Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η μεγάλη άγνωστη κυρία του ελληνικού τραγουδιού, στον βαθμό που δεν μιλά πολύ, δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν βγαίνει στην τηλεόραση, δεν της αρέσει γενικώς να προβάλλεται. Και όμως, σε αντίθεση με τα παραπάνω, αποτελεί από τις αγαπημένες ερμηνεύτριες του ελληνικού κοινού κοντά σαράντα χρόνια τώρα. Ο λόγος για την Αλέκα Κανελλίδου, η οποία στις 14 Οκτωβρίου εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Ηρώδειο, σε μια συναυλία εφ’ όλης της ύλης.

Με τα τραγούδια της πλούσιας διαδρομής της, τη βαθιά αισθαντική φωνή και το τζαζ ηχόχρωμά της έρχεται για να μας ταξιδέψει σε μια βραδιά όπου ο έρωτας έχει τον πρώτο λόγο. Ταξίδι στον χρόνο από το χθες μέχρι σήμερα, για όλους όσοι ερωτευτήκαμε με τη φωνή της, αισθανθήκαμε, αγαπήσαμε και ταυτίσαμε τις ερμηνείες της με αξέχαστες προσωπικές στιγμές.

Από μουσική οικογένεια

Γέννημα θρέμμα όχι μόνο της Αθήνας αλλά συγκεκριμένα της Πλάκας, το μαιευτήριο όπου γεννήθηκε ήταν στην Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας και κάπου εκεί κοντά έζησε και τα παιδικά της χρόνια. Μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια μουσικών. Είναι κόρη του βιολιστή Γιάννη Κανελλίδη και όπως δήλωσε στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα», «σε μουσική οικογένεια μεγάλωσα, δεν θα μπορούσα να ξεφύγω». Και δεν ξέφυγε. Αλλά όλη της τη διαδρομή την έκανε με τους δικούς της κανόνες.

Στα 21 της χρόνια ντουμπλάρει τη Ζωή Λάσκαρη στο τραγούδι «Grazy Girl», στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967) του Γιάννη Δαλιανίδη, και επτά χρόνια μετά διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το Βραβείο Ερμηνείας, με το all time classic «Ασε με να φύγω», μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Είχε συμμετάσχει στο Φεστιβάλ άλλες τρεις φορές, το 1966, το 1968, το 1972.

Η επιτυχία του τραγουδιού την έκανε ευρύτερα γνωστή. Εμφανίστηκε δίπλα σε γνωστούς καλλιτέχνες, ενώ ήταν παραγωγική και δισκογραφικά. Τραγούδια της έγραψαν σημαντικοί συνθέτες και στιχουργοί, με κυριότερη τη Νινή Ζαχά, το όνομα της οποίας συνδέθηκε με αυτό της Κανελλίδου. Στη διαδρομή της έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τους Βαγγέλη Παπαθανασίου, Γιάννη Σπανό, Γιώργο Χατζηνάσιο, Μάριο Τόκα, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Στις εμφανίσεις της αλλά και στη δισκογραφία υπάρχει πάντα φόρος τιμής στο ελαφρό τραγούδι της δεκαετίας του ’50, στους καταξιωμένους συνθέτες της εποχής, καθώς και η μεγάλη της αγάπη προς το διεθνές ρεπερτόριο της τζαζ κυρίως σκηνής, επιλέγοντας συνθέσεις των George Gershwin, Cole Porter και πολλών άλλων.

«Είμαι low profile»

Λιτή και απέριττη, όλες αυτές τις δεκαετίες έβγαινε – και βγαίνει  – στο προσκήνιο μόνο όταν έκρινε την ανάγκη να το κάνει. Αν και είναι από τους μύθους του ελληνικού τραγουδιού, δεν φαίνεται να αποδέχεται τον όρο. «Μύθος εγώ; Ντίβα; Τη λέξη «μύθος» δεν την καταλαβαίνω. Αν εννοείς ότι δεν μιλάω πολύ, ότι είμαι low profile, μπορώ να συμφωνήσω. Δεν είμαι πολύ μέσα στα πράγματα. Ή ακολουθώ τον δικό μου δρόμο». Δεν έχει άδικο. Υπάρχουν περίοδοι που είναι «εξαφανισμένη», για να επιστρέφει ξαφνικά και όταν το κρίνει εκείνη.

«Αυτό που με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει είναι να τραγουδώ. Και αυτό συμβαίνει από τις πρώτες στιγμές της διαδρομής μου» εξηγεί η ίδια. «Να τραγουδάω, να κάνω τη δουλειά μου. Αυτό αφορά και τη ζωή μου. Εχω μια ζωή όπως έχουν όλοι οι άνθρωποι. Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, έκανα παιδί, χώρισα…Εμείς οι καλλιτέχνες έχουμε κάτι διαφορετικό; Μήπως τελικά το κοινό θέλει να αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη διαφορετικά; Μήπως θέλει να τον βάλει σε ένα κάδρο; Αλλά οι καλλιτέχνες είμαστε σαν όλους τους ανθρώπους. Τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες αγωνίες. Απλώς έχουμε ένα μεγάλο υπέρ. Ολοι οι καλλιτέχνες είμαστε ευλογημένοι για αυτό που έχουμε και ευγνωμονούμε τον Θεό. Μέσα από την τέχνη μας μπορούμε να καθαρίζουμε την ψυχούλα μας».

Η σχέση με τη μουσική

Μεγαλωμένη στην Πλάκα, «όπου να σκεφτείς οι γυναίκες έβγαζαν τις καρέκλες έξω από τα σπίτια τους και συζητούσαν ενώ εμείς σαν μικρά παιδιά παίζαμε στους δρόμους», αποφάσισε ύστερα από χρόνια να την αφήσει για τη θάλασσα, κάπου στην Αττική, έχοντας πάντοτε την προσωπική της αισθητική για τη ζωή και το επάγγελμά της. «Μπορεί η αισθητική και πολλά άλλα πράγματα να διαμορφώνονται από ένα σημείο και μετά, αλλά πιστεύω γενικά ότι ο άνθρωπος γεννιέται. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά γεννιούνται με τον ίδιο τον άνθρωπο».

Για την Αλέκα Κανελλίδου η μουσική αποτελεί την αδερφή που ποτέ δεν είχε. «Η μουσική είναι πολλά πράγματα. Δεν είναι μόνο ένα επάγγελμα. Βρεθήκαμε κάτω από κάποιες συνθήκες σε αυτή και συνεχίζουμε να δουλεύουμε. Στην εφηβεία μου η μουσική ήταν για εμένα η καλύτερή μου φίλη. Διάβαζα, κοιμόμουν, έπαιζα με τη μουσική. Και δεν έχει πάψει ποτέ να αποτελεί φίλη μου. Δεν βαριέσαι ποτέ τη καλή μουσική. Νομίζω ότι όλος ο κόσμος δεν ζει χωρίς μουσική. Η μουσική σού ανοίγει την ψυχή και το μυαλό. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή των ανθρώπων χωρίς μουσική».

«Την ερμηνεία τη χτίζεις»

Αποφεύγει τους ορισμούς, τα κλισέ και πιστεύει στην εξέλιξη της ζωής και της κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. «Αλλιώς τραγουδούσα στα 25 μου, αλλιώς σήμερα. Ο λόγος της ύπαρξής μας είναι η εξέλιξη. Δεν υπάρχει ορισμός στην ερμηνεία. Πρέπει να αισθάνεσαι αυτό που τραγουδάς. Να μην το κάνεις μόνο για επάγγελμα. Και εξαρτάται ποιους μουσικούς έχεις δίπλα σου. Την ερμηνεία τη χτίζεις. Κομματάκι-κομματάκι». Δεν ακούει τα τραγούδια της, «α πα πα πα, καθόλου. Γενικά το παρελθόν δεν με ελκύει. Δεν μου αρέσει να με ακούω, δεν μου αρέσει να με βλέπω στην τηλεόραση. Σήμερα είμαστε σε εποχή που δεν την προλαβαίνεις, δεν την απολαμβάνεις. Πρέπει να απολαύσεις για να βγάλεις κάτι από αυτό. Και αυτό συμβαίνει και στη μουσική. Πόσο εύκολα γράφεται η μουσική σήμερα…».

Info:

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαλισσόβας.
Ενορχήστρωση – διεύθυνση ορχήστρας – πιάνο: Αντώνης Καρατζίκης.
Guest: Γιάννης Κότσιρας, Dimitris Kalantzis.
Quartet: Δημήτρης Καλαντζής (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Γιώργος Γεωργιάδης (μπάσο), Σπύρος Παναγιωτόπουλος (ντραμς).
Ορχήστρα: Περικλής Τιμπλαλέξης (βιολί), Δημήτρης Κουζής (βιολί), Ελισσάβετ Σκούρα (βιόλα), Γιάννος Γιοβάνος (βιολοντσέλο), Κωνσταντίνα Ρούσσου (φλάουτο), Χριστίνα Σουλβατζή (ακορντεόν), Μάριος Καραμπότης (keyboards), Γιώργος Κατσαμάκης (κιθάρες), Σπύρος Λούκος (κιθάρα – keyboards), Φώτης Σκαρμούτσος (κοντραμπάσο – ηλεκτρικό μπάσο), Ανδρέας Νικόλης (κρουστά), Δημήτρης Παμπουλάκης (ντραμς).
Φωνητικά: Πάνος Παταγιάννης, Μαρία Παπαδοπούλου, Μαρία Κοσμάτου, Ραφαήλ Κριτούλης.
Εισιτήρια εδώ.