Είναι οι παντογνώστες της Γερμανίας. Η Ανγκελα Μέρκελ και ο υποψήφιός της για την καγκελαρία Πέερ Στάινμπρουκ δηλώνουν γνώστες όχι μόνο των πολιτικών αλλά και των πιο πολύπλοκων οικονομικών θεμάτων. Μόνο για ένα απλό θέμα εμφανίζονται ανήξεροι: για το κόστος του τρίτου πακέτου βοήθειας για την Ελλάδα. «Δεν μπορώ να πω τώρα τι ποσό θα χρειαστεί. Αυτό θα μπορέσουμε να το πούμε στα μέσα του επόμενου χρόνου» δήλωσε τις προάλλες η καγκελάριος. «Αυτό δεν το ξέρει κανείς σήμερα, ούτε κι εγώ» πρόσθεσε λίγο αργότερα ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Το ύψος του ποσού θα εξαρτηθεί από την «ωρίμανση» των ελληνικών ομολόγων, καθώς και από άλλους συγκυριακούς παράγοντες.Το περίεργο είναι μόνο ότι όλοι οι άλλοι ειδήμονες ξέρουν επακριβώς το σχετικό κόστος. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για παράδειγμα, το εκτιμά σε 11 δισ. ευρώ, ο επίτροπος για θέματα Ενέργειας Γκίντερ Ετινγκερ σε κάτι παραπάνω, ο Γιάννης Στουρνάρας σε κάτι παρακάτω. Και πάνω στο ίδιο ποσό εστιάζονται και οι υπολογισμοί διεθνών οργανισμών, όπως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), καθώς και αναρίθμητων οικονομολόγων.

Το πιθανότερο είναι φυσικά ότι η κυρία Μέρκελ και ο κ. Στάινμπρουκ γνωρίζουν τα πάντα για το ύψος του νέου πακέτου βοήθειας –απλώς αποφεύγουν να τα πουν δημόσια για ψηφοθηρικούς λόγους. Η παροχή χρηματικών «δώρων» στην Ελλάδα, τονίζουν οι δημοσκόποι, είναι «κόκκινο πανί» για τους γερμανούς ψηφοφόρους. Οποιος τη ζητεί σήμερα, ή και απλώς τη συζητεί, θα διέπραττε εκλογική αυτοκτονία –κάτι που θα αποτυπωνόταν άμεσα στις κάλπες της 22ας Σεπτεμβρίου. Και αυτό δεν φαίνεται να το θέλει κανείς από τους δυο τους.

Ωστόσο, όσο και να την αποφεύγουν, η συζήτηση που άρχισε πριν από περίπου έναν μήνα με αφετηρία μια έκθεση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας για το διαφαινόμενο νέο χρηματοδοτικό κενό στην Ελλάδα δεν εννοεί να σταματήσει.
Το αντίθετο μάλιστα: Υστερα από την πρόσφατη «έκρηξη ειλικρίνειας» του κ. Σόιμπλε, ο οποίος ομολόγησε για πρώτη φορά ευθέως ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί και τρίτο πρόγραμμα βοήθειας, ο καβγάς φουντώνει –σφραγίζοντας έναν προεκλογικό αγώνα που, αν κρίνει κανείς από τις συνεχιζόμενες αναφορές στην Ελλάδα, έχει έντονη ελληνική πτυχή.
«Ειλικρίνεια» με σοβαρές επιπτώσεις, αφού έφερε τα πάνω κάτω στην προεκλογική εκστρατεία των Χριστιανοδημοκρατών. Ως τότε οι επιτελείς τους παρουσίαζαν μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της κατάστασης στην ευρωζώνη –με την κυρία Μέρκελ ως την «τέλεια» διαχειρίστρια της κρίσης, με «ιστορίες επιτυχίας» στις προβληματικές χώρες και με σχεδόν ανάξια πλέον λόγου παλιά και νέα προβλήματα.
Η δήλωση του υπουργού Οικονομικών όμως άλλαξε άρδην το σκηνικό. Η Ελλάδα ξανάγινε πρόβλημα. Και ο θόρυβος γι’ αυτήν έκανε πάλι ξεκάθαρο ότι υπάρχει όντως κάτι πολύ «σάπιο» στο βασίλειο της ευρωζώνης.
Η ίδια δήλωση δεν άρεσε βέβαια στους ηγέτες των Χριστιανοδημοκρατών. «Η καγκελάριος ήταν έξαλλη όταν την πρωτάκουσε» έλεγε συνεργάτης της. Οι πιέσεις και «νουθεσίες» προς τον δράστη να τη διαψεύσει αποδείχθηκαν ωστόσο άκαρπες. Ο παλαιότερος στην κυβέρνηση υπουργός αποδείχθηκε «αγύριστο» κεφάλι. Το κακό είχε έτσι γίνει.

Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, η κυρία Μέρκελ αναγκάστηκε να αποδεχθεί το τετελεσμένο, αρνούμενη πλέον να συμμετάσχει στο παιχνίδι των αριθμών.

Λιγότερο ελαστικοί φάνηκαν οι κυβερνητικοί εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες. Με πρώτο τον πρόεδρό τους και αντικαγκελάριο Φίλιπ Ρέσλερ, άρχισαν να εκφράζουν την απαρέσκειά τους στον κ. Σόιμπλε, λέγοντας ότι η πρόωρη εξαγγελία του τρίτου προγράμματος θα παραλύσει εντελώς τις έτσι κι αλλιώς μικρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των Ελλήνων, και τελευταίο τον υπουργό Συνεργασίας για την Ανάπτυξη (των χωρών του Τρίτου Κόσμου) Ντιρκ Νίμπελ, ο οποίος, αφού μίλησε για μια πολύ «ατυχή διατύπωση», ζήτησε από τον υπουργό Οικονομικών περίπου να την… αποκηρύξει.
Οχι λιγότερα επικριτικά ήταν τα σχόλια των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της κυρίας Μέρκελ). «Ηταν το πρώτο μεγάλο λάθος του Σόιμπλε» είπε σχετικά υψηλόβαθμος παράγοντας που θέλει να μείνει ανώνυμος. Αυτό, πρόσθεσε, θα μπορούσε να παρακινήσει πολλούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν την Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία (AFD), που ως τώρα δεν ξεκολλούσε στις δημοσκοπήσεις από το 3% των ψήφων. Σε περίπτωση, πρόσθεσε, που η ευρωσκεπτικιστική αυτή οργάνωση καταφέρει να πιάσει τώρα –λόγω του ανέλπιστου «δώρου» του κ. Σόιμπλε στους Ελληνες –το εκλογικό όριο του 5% και μπει στη Βουλή, θα κάνει αδύνατη την αυτοδυναμία των σημερινών κυβερνητικών κομμάτων (CDU, CSU και Ελεύθεροι Δημοκράτες – FDP) και θα προκαλέσει αναστάτωση στο συνολικό πολιτικό σύστημα.
Υπάρχουν βέβαια και σοβαρές φωνές, όπως εκείνη του εκ των «σοφών» εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης Λαρς Φελντ, οι οποίοι δεν αμφισβητούν την ανάγκη πλήρωσης του χρηματοδοτικού κενού, τονίζουν όμως ότι υπερεκτιμάται η σημασία του στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης για την κρίση. Πρόκειται για «ψευτοσυζήτηση», λέει, από την οποία θα κερδίσει μάλλον μόνο η ευρωσκεπτικιστική AFD. «Το πραγματικά ενδιαφέρον θέμα μετά τις εκλογές θα είναι όμως η τραπεζική ένωση. Το ποσό για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να καθοριστεί, όπως είχε συμφωνηθεί αρχικά, μόνο το 2014. Και εκεί θα δούμε ποιοι τρόποι προσφέρονται για τη συλλογή των αναγκαίων ποσών» προσθέτει. Ωστόσο οι φωνές αυτές είναι μειοψηφικές στον χώρο των οικονομολόγων και πάντως καλύπτονται από τον ορυμαγδό της τρέχουσας συζήτησης για το τρίτο πρόγραμμα.
Επόμενο, έτσι, πολλοί ειδικοί να υπολογίζουν σε επιτάχυνση των εξελίξεων. «Ως τις εκλογές δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά, αμέσως μετά όμως το νέο πρόγραμμα θα μπει επίσημα στην ατζέντα» έλεγε ένας από αυτούς. «Η οριστικοποίησή του θα γίνει ωστόσο όντως προς τα μέσα του 2014».
Ορυμαγδός συνοδεύει και το «κούρεμα» του χρέους. Μόνο που αυτός δεν είναι καινούργιος. Για την αδιάκοπη αναπαραγωγή του φροντίζουν κορυφαίοι οικονομολόγοι, όπως ο διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Ερευνας DIW στο Βερολίνο Μαρσέλ Φράτσερ, ο οποίος τονίζει εμφατικά ότι χωρίς αναδιάρθρωση κατά 50% δεν πρόκειται να αναστηλωθεί ποτέ η ελληνική οικονομία. Λάδι στη φωτιά έριξαν όμως τελευταία πολλοί ξένοι και εγχώριοι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής του προεκλογικού ψηφοδελτίου των Πρασίνων Γιούργκεν Τριτίν, ο οποίος εκτίμησε ότι το «κούρεμα» είναι πλέον αναπόφευκτο και ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται στα κρυφά σχέδια για την υλοποίησή του μετά τις εκλογές.
Το γεγονός ότι η καγκελάριος απαντά σε όλα αυτά με το στερεότυπο «δεν βλέπω κούρεμα» δεν κλείνει και εδώ τη συζήτηση. Το αντίθετο συμβαίνει –το θέμα επανέρχεται συνεχώς στη δημοσιότητα.
«Εμμεσο» κούρεμα
Μείωση και πάγωμα πληρωμής τόκων
Κανείς δεν περιμένει πλέον «κούρεμα» σε «καθαρή» μορφή. Οχι μόνο επειδή το αποκρούει τελευταία σαφώς και ο κ. Στάινμπρουκ, ο οποίος, όπως δηλώνει, τρέμει μπροστά στις αρνητικές αντιδράσεις των αγορών σε περίπτωση νέας αναδιάρθρωσης των ομολόγων των ιδιωτών και σε εξέγερση των γερμανών πολιτών σε περίπτωση «κουρέματος» των χρεογράφων των δημόσιων δανειστών. Αλλά και επειδή δεν το ανέχεται, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, και ολόκληρη η βορειοευρωπαϊκή κοινωνία. Γι’ αυτό και τα σενάρια που συνδυάζουν διάφορα –ισοδύναμα στην απόδοσή τους με το «κούρεμα» –μέτρα (πολλά από αυτά αποτελούν αντίγραφα «σχεδίων επί χάρτου» του υπουργείου Οικονομικών) πληθαίνουν τελευταία σαν τα μανιτάρια στη Γερμανία.
Το τελευταίο και ίσως πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι αυτό που παρουσίασε την περασμένη Πέμπτη η εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Zeit». Τα βασικά του στοιχεία: περαιτέρω μείωση των τόκων για τα ελληνικά ομόλογα (που σήμερα κινούνται στο 2,3%), το «πάγωμα» της πληρωμής τόκων κατά δέκα χρόνια, την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης των μακροπρόθεσμων ομολόγων από 30 σε 50 χρόνια και, τελικά, αν όλα αυτά δεν επαρκέσουν, τη μεταφορά μεγάλων ποσών χρημάτων από τα κοινοτικά στα ελληνικά ταμεία με τη μορφή δωρεάς.
Το τελευταίο είναι όμως εκείνο που θέλει να αποφύγει με κάθε μέσο ο κ. Σόιμπλε. Ταυτόχρονα όμως ξέρει, τονίζει η εφημερίδα, ότι έτσι μπορεί να «πουλήσει» ευκολότερα αυτό το έμμεσο «κούρεμα» στους συμπατριώτες του: Η Γερμανία χαρίζει μεν «ρευστό» στον δανειζόμενο μέσω της συμμετοχής της στα ευρωπαϊκά ταμεία, παράλληλα όμως δεν παραιτείται από την αξίωσή της να «πάρει τα λεφτά της πίσω» από τα χρήματα που έχει διαθέσει τυπικά ως πιστώσεις.
Δεν είναι βέβαια λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι και ο πιο «έξυπνος» συνδυασμός θα ναυαγήσει μπροστά στην αδυσώπητη πραγματικότητα του ελληνικού χρέους και στην έλλειψη κάθε προϋπόθεσης για την έστω και πολύ αργή αποδόμησή του. Κι αυτό προμηνύει επιτάχυνση της συζήτησης και γι’ αυτό μετεκλογικά –και ίσως και την εμφάνιση νέων «έξυπνων» συνδυασμών που θα το κάνουν πιο αποτελεσματικό και ίσως και κοινωνικά πιο αποδεκτό.
***


Πέτερ Μάτουσεκ: Ο θόρυβος δεν επηρεάζει τους ψηφοφόρους…

Η σύγκρουση για το χρέος και τα προβλήματα της Ελλάδας δεν πρόκειται να επηρεάσει ιδιαίτερα τους γερμανούς ψηφοφόρους, υποστηρίζει ο Πέτερ Μάτουσεκ, διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής και Κοινωνικής Ερευνας στο δημοσκοπικό ινστιτούτο Forsa του Βερολίνου.

Τι ρόλο παίζει η Ελλάδα στον προεκλογικό αγώνα της Γερμανίας;
«Μικρό. Οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται μεν για το θέμα αλλά αυτό δεν επηρεάζει πολύ την εκλογική συμπεριφορά τους».
Γιατί όμως; Τα κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης δίνουν τόσο μεγάλη έκταση στο θέμα.
«Μπορεί. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό ζουν ενίοτε σε παράλληλους κόσμους, κάνουν ξεχωριστούς διαλόγους. Εκείνο που απασχολεί τα πρώτα δεν ενδιαφέρει πάντα τους αναγνώστες και τους θεατές».
Δεν υπάρχουν εν τούτοις κόμματα που κερδίζουν από το θέμα;
«Μάλλον το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Η Μέρκελ έχει πείσει την πλειονότητα των ψηφοφόρων ότι χειρίζεται με επιτυχία τα ευρωπαϊκά θέματα και ότι η λιτότητα που εφαρμόζει στη Νότια Ευρώπη είναι ορθή. Η πολεμική των Σοσιαλδημοκρατών εναντίον ορισμένων πτυχών της πολιτικής της, όπως πρόσφατα σχετικά με το συζητούμενο τρίτο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα, δεν αποδίδει. Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν αποδεχθεί σε γενικές γραμμές το ευρωπαϊκό πρόγραμμά της και γι’ αυτό δεν εισακούγονται –ιδιαίτερα όταν κάνουν κριτική σε λεπτομέρειές του».
Πώς θα αποκτούσε βάρος το θέμα;
«Αν τα κόμματα έλεγαν ότι θα χαρίσουμε χρήματα στους Ελληνες. Αυτό θα προκαλούσε κατακραυγή. Κανένα κόμμα όμως δεν λέει σήμερα ανοιχτά κάτι τέτοιο».
Γιατί τινάζονται στον αέρα οι Γερμανοί όταν ακούνε για την Ελλάδα;
«Αυτό δεν είναι γενικά σωστό. Οι περισσότεροι γερμανοί πολίτες μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα σε ένα φαύλο πολιτικό σύστημα και στους πολίτες της χώρας, τους οποίους ξέρουν εξάλλου καλά από τα ταξίδια τους στην Ελλάδα και από τους μετανάστες στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή της κρίσης υπήρξε μεγάλη οργή κατά της Ελλάδας, όταν έγινε γνωστό ότι οι Αρχές της παραποίησαν τα στατιστικά στοιχεία για να τη βάλουν ευκολότερα στην ευρωζώνη, μετά όμως τα πνεύματα καταλάγιασαν».
Πώς εξηγείτε τότε το ότι τα δεξιά ταμπλόιντ όπως η «Bild Zeitung» ξανάρχισαν τελευταία την εκστρατεία κατά των Ελλήνων;
«Σε περίοδο εκλογών αυξάνεται γενικότερα η έξαψη. Και αυτή την παροξύνει η «Bild Zeitung» υποδαυλίζοντας τις προκαταλήψεις για να πουλήσει περισσότερα φύλλα».
Ποιοι θα είναι οι νικητές των εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου;
«Ολα τα προγνωστικά δείχνουν ότι τα κυβερνητικά κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, θα νικήσουν με διαφορά. Το ερώτημα είναι μόνο αν θα έχουν και αυτοδυναμία στις έδρες. Αυτό δεν θα συμβεί αν μπει στη Βουλή το Κόμμα των Πειρατών, κάτι που δεν είναι πιθανό, ή η ευρωσκεπτικιστική Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία, κάτι που δεν είναι απίθανο. Ο βέβαιος νικητής θα είναι πάντως η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία, στο πλαίσιο είτε ενός μικρού συνασπισμού είτε ενός μεγάλου, θα ξαναγίνει καγκελάριος».
***

Αλέξανδρος Κρητικός: Χρειάζεται καινοτόμο αναπτυξιακό πρόγραμμα
O Αλέξανδρος Κρητικός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πότσδαμ και επικεφαλής του τμήματος «Επιχειρηματικότητα» στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικής Ερευνας DIW του Βερολίνου.

Οι Χριστιανοδημοκράτες δεν ήθελαν αρχικά να συμπεριλάβουν στον προεκλογικό αγώνα τους τα προβλήματα της Ελλάδας και της ευρωζώνης. Τι είναι αυτό που τους έκανε να αλλάξουν ρότα;
«Το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν έχουν προχωρήσει στον βαθμό που είχαν υπολογίσει. Αυτό προκάλεσε σε μεγάλο μέρος των γερμανών ψηφοφόρων την εντύπωση ότι η Ελλάδα αποτελεί βαρέλι δίχως πάτο. Τα κυβερνητικά κόμματα δεν μπορούσαν φυσικά να πουλήσουν τέτοια εικόνα ως ιστορία επιτυχίας –γι’ αυτό και προσπάθησαν να αποφύγουν το θέμα».
Μιλάνε ειλικρινά η Ανγκελα Μέρκελ και ο Πέερ Στάινμπρουκ όταν λένε ότι δεν «βλέπουν» να έρχεται νέο «κούρεμα»;
«Το «κούρεμα» θα έρθει, κατά τη γνώμη μου, επειδή το χρέος είναι τόσο υψηλό που δεν πρόκειται ποτέ να μειωθεί με τα όποια πλεονάσματα. Οσο η Ελλάδα δεν κατορθώνει να παράγει τουλάχιστον τους τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους της, αυτό θα συνεχίσει να ανεβαίνει».
Οι ίδιοι πολιτικοί δηλώνουν επίσης ότι δεν γνωρίζουν το ύψος του χρηματοδοτικού κενού για το 2014-2015 και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποφανθούν και για το ύψος τρίτου πακέτου βοήθειας. Είναι η δήλωσή τους αξιόπιστη;
«Για να πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ μπορώ να προσδιορίσω το ύψος του κενού. Κι αυτό επειδή υπάρχει μια άγνωστη παράμετρος σε αυτό, ήτοι το πώς θα εξελιχθεί σε αυτό το διάστημα η ελληνική οικονομία. Αν επαληθευθούν τα προγνωστικά που λένε ότι το 2014 θα έχουμε ελαφρά ανάπτυξη, τότε θα αλλάξουν τα σημερινά αρνητικά δεδομένα. Αν όμως συνεχιστεί ο οικονομικός μαρασμός, τότε θα επιδεινωθεί και η οικονομική κατάσταση. Πολλά θα εξαρτηθούν βέβαια και από τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συνεχίσει τις δομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές, αν προχωρήσουν, θα μπορούσαν να δώσουν νέα πνοή στην οικονομία».
Αλλά αν δεν ξέρει κανείς τι θα συμβεί το 2014, πώς μπορεί να ξέρει πού θα φτάσει το χρέος το 2020;
«Ξέρουμε ότι οι υπολογισμοί του ΔΝΤ ήταν απλές ασκήσεις επί χάρτου, γι’ αυτό και σήμερα δεν ευσταθούν στο παραμικρό. Αλλά δεν χρειάζεται να πάμε μακριά –λανθασμένους υπολογισμούς παρουσίασαν ήδη το 2011 και το 2012».
Είναι το τρέχον σενάριο της τρόικας πιο ρεαλιστικό;
«Κι αυτό εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. Παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις, που αν είχαν εφαρμοστεί θα δημιουργούσαν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ως τώρα όμως δεν έχουν «τρέξει» ικανοποιητικά. Η εφαρμογή τους θα έπρεπε να είναι λοιπόν πρώτος στόχος. Το βασικό πρόβλημα είναι πάντως η έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν τόσο πολλές ρυθμιστικές παρεμβάσεις και τόσο μικρή ανταγωνιστικότητα. Εχω την εντύπωση ότι οι Ελληνες δεν ξέρουν καν τι σημαίνει αυτό».
Ποιο γερμανικό κόμμα έχει ένα πιο ρεαλιστικό πλάνο για την Ελλάδα, οι Χριστιανοδημοκράτες ή οι Σοσιαλδημοκράτες;
«Δεν θέλω να κάνω τέτοιες κρίσεις. Εκείνο πάντως που δεν χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που ακολουθεί την πεπατημένη, όπως, για παράδειγμα, με την κατασκευή νέων αυτοκινητοδρόμων στη Μακεδονία. Το πρώτο που έπρεπε να γίνει εδώ, και έγινε ήδη πραγματικά, ήταν να ισολογιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Αυτό που πρέπει τώρα να ακολουθήσει είναι μια αναπτυξιακή πολιτική με ρήτρα προώθησης των καινοτομιών –και όχι έργων για την απλή τόνωση της συγκυρίας».