Βίους παράλληλους που όχι μόνο δεν συγκλίνουν αλλά αποκλίνουν όλο και περισσότερο διάγουν Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ενωση στα ενεργειακά ζητήματα, στην ενδυνάμωση του ανταγωνισμού και στην αποδυνάμωση των κρατικών μονοπωλίων σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο.
Ενώ οι Βρυξέλλες προωθούν επιτακτικά την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας ώστε μέσα από νέες επενδύσεις σε δίκτυα και αγωγούς να περιορισθεί η υψηλή εξάρτηση των κρατών-μελών από τις εισαγωγές εκτός ΕΕ, η Ελλάδα δείχνει να ακολουθεί ένα δικό της όλο και πιο απρόβλεπτο μονοπάτι.
Στα γραφεία της Κομισιόν της χρεώνουν ότι αρνείται πεισματικά να τακτοποιήσει εκκρεμότητες που σέρνει μαζί της από παλαιά, όπως η ανάγκη περιορισμού των πανίσχυρων μονοπωλίων στην ηλεκτρική ενέργεια και στο φυσικό αέριο και ότι αποκηρύσσει κάθε σκέψη για μείωση του ρόλου της ΔΕΗ παρότι ελέγχει το 97% της λιανικής αγοράς.
Υπό αυτήν την έννοια εξηγείται και η πίεση των δανειστών για πώληση της μικρής ΔΕΗ, αλλά και τα μηνύματα που έρχονται από τις Βρυξέλλες ότι οι μεταρρυθμίσεις στην ενέργεια και η μείωση των μονοπωλίων βρίσκονται ψηλά στη διαπραγματευτική ατζέντα της Αθήνας με τους θεσμούς, ότι δεν πρόκειται να παραπεμφθούν στις ελληνικές καλένδες και ότι θα αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της οποιασδήποτε συμφωνίας, ασχέτως του πού θα εστιάζει η συνολική της κατεύθυνση.

Το τελευταίο «κάστρο»
Το φαινόμενο της μοναχικής πορείας που ακολουθεί η Ελλάδα στα ενεργειακά θέματα δεν είναι τωρινό. Χρόνια τώρα η Ελλάδα είναι γνωστή στις Βρυξέλλες, μαζί με τη Βουλγαρία, ως το τελευταίο «κάστρο» πανευρωπαϊκά που αρνείται να εφαρμόσει την κοινοτική νομοθεσία και όπου ανταγωνισμός στην ενέργεια είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Αλλά αυτό που σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος» κάνει τις Βρυξέλλες να εμφανίζονται ότι θέλουν να επισπεύσουν και να ζητούν με έμφαση μεταρρυθμίσεις εδώ και τώρα, συνδέοντάς τες με την επίτευξη συμφωνίας, είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση διαφωνεί ακόμη και στη θεωρία για την ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού.
Διατείνεται μάλιστα ότι η αγορά έχει ανοίξει προ πολλού και ότι δεν έχει «εκδώσει απαγορευτικά σε κανέναν επενδυτή που θέλει να επενδύσει».
Αν όμως ήταν πράγματι έτσι, τότε η Ελλάδα και η Βουλγαρία δεν θα περιγράφονταν από τους κοινοτικούς υπαλλήλους που ασχολούνται με τα ενεργειακά ως κράτη case-study για το πώς κατορθώνουν να διατηρούν επί χρόνια τις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου κλειστές στον ανταγωνισμό. Ούτε πριν από τρεις εβδομάδες η επίτροπος Ανταγωνισμού Βεστάγκερ θα καλούσε την Αθήνα να προσαρμοσθεί στις υποχρεώσεις της απέναντι στις κοινοτικές οδηγίες και να αποτρέψει περαιτέρω αποκλίσεις, σχολιάζοντας την πρόθεση της κυβέρνησης να ενδυναμώσει τον ρόλο της ΔΕΗ και να περιορίσει την ανεξαρτησία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
Το ερώτημα όμως είναι τι θα κάνει η Αθήνα όταν οσονούπω έρθει ο λογαριασμός. Διότι η είδηση είναι ότι επίκειται νέα καταδικαστική απόφαση κατά της ΔΕΗ από το Ευρωδικαστήριο επειδή κατέχει το μονοπώλιο, έχοντας το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης του καυσίμου (το 98% του συνόλου των αποθεμάτων της χώρας που ανήκουν στο κράτος), το οποίο είναι και το φθηνότερο για την ηλεκτροπαραγωγή.
Η καυτή πατάτα
Πρόκειται για μια καυτή πατάτα για όλες τις κυβερνήσεις η οποία έχει τις ρίζες της στο 2008 και που για όσους δεν γνωρίζουν αφορά το εθνικό μας καύσιμο, τον λιγνίτη, που ανήκει στο κράτος αλλά η αξιοποίησή του εδώ και δεκαετίες έχει παραχωρηθεί αποκλειστικά στη ΔΕΗ. Στην περίπτωση της ΔΕΗ, η άποψη της Επιτροπής είναι ότι έχει ένα καταλυτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της καθώς εκμεταλλεύεται σχεδόν το σύνολο των λιγνιτικών αποθεμάτων του ελληνικού υπεδάφους. Η επιχείρηση εκμεταλλεύεται επίσης όλα τα μεγάλα υδροηλεκτρικά αποθέματα, την άλλη μεγάλη φθηνή πηγή παραγωγής ηλεκτρισμού. Η θέση της αυτή της επιτρέπει να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς.
Επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, το 2008, η Επιτροπή στράφηκε για πρώτη φορά εναντίον της Ελλάδας ζητώντας το άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη, κάλεσε τη χώρα να επεκτείνει την πρόσβαση σε τρίτους στο συγκεκριμένο καύσιμο και έπειτα από αλλεπάλληλες προσφυγές της ΔΕΗ εναντίον της Κομισιόν, και αντίστροφα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τον Ιούλιο του 2014 η επιχείρηση καταδικάστηκε ότι κακώς διατηρεί το συγκεκριμένο μονοπώλιο. Επρόκειτο για απόφαση σε πρώτο βαθμό και τώρα επίκειται απόφαση σε δεύτερο βαθμό, ανάλογου όπως όλα δείχνουν ύφους. Το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ που έχει απορριφθεί από την κυβέρνηση υιοθετήθηκε πέρυσι ακριβώς με το σκεπτικό ότι θα έβαζε τέλος στη δικαστική εκκρεμότητα με την ΕΕ αφού μέσω αυτού θα μεταβιβαζόταν έναντι σημαντικού τιμήματος σε τρίτους το 30% του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ.
Μεταβατικό μέτρο
Επιπλέον ως μεταβατικό μόνο μέτρο, ώσπου δηλαδή να γίνει η ιδιωτικοποίηση, οι θεσμοί επιμένουν στην καθιέρωση του γαλλικού μοντέλου δημοπρασιών φθηνών πακέτων ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ (από λιγνίτες και υδροηλεκτρικά) που θα απευθύνονται αποκλειστικά σε ιδιώτες προμηθευτές και θα μεταπωλούνται στους πελάτες τους. Υπέρ του μέτρου είχε ταχθεί πρόσφατα και ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης. Ετσι, οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ θα μπορούσαν να έχουν προσωρινά πρόσβαση στο ίδιο φθηνό μείγμα ενέργειας καθώς στον αντίποδα οι έξι υφιστάμενες ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής λειτουργούν με καύσιμο το σημαντικά ακριβότερο του λιγνίτη φυσικό αέριο. Πρόκειται για επενδύσεις 1,5 δισ. ευρώ που υλοποιήθηκαν εν μέσω κρίσης από τους ενεργειακούς ομίλους Ελληνικά Πετρέλαια, Motor Oil, Μυτιληναίος, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, Ελλάκτωρ, σε συνεργασία με τη γαλλική GDF Suez, την ιταλική Edison και την Qatar Petroleum.
Η ύπαρξη των μονάδων αυτών ενίσχυσε την ενεργειακή ασφάλεια αφού συνέβαλε στην υπέρβαση των μπλακάουτ που ταλαιπωρούσαν επί χρόνια τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα τελευταία χρόνια που λόγω της οικονομικής κρίσης παρουσιάστηκε σχετική κάμψη της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ότι η παραγωγή κάλυπτε οριακά τη ζήτηση ακόμα και στις αιχμές, στις δυσκολότερες περιόδους για το ηλεκτρικό σύστημα πολλές φορές απαιτείται η λειτουργία όλων ή σχεδόν όλων των μονάδων φυσικού αερίου για να καλύψουν τη ζήτηση.
Αύξηση αναγκών
Επιπλέον, οι ανάγκες της χώρας αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά την επόμενη πενταετία λόγω και της απόσυρσης παλαιών λιγνιτικών μονάδων, τάση που ήδη καταγράφηκε το πρώτο τετράμηνο του 2015, με την εκτόξευση της ζήτησης που παρουσίασε αύξηση άνω του 7%. Ακόμη, οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου επέτρεψαν στη ΔΕΗ να αποσύρει παλαιές, αντιοικονομικές και ρυπογόνες πετρελαϊκές μονάδες, εξοικονομώντας σε ετήσια βάση 200 εκατ. ευρώ για τους καταναλωτές. Παράλληλα, σύμφωνα με υπολογισμούς, ο έστω και περιορισμένος ανταγωνισμός συνέβαλε ακόμη και στη μείωση κατά 10% των τιμολογίων, κάτι που φυσικά ουδέποτε έγινε αισθητό λόγω των πολλαπλών χρεώσεων, πέραν του ρεύματος, με τις οποίες έχουν φορτωθεί οι λογαριασμοί και της διαρκώς αυξανόμενης φορολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ