Η Μαρία Λαϊνά υπήρξε, για όσο έζησε, μια ενσαρκωμένη απάντηση στο ερώτημα αν γράφεται σημαντική σύγχρονη ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Από το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, από τη στιγμή που η ίδια έπαψε να ζει, τον αγώνα απέναντι στον αμείλικτο χρόνο τον συνεχίζουν οι στίχοι της, οι λέξεις της.  Ό,τι άφησε πίσω της η πολυσχιδής και ασυμβίβαστη Μαρία Λαϊνά, κάθε κείμενό της, είχε μέσα του την ποίηση. Και η ποίησή της έχει μονάχα μέλλον. Άνθρωποι που βρέθηκαν δίπλα της, άνθρωποι που είναι σε θέση να γνωρίζουν και το άτομο και το έργο, φιλοτεχνούν
εδώ ένα ακριβές και συγκινητικό πορτρέτο…

Η ζωή της ήταν το «κατορθωμένο ποίημα»

από τη Μαίρη Γιόση*

Οι λέξεις τούτες γράφονται με νωπή την είδηση του θανάτου της Μαρίας Λαϊνά. Το πρώτο που μου έρχεται να πω, με τα λόγια της Ελένης Βακαλό, «Πάρτε την είδηση πίσω!». Ήρθε νωρίς στη ζωή μου, ως φίλη αρχικά του αδελφού μου. Ξαναβρεθήκαμε αργότερα, δουλέψαμε μαζί σε εκπαιδευτικά προγράμματα, μεταφράσεις, επιμέλειες, ανθολογίες. Μιλήσαμε ατελείωτες ώρες, νύχτες και ξημερώματα, βασανίζοντας λέξεις που μας βασάνιζαν με τη σειρά τους. Δέσαμε μια φιλία που άγγιζε και τους γύρω μας, με αμεσότητα, τρυφεράδα και αγάπη. Με πειράγματα, χιούμορ και κέφι. Γιατί η Μαρία σε ακόνιζε με την οξύνοια και την παρατηρητικότητά της. Σε εξουθένωνε με την επιμονή της να βρει το σωστό, κάποτε σε έφτανε και στα άκρα. Κι εκεί, στεκόταν και σε άκουγε προσεκτικά, σου έδειχνε με κάθε τρόπο πόσο σε νοιαζόταν, πόσο μετρούσες στη ζωή της, σου άνοιγε γενναιόδωρα την καρδιά της. Μου είχε πει κάποτε ότι δούλεψε πολύ με τον εαυτό της για να ξεπεράσει μια τάση έπαρσης που θεωρούσε ότι τη βάραινε. Δεν ήταν έπαρση, ήταν επίγνωση ότι είχε κάνει ό,τι περισσότερο μπορούσε για να φτάσει στο «κατορθωμένο ποίημα», στο έργο της. Νιώθω βαθιά ικανοποίηση γιατί το έργο αυτό έχει πλέον την αναγνώριση που του αξίζει, που διαβάζεται και θα διαβάζεται, και για όσους είχαμε τη χάρη να ζήσουμε την παρουσία της, που έκλεισε μέσα του τη σπάνια ζεστή φωνή της, την παλλόμενη φυλλωσιά της ψυχής της.

*Η Μαίρη Γιόση είναι Καθηγήτρια Φιλοσοφικής ΕΚΠΑ

Σώμα ποιητικής αγωγής

από τον Παναγιώτη Ιωαννίδη*

«Μέχρι διακόσιες λέξεις, μες στις επόμενες οκτώ ώρες». Αν έπιανε τ’ αφτί της τη διατύπωση της πρόσκλησης για τούτο το νεύμα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης, η Μαρία Λαϊνά θα ενέκρινε οπωσδήποτε τη βραχυλογία – αν και ίσως να προέκρινε τη σιωπή. Και αν μάλλον δεν θα συναινούσε στην ταχύτητα (ως συγγραφέας αργής κυοφορίας, επίπονης σμίλευσης έως τη λεπτότερη υφή), πιθανότατα θα επικροτούσε τον αιφνιδιασμό· το ακαριαίο ως ευκταίο – και αναπόφευκτο.

Τα περισσότερα ποιήματά της μας εμφανίζονται ως παρουσίες άρτιες και πλήρεις που αίφνης στέκουν μπρος μας. Και επιβάλλονται με τα μουσικά σφυράκια των λέξεών τους – ακόμα και όταν μοιάζουν να μην το επιθυμούν. Όμως, αν η Μαρία Λαϊνά υπήρξε (από το 1970 ως σήμερα) εκ των κορυφαίων ποιητριών της πύκνωσης – πύκνωσης που δεν είναι διόλου ερμητική, παρά μόνο η βέλτιστη εξεικόνιση της ουσίας –, παραλλήλως, στα πεζά της κείμενα – υβρίδια θεατρικού μονολόγου και εσωτερικής αφήγησης – μας έδειξε τη δύναμη του αργού ξεδιπλώματος. Στα δε δοκίμιά της, μετήλθε έναν τρίτο τρόπο: της παιγνιώδους περιδιάβασης (ίσως κατά το πρότυπο των αγαπημένων της Ιαπώνων) ανάμεσα σε αφορισμό, ανάμνηση, διήγηση, και ανθολόγηση ποιημάτων που αφειδώλευτα θαύμαζε.

Όσοι/ες γράφουμε ποίηση σήμερα, και – κυρίως – όσες/οι διαβάζουμε ποίηση, της χρωστάμε πολλά. Όχι μόνο την κατάδειξη του πόσο πολύ, πάλλον σώμα μπορεί να βαστήξει το μικρότερο δοχείο. Αλλά και τη σθεναρή, σταθερή υπεράσπιση (επανειλημμένως εκφρασμένη στα κείμενά της και στις συνεντεύξεις της, και αενάως διακηρυσσόμενη μέσω των ποιημάτων της) της ποίησης ως τέχνης, και μάλιστα τέχνης διπλά απαιτητικής – παρότι είναι πλασμένη με το πιο κοινόχρηστο υλικό: τις λέξεις. Απαιτητικής όχι από βίτσιο ή «ελιτισμό». Αλλ’ απαιτητικής, φυσικά (καθότι τέχνη), στη γραφή της, που ταλανίζει την ποιήτρια ως το τέλος, όμως χωρίς ν’ αφήσει ούτε ίχνος της βασάνου αυτής μέσα στο ποίημα. Και απαιτούσας να την προσεγγίζουμε με ησυχία και προσοχή: προετοιμασμένοι· προπονημένοι. Να την προσεγγίζουμε, όχι περιδεείς, μα με την αφιέρωση και με τη θέρμη της βαθιάς συνάντησης.

*Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης είναι ποιητής

Μείνε μακριά απ’ το σκοτάδι μου

Από την Μάνια Μεζίτη*

Να βρεις μια καλή άνω τελεία, κάπως χοντρούτσικη, να τη χρησιμοποιείς. Το ποίημα πρέπει να περιέχει έκπληξη, να είναι απροσδόκητο. Κόψε τρεις στίχους. Όποιους θέλεις, αλλά βγάλε. Δες το τώρα. Πώς σου φαίνεται; Είναι καλύτερο;

Με πήρε η Μάτα πρωί-πρωί. Κλαίγαμε και οι δύο από τηλεφώνου. Πρίμο σεγκόντο. Θυμηθήκαμε το τζάκι, τους ξηρούς καρπούς, το ημίφως του σπιτιού, τη γάτα. Α ναι, τη γάτα. Πάντα η γάτα. Πότε στειρωμένη ήσυχη ηλικιωμένη, πότε αστείρωτη σε οίστρο ζωηρή επιθετική. Πάρε αυτό να το διαβάσεις, Μάτα. Το χρειάζεσαι. Κι όσο για το όνομα, κόμμα πριν από το όνομα, κόμμα και μετά.  

Κάθε που διορθώνω κείμενο ακούω τη φωνή της Μαρίας στο κεφάλι μου. Μη χρησιμοποιείς συχνά πληθυντικό, δεν ξέρω να σου το αιτιολογήσω, αλλά νά, είναι πιο όμορφος ο ενικός. Και στο «νά» που δεν είναι τελικό ή βουλητικό να βάζεις τόνο. Καμιά φορά την ακούω και όταν είμαι στην κουζίνα. Τα φασολάκια τα φρέσκα πριν τα μαγειρέψεις να κάνεις μια χαρακιά στη μέση. Γίνονται πιο νόστιμα. Φέρε ένα να σου δείξω. Να σου δείξω το ‘να, να σου μάθω τ’ άλλο, μείνε μακριά από το σκοτάδι μου. Δεν είναι για σένα. Το παιδί; Τι κάνει το παιδί; Έχει πολλά να προσφέρει. Όσο γι’ αυτό, είμαι βέβαιη.

*Η Μάνια Μεζίτη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια

Κανείς άλλος δεν πήγε σε τέτοιο βάθος

Από τον Αργύρη Παλούκα*

Στην ποιητική γενιά του ’70, ο Γιάννης Κοντός πατίναρε στην ευθεία, καλύπτοντας τεράστια έκταση, αλλά η Μαρία Λαϊνά, στον αντίποδα, πήγε κατακόρυφα, σε τεράστια βάθη. Κάτι που δεν έχει όμοιό του, ούτε στη γενιά της ούτε στην προηγούμενη ούτε και στις επόμενες. Τη ρωτούσα συχνά πώς το κατάφερε αυτό, αλλά δεν καταλήξαμε κάπου, η αλήθεια είναι. Αυτά, ας πούμε, της φαίνονταν αστεία. Αγάπησα σταδιακά την ποίησή της. Είναι σαν ακριβό άρωμα που αφήνει τις νότες του σε ανύποπτες στιγμές. Μιλούσαμε συνήθως για το καλοκαίρι, για την Ανάφη, που της είχα πιπιλίσει τα αφτιά να πάει και με ρωτούσε αν υπάρχει εκεί κάποιο σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. «Ζω από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, Αργύρη». Λάτρευε τα ψάρια. Συζητούσαμε και για τα προσωπικά μας. Έκανε πολλές ερωτήσεις, σαν ντετέκτιβ. Δεν υπάρχει άλλος ποιητής ή ποιήτρια από τη γενιά της που να πήγε σε τέτοιο βάθος, το ξαναλέω. Τέτοια ποιήτρια που να μου έκανε τόσο καλό στην ψυχή με τους στίχους της. Που έβρισκα εκεί μέσα απαντήσεις και εικόνες και λεπτότατες αποχρώσεις αισθημάτων που ξεκλείδωναν και τη δική μου έκφραση ως ποιητή. Διότι, εκτός όλων των άλλων, υπήρξε και πρότυπο, πέρα από φίλη. Πρότυπο και για τον πρόσθετο λόγο ότι η ποίησή της ήταν απελπιστικά προσωπική και ταυτόχρονα κατόρθωσε να είναι και του καθένα. Τέλος, ήταν και η στάση της στην κοινότητα: όποιος ήθελε την αναζητούσε, δεν έψαχνε αυτή κόσμο και προβολή. Με την αξία του έργου της κέρδισε την αγάπη και την αναγνώριση. Τώρα «επέστρεψε το αηδόνι της στο δέντρο».

*Ο Αργύρης Παλούκας είναι ποιητής