Η δεύτερη ζωή των σημαντικών γεγονότων δεν μετριέται με δεκαετίες. Εν τούτοις τα σαράντα χρόνια έχουν ιδιαίτερη σημασία. Τότε συνήθως ωριμάζει ο χρόνος ιστορικοποίησής τους. Συνέδρια και μελέτες μετατρέπουν το γεγονός από κάτι που ανήκει στο άμεσο οικείο παρελθόν σε ιστορικό γεγονός. Συχνά πρόκειται για μια απόσταση γενιάς. Οπως οι περισσότεροι μελετητές της Κατοχής και του Εμφυλίου γεννήθηκαν περίπου μετά το τέλος τους, έτσι και τώρα στην περίπτωση της Μεταπολίτευσης εκείνοι που την αντιμετωπίζουν όχι ως προέκταση των πολιτικών τους συλλογισμών αλλά ως ιστορικό γεγονός, από επαρκή απόσταση, έχουν γεννηθεί μετά το 1970. Την ιστορικοποίηση του γεγονότος δείχνει και μια σειρά συνεδρίων που έγιναν ή αναμένονται: του Ιστορείν στην Αθήνα και στο Βερολίνο, τα Σεμινάρια της Ερμούπολης, της Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης στην Αθήνα, μια ημερίδα στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά των συναντήσεων αυτών. Το πρώτο είναι ότι μελετούν τη Μεταπολίτευση σε σχέση με την κρίση. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η κρίση και τα αφηγήματα της κρίσης έβαλαν τη Μεταπολίτευση στο στόχαστρό τους.

Η κρίση χάραξε τη γραμμή που μετέτρεψε τη Μεταπολίτευση σε παρελθόν. Σε ένα παρελθόν όμως όχι αμετάκλητο, που διεκδικεί συχνά τα δικαιώματά του στο παρόν. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι τη Μεταπολίτευση τη βλέπουμε όχι ως ένα ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο αλλά σε σύγκριση με τις μεταβάσεις (transición) από τη δικτατορία στη δημοκρατία στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Αυτή η οπτική μάς καλεί να εγγράψουμε τις εσωτερικές εξελίξεις σε μια σειρά χώρες σε ένα ευρύτερο και μάλιστα διεθνικό πλαίσιο. Από αυτή την άποψη το τέλος της μεταπολεμικής ευημερίας και οι οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του ’70, ιδωμένες και από χρονική απόσταση, σχετίζονται στενά με την πτώση των δικτατοριών. Επίσης, και τις τρεις χώρες στις οποίες αναφερόμαστε τις έπληξε η κρίση, και στις τρεις κατηγορήθηκε για την κρίση η «μετάβαση» στη δημοκρατία, και στις τρεις στα κινήματα διαμαρτυρίας συνδέθηκε το τότε με το τώρα, και στις τρεις η μελέτη της «μετάβασης» συνδέεται με την κρίση. Τέλος, το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι αν έως τώρα το αφήγημα μονοπωλούνταν σχεδόν από τα πολιτικά γεγονότα και τους πολιτικούς επιστήμονες, η είσοδος των ιστορικών στο πεδίο έδωσε τη δυνατότητα να ακουστούν πολλές φωνές, φωνές από τα κάτω, φωνές των νέων, των γυναικών, των καλλιτεχνικών ομάδων, να ακουστούν οι διαφορετικές προσδοκίες, συγχρονικές ερμηνείες. Ετσι η ιστορία των μεταπολιτεύσεων γίνεται πολυσχιδής και πολυεπίπεδη. Ας δούμε τη δική μας Μεταπολίτευση μέσα από αυτή την οπτική.

Η δικτατορία μπορεί να ήταν μια πολιτειακή τομή, αλλά η οικονομία συνέχιζε την ανοδική της πορεία, της οποίας οι απαρχές βρίσκονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η οικονομική πολιτική της δικτατορίας δεν διέφερε ουσιωδώς από την προηγούμενη και οι μεγάλοι ιδιωτικοί παίκτες (μερικοί με διαρκή παρουσία ως σήμερα) διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τους δικτάτορες. Καμία έκπληξη. Και η Ελλάδα συμμεριζόταν τη μεταπολεμική περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης. Μικρότερα τα μεγέθη, χρονικές καθυστερήσεις, ασυμμετρίες, ναι. Αλλά η δικτατορία κέρδισε την ανοχή, αν όχι και την υποστήριξη μεγάλων στρωμάτων χάρη στη φανερή οικονομική βελτίωση. Εκείνο που άρχιζε να την κλονίζει ήταν ο αντίκτυπος των οικονομικών κρίσεων των αρχών της δεκαετίας του ’70. Μικρότερης έκτασης από τη σημερινή, αποδόθηκαν ως πετρελαϊκές κρίσεις, αλλά πυροδότησαν μακροχρόνιες εξελίξεις όπως η αποσύνδεση των νομισματικών ισοτιμιών που είχαν εγκαθιδρυθεί μεταπολεμικά και κυρίως δημιούργησαν μια κατάσταση στασιμότητας της οικονομίας αλλά και υφέρποντος πληθωρισμού. Οι εξελίξεις αυτές έγιναν αισθητές στην Ελλάδα, κυρίως στην ατμομηχανή της έως τότε ανάπτυξης, την οικοδομή. Και, ως γνωστόν, στην ιστορία ενός κακού μύρια –και απρόβλεπτα –έπονται.

Η Μεταπολίτευση επομένως ήταν μια περίοδος στην οποία θα πρέπει να φανταστούμε την Ελλάδα (και τώρα απ’ ό,τι βλέπουμε και την Ισπανία και την Πορτογαλία, με τις ιδιαιτερότητές τους) να προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο βάρκες, η καθεμιά από τις οποίες ωθούνταν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η μία ήταν η βάρκα της οικονομίας. Αν δει κανείς τους δείκτες, από τότε αρχίζει πορεία αποβιομηχάνισης. Πολλές από τις βιομηχανίες της προηγούμενης εικοσαετίας τότε έκλεισαν. Το πεδίο άρχισε να ερημώνει. Δεν ήταν η επίδραση της δημοκρατίας και του συνδικαλισμού. Παντού στην Ευρώπη έβλεπε τότε κανείς παρόμοιες τάσεις αποβιομηχάνισης και μεταφορές βιομηχανιών στον τότε Τρίτο Κόσμο. Ηταν το τέλος μιας περιόδου, της κλασικής βιομηχανίας, και το λυκαυγές ενός καινούργιου οικονομικού παραδείγματος, εκείνου που μεσουρανεί τώρα. Η άλλη βάρκα ήταν εκείνη των λαϊκών προσδοκιών. Παγωμένες για δεκαετίες, έμοιαζαν σαν τον ατμό που ήταν αδύνατον να κλείσεις το καπάκι. Αλλωστε στην προηγούμενη εικοσαετία, παρά την οικονομική ανάπτυξη, συλλογικά αγαθά και κοινωνικό κράτος ήταν αναιμικά. Πολιτικές λιτότητας και πειθάρχησης τότε θα ήταν αδιανόητες και ακόμη επικίνδυνες.

Η Μεταπολίτευση δεν ήταν απλώς το τέλος της δικτατορίας. Ηταν το οριστικό τέλος της μετεμφυλιακής περιόδου. Πώς λοιπόν αντέδρασαν οι διαδοχικές πολιτικές εξουσίες και της ΝΔ και του ΠαΣοΚ; Με την επέκταση του κράτους, για να καλύψει την αδυναμία επέκτασης της απασχόλησης, τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και τον εξωτερικό δανεισμό. Η επέκταση του κράτους πήρε μύριες μορφές, συμπεριλαμβανομένων και των συνδικαλιστικών συμφύσεων που τώρα προκαλούν δήθεν έκπληξη και αγανάκτηση. Οι βάσεις της μετάβασης από τη Μεταπολίτευση στην κρίση είχαν τεθεί. Η συνέχεια ήταν αναγκαστικά ευθύγραμμη, χωρίς αντιστροφή; Οχι βέβαια. Ο νέος ευρωπαϊκός ορίζοντας ήταν αποφασιστικός και έδειξε ως ένα εσωτερικό ευρωπαϊκό πρόβλημα τις πρόσφατες ασυμβατότητες ανάμεσα στις μεταβολές των οικονομικών δομών και προτεραιοτήτων, στις οποίες και η ίδια η Ευρώπη υπόκειτο, και των πολιτικών παραδόσεων καθεμιάς χώρας. Με την κρίση οι κυβερνήσεις μπήκαν και με τα δύο πόδια στη βάρκα της οικονομίας. Μπορεί όμως μια βάρκα να ταξιδεύει σέρνοντας μιαν άλλη, μισοβυθισμένη;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ