά πάσα γωνία θέασης. Μια αέρινη αίσθηση της ζωγραφικής που έρχεται σε αντίθεση με το τραχύ κόψιμο του υλικού που την επικαλύπτει και τη διαχέει στον χώρο. Από κοντά και μια μικρή κεραμική εγκατάσταση που μοιάζει ως η επέκταση αυτής της χειρονομίας συμμετέχοντας στο υπό συνεχή αναμόρφωση έργο δίχως να χάνει την αυτονομία της.

Τα ζωγραφικά έργα από τη σειρά «Bravura» μαζί με τα κεραμικά («Anthemia series») του Γιώργου Κόντη παρουσιάζονται στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο της έκθεσης «Encore: Νέα ελληνική ζωγραφική», ανάμεσα σε δουλειά 32 έτερων εικαστικών που επιμένουν ζωγραφικά (η επιμέλεια ανήκει στους Ελένη Κούκου, Χριστόφορο Μαρίνο και Θεόφιλο Τραμπούλη και η διοργάνωση στον ΟΠΑΝΔΑ).

Σε αυτή την ερευνητικών προθέσεων έκθεση με έργα ζωγράφων που βρίσκονται κοντά στο ηλικιακό όριο των 40 ετών, ο Κόντης εφορμά από μια παλιότερη δουλειά, τη «Mirror-glass series» που είχε ξεκινήσει στο Λονδίνο λίγο παλιότερα και θέτει στο επίκεντρο «το πώς το βλέμμα μας ως θεατών προσεγγίζει τη ζωγραφική εικόνα, το πώς τοποθετούμαστε μπροστά της, αλλά και τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ εικόνας και θεατή» όπως θα πει στο «Βήμα» ο εικαστικός. Μια πολυεπίπεδη μορφή της ζωγραφικής χειρονομίας που ανοίγεται σε ζητήματα υλικότητας, σε σχέσεις και αναφορές στην ιστορία της τέχνης και της ζωγραφικής, «που ευελπιστεί να είναι διανοητική και μαζί αισθητηριακή». Και το καταφέρνει, είναι η αλήθεια.

Οι πίνακες έχουν μικρές διαστάσεις και δημιουργούν μια εγγύτητα με τον θεατή. «Θα έλεγα πως το ζητούμενο της κλίμακας αυτής είναι η αμεσότητα. Με ενδιέφερε μια αίσθηση ρυθμού που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τα έξι μικρά έργα. Μια χορογραφία μιας ελάχιστης ζωγραφικής χειρονομίας, η οποία, μέσω της αντανάκλασης του καθρέφτη, θα «διευρυνόταν» και θα άνοιγε στον χώρο» θα πει ο Κόντης.

Αποδόμηση της ζωγραφικής πράξης

Ο ζωγράφος Γιώργος Κόντης.

Ο 42χρονος Γιώργος Κόντης έφτασε στην αφαίρεση αποδομώντας σταδιακά τη ζωγραφική πράξη, άλλωστε όταν ξεκινούσε να φοιτά στην ΑΣΚΤ της Αθήνας δούλευε πολύ συνειδητά με την παραστατική ζωγραφική. «Νομίζω πως κυρίως δεν μου άρεσε η «ασφάλεια» της τεχνικής στην παραστατική ζωγραφική, το ότι μπορούσε να κάνει κανείς συγκεκριμένα πράγματα για να γίνει καλύτερο, αλλά αισθανόμουν πως δεν με πήγαινε πουθενά. Η αφαιρετική ζωγραφική ήταν από την άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα και έντονη πρόκληση – κάπως τρομακτική όμως γιατί δεν υπήρχε κάποιο δεκανίκι. Με είλκυε πολύ και κυρίως με ενδιέφερε λόγω της ανοικτότητας και της ποιητικότητάς της, λόγω αυτής της ανορθόδοξης λειτουργίας της. Η ελλειπτικότητα της αφηρημένης ζωγραφικής, ο τρόπος με τον οποίο δημιουργεί νόημα – αν δημιουργεί κάποιο νόημα -με γοητεύει ακόμα σε μεγάλο βαθμό. Είναι γενικά πολύ δύσκολο μέσο, πιστεύω, η ζωγραφική, χρειάζεται κανείς πολύ χρόνο και μεγάλη επιμονή. Δυο στοιχεία – ο χρόνος και η επιμονή – τα οποία στην εποχή μας, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία κινούνται όλα, γίνονται όλο και πιο σπάνια».

Εκτός από την αφοσίωση και την επιμονή του στο ταξίδι προς την αφαίρεση, ο Κόντης έχει μείνει σταθερός και στο μέσο της ζωγραφικής. Μάλιστα μέσα από τις εκτεταμένες σπουδές του (πρόσφατα ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη ζωγραφική στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης του Λονδίνου) η ενασχόλησή του συνιστά μια μορφή έρευνας πάνω στο τι μπορεί να είναι η αφηρημένη ζωγραφική σήμερα και ποια μπορεί να είναι η λειτουργία της. Μια έρευνα την οποία ξεκινά στο εργαστήριο και της προσδίδει και θεωρητικές αναζητήσεις και προεκτάσεις, όπου εν τέλει οι δυο αυτές πλευρές αλληλεπιδρούν θολώνοντας τα όρια μεταξύ τους. «Θα έλεγα πως με τα χρόνια έχει υπάρξει μια διαδικασία αποδόμησης της ζωγραφικής πράξης παράλληλα με μια διαδικασία αυτογνωσίας και αποδόμησης του εαυτού μου ως καλλιτεχνικού υποκειμένου. Μια διαδικασία επαναπροσδιόρισης και διαπραγμάτευσης όπου τίποτα δεν εκλαμβάνεται ως δεδομένο, ούτε ακόμα ο καμβάς ή το τελάρο ή ο τρόπος με τον οποίο θα εκτεθεί ένα έργο. Αυτή η κριτική διάθεση με οδήγησε σε μορφές όπου κυριαρχεί μια αίσθηση του ελάχιστου. Πάντως θα έλεγα πως καταλήγω πως το έντονο ενδιαφέρον για τη θεωρία και την αισθητική είναι ίσως καλύτερα για έναν/μια καλλιτέχνη/ιδα όταν παραμένουν έξω από την πόρτα του εργαστηρίου!».

Η έκπληξη και το ισοπεδωτικό φως

Η συμμετοχή του Κόντη σε μια έκθεση που θέλει να συνιστά μια απόπειρα κατανόησης και αξιολόγησης της νέας ελληνικής ζωγραφικής είναι αναπόφευκτη. Ναι, έχουν ειπωθεί τα πάντα στη ζωγραφική, αλλά υπάρχουν εκφάνσεις της που μπορούν ακόμη να σε εκπλήξουν. «Στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική συμβαίνουν όντως πολλά και, λόγω της πιο ακαδημαϊκής εκπαίδευσης των Σχολών Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, υπάρχουν και πολλές ενδιαφέρουσες εκφάνσεις παραστατικής ζωγραφικής. Η έκθεση αυτή δίνει, πιστεύω, μια καλή, συνολική εικόνα».

«Το κομμάτι της αφαίρεσης υστερεί στην ελληνική σκηνή και θα έλεγα πως δεν είναι ζήτημα μόνο της εποχής μας αλλά και του παρελθόντος»

«Το κομμάτι της αφαίρεσης υστερεί στην ελληνική σκηνή και θα έλεγα πως δεν είναι ζήτημα μόνο της εποχής μας αλλά και του παρελθόντος. Ενδεχομένως να είναι κλισέ, αλλά θεωρώ πως έχει να κάνει κυρίως με το φως, το έντονο αυτό φως με τις βαθιές σκιές και τη μεγάλη αντίθεση μαύρου και λευκού που δεν αφήνει πολύ χώρο για ευαισθησίες σε ενδιάμεσες αποχρώσεις. Είναι ένα φως σχεδόν ισοπεδωτικό που «ξεπλένει» (whitewashes) τα πάντα. Αυτή η ας πούμε «γκριζάδα» που συναντάει κανείς στον ευρωπαϊκό Βορρά δημιουργεί ένα διαφορετικό βάθος στα χρώματα και διαφορετικές σχέσεις μεταξύ τους. Δίνει μια άλλη ευαισθησία στην τονικότητα και στους ενδιάμεσους γκρι τόνους. Δεν είναι, για εμένα, τυχαίο που στη Φλάνδρα, για παράδειγμα, υπάρχει παράδοση στη σύγχρονη αφαιρετική ζωγραφική με ζωγράφους όπως η Ilse D’ollander ή ο Raul de Keyser. Επίσης, πιστεύω, παίζει ρόλο το μεσογειακό κλίμα και ένας ρυθμός που επιβάλλει η εξωστρέφεια της ζωής σε αυτό το μέρος του κόσμου».

«Encore: Νέα ελληνική ζωγραφική» στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων ως τις 10/9.