Πέρυσι το καλοκαίρι, καθώς αναπαυόταν έπειτα από μια χρονιά στην κορυφή του πίνακα τηλεθέασης, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αποδέχτηκε μια απροσδόκητη επαγγελματική πρόταση: Να υποδυθεί τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ στο θέατρο. Ο ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και μουσικός επιμελητής μιλάει για την εμπειρία του από το μυαλό μιας ιδιοφυΐας.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που έπαιξες στο θέατρο; Είναι κάτι που σου είχε λείψει;

«Ηταν το 2007 στις “Ανθρώπινες φωνές”, μια συλλογή μονολόγων του Ζαν Κοκτό με την Πέμη Ζούνη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Λίγο μετά μπήκα στη διαδικασία του σεναρίου για τη σειρά “Τέσσερα”. Επειδή όμως ήμουν τόσο βαθιά μέσα σε αυτήν τη δουλειά, για πολύ καιρό δεν είχα ούτε την ανάγκη ούτε την πολυτέλεια να μου λείψει οτιδήποτε άλλο. Το σενάριο για μένα είναι τόσο προσωπική υπόθεση που είναι αδύνατον να θελήσω κάτι άλλο. Αυτά μέχρι που τελείωσε το σίριαλ και ήρθαν το “Amadeus” και οι πρόβες – όπου ομολογώ πως στην αρχή ένιωθα λίγο έξω από τα νερά μου. Λίγο μετά όμως βρήκα πάλι την ισορροπία μου».

– Είχες δει την ταινία του Μίλος Φόρμαν προτού αποδεχτείς την πρόταση για το θεατρικό;

«Δεν είχα παρακολουθήσει την ταινία στο σινεμά, αλλά αργότερα, σε νοικιασμένη βιντεοκασέτα, καθώς δεν ήταν μια ταινία “για παιδάκια” όπως ήμουν εγώ το 1986. Την ξαναείδα φέτος το καλοκαίρι, όταν ο Δημήτρης Λιγνάδης μού πρότεινε τον ρόλο. Για να είμαι ειλικρινής, η πρώτη σκέψη όταν είπα το “ναι” στον Λιγνάδη ήταν πως με το project του “Amadeus” (το θεατρικό έχει αρκετές διαφορές από την κινηματογραφική διασκευή, είναι περισσότερο επικεντρωμένο στον ψυχισμό του Μότσαρτ) θα ξεπερνούσα μια δύσκολη προσωπική φάση στην οποία βρισκόμουν εκείνη την εποχή. Ούτε είχα βάλει τον εαυτό μου σε κάποια θέση, ούτε περίμενα ότι θα αγαπούσα τόσο πολύ τον συγκεκριμένο ήρωα, ούτε τίποτα. Ηταν απλώς μια πρόταση που ήρθε τη σωστή στιγμή. Συνήθως τα “ναι” που λέμε σε μια δουλειά κρύβουν άλλες ανάγκες, πιο προσωπικές, και οι ρόλοι συνήθως μας βοηθούν να “ξεκολλήσουμε” ή να εκτονωθούμε, να ανακαλύψουμε, να κρυφτούμε. Ακούγεται κάπως μάταιο και εγωιστικό, όμως είναι η αλήθεια».

– Ποια χαρακτηριστικά πιστεύεις πως μοιράζεστε με τον ρόλο; Τον περφεξιονισμό; Το διονυσιακό του πράγματος; Τον φθόνο που προκαλεί ο ήρωας;

«Με τον ρόλο που έχει γραφτεί από τον Πίτερ Σάφερ για το συγκεκριμένο έργο, έχω σίγουρα βρει κάποια κοινά στοιχεία που κουβαλάω και εγώ ως άνθρωπος, και άλλα πάλι που είναι πολύ μακριά από μένα. Με τον ρόλο όμως. Οχι με το ιστορικό πρόσωπο Μότσαρτ. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό, γιατί πολλοί περιμένουν να δουν μια βιογραφία του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Το έργο όμως δεν είναι αυτό. Το έργο είναι ένα παραμύθι, ίσως εμπνευσμένο από μερικές αλήθειες που αφορούν τα γεγονότα της εποχής. Αν έχω βρει μια μεγάλη διαφορά με τον συγκεκριμένο ρόλο είναι ότι ο ήρωας σε όλο το έργο είναι ένα παιδί. Ενα παιδί που δεν μεγαλώνει ποτέ και μόλις μπαίνει στη διαδικασία να μεγαλώσει, τότε πεθαίνει. Αυτό από μόνο του είναι εξωφρενικά ακραίο, δύσκολο και παράλληλα πολύ ενδιαφέρον για οποιονδήποτε καλείται να το παίξει. Ελπίζω να τα καταφέρω».

– Πιστεύεις στο φυσικό ταλέντο ή στη σκληρή δουλειά; Τι «δούλεψε» στην περίπτωσή σου;

«Πιστεύω πως αν θέλουμε ένα εμπνευσμένο αποτέλεσμα, τότε το ένα δεν υφίσταται χωρίς το άλλο. Αν δεν υπάρξει συνύπαρξη και των δύο, τότε το ένα ακυρώνει το άλλο. Και αυτό ισχύει για όλες τις δουλειές».

– Ποια ήταν η πρώτη σειρά που παρακολούθησες στην τηλεόραση; Τι σου έκανε εντύπωση;

«Νομίζω πως η πρώτη σειρά που παρακολούθησα ποτέ στην τηλεόραση ήταν η “Αστροφεγγιά”, μα δεν θυμάμαι πολλά για αυτή. Ωστόσο εκείνο που θυμάμαι είναι το πρώτο θεατρικό που παρακολούθησα. Ηταν το 1979 και το έργο λεγόταν “Μιχάλης ο σφυρίχτρας”, από το παιδικό θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου. Εγώ ήμουν τότε τεσσάρων ετών. Πρωταγωνιστούσαν η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ο Μίμης Χρυσομάλλης, η Αννα Παναγιωτοπούλου και η Νένα Μεντή, όλοι τους άνθρωποι οι οποίοι αργότερα με βοήθησαν να ξεκινήσω ως ηθοποιός».

– Κάτι το οποίο διακρίνει τις σειρές σου είναι η μουσική επιμέλεια την οποία επίσης υπογράφεις. Πώς ενημερώνεσαι για τη μουσική;

«Ούτε συγκεκριμένα μουσικά περιοδικά διαβάζω ούτε παρακολουθώ ειδικά μπλογκ. Ωστόσο είμαι ο άνθρωπος που συνεχώς ρωτάει. Εχω τηλεφωνήσει εκατοντάδες φορές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς για να ρωτήσω τον παραγωγό ποιο κομμάτι παίζει – αντίστοιχα και με τους djs στα μπαρ, που τους παρακαλάω να μου γράψουν σε ένα χαρτί τον τίτλο του κομματιού. Για μένα είναι αλληλένδετη η μουσική με την εικόνα και απλώς δεν υφίσταται τίποτε στη ζωή μου χωρίς μουσική».

– Ποια είναι τα τραγούδια που θα έγραφες σε ένα CD το οποίο θα έπαιρνες μαζί σου σε ένα έρημο νησί;

«Θα έγραφα σίγουρα το “Creep” των Radiohead, το “In Dreams” του Roy Orbison, το “I’m A Fool To Want You”, ερμηνευμένο από την Billie Holiday, και αντίστοιχα το “Wild Is The Wind” από τον David Bowie».

– Παρακολουθείς σινεμά; Υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης που σε ενθουσιάζει;

«Ο Νιλ Τζόρνταν είναι ένας σκηνοθέτης που μου αρέσει πάρα πολύ, κυρίως για την αισθητική και για την αφήγησή του. Μου αρέσουν επίσης οι ταινίες του Σαμ Μέντες».

– Πώς και δεν έχεις γράψει κάτι για το σινεμά, αλήθεια;

«Ημουν τόσο ευτυχής και “πωρωμένος” με αυτά που έκανα στην τηλεόραση, που δεν είχα ουσιαστικά την ανάγκη να κάνω σινεμά. Γενικότερα, ποτέ μου δεν έχω κάνει κάτι επειδή έπρεπε ή επειδή μου το ζητούσαν. Τώρα όμως που έχει αλλάξει τόσο ακραία το σκηνικό στην τηλεόραση, μοιραία αλλάζουν και οι ανάγκες μου. Το σινεμά είναι το αμέσως επόμενο βήμα μου. Μόλις τελειώσω με το “Amadeus”, θα αρχίσω την ταινία μου, την οποία έχω ήδη προετοιμάσει».

– Υπάρχει κάτι με το οποίο έχεις «κολλήσει» τελευταία; Θα μπορούσε να είναι ένας δίσκος, ένα βιβλίο, ένα game, μία τηλεοπτική σειρά…

«Κάνω πρόβες από τον Σεπτέμβριο και δεν έχω προλάβει. Το καλοκαίρι ανακάλυψα την αμερικανική σειρά “Grey’s Anatomy”. Με κράτησαν οι ιστορίες της, κάθησα μπροστά στο λάπτοπ μερικά απογεύματα και την παρακολούθησα όλη. Μου άρεσε επίσης το σάουντρακ της ταινίας “Ενας άνδρας μόνος”».

– Ποιο θεωρείς ότι είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο κομμάτι τού να είσαι αναγνωρίσιμος;

«Λένε ότι η συνήθεια είναι η μισή ζωή μας και στην περίπτωσή μου αυτό ισχύει τελικά. Εχω μάθει από τα 16 μου να συνυπάρχω με αυτό, άρα δεν μου γεννιούνται πιο ακραίες αντιδράσεις, ούτε είναι κάτι που καθορίζει τη συμπεριφορά μου. Μεγαλώνοντας, προσπαθώ να ζω παράλληλα με αυτό και μέχρι στιγμής νιώθω ότι τα πάω καλά. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν έχω περάσει και εγώ από διάφορες φάσεις ανασφάλειας, εγωισμού ή ναρκισσισμού. Σε πολλούς τομείς και σε ένα πρώτο επίπεδο, όταν είσαι αναγνωρίσιμος τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Είναι όμως και κάποια σημεία που είναι δύσκολα και αποτελούν μεγάλη παγίδα – ψυχικά. Το καλύτερο κομμάτι συνήθως είναι όταν ο κόσμος γύρω σου σε αντιμετωπίζει σαν δικό του παιδί, σαν κάτι που τους είναι πολύ ευχάριστο να έχουν. Το χειρότερο είναι όταν υπάρχουν στιγμές που δεν θες να ανήκεις σε κανέναν».

– Εχουν γραφτεί πολλά κολακευτικά πράγματα για σένα: ο βασιλιάς της τηλεόρασης, ζεν πρεμιέ κτλ., καθώς και άλλα όχι τόσο θετικά: αντιγράφει ξένες σειρές, παίζει συνεχώς τον ωραίο. Πώς απαντάς όταν σου απευθύνονται τα συγκεκριμένα σχόλια;

«Δεν έχω απαντήσει ποτέ, γιατί αν έμπαινα στη διαδικασία να απαντήσω σε τόσο αντιφατικούς χαρακτηρισμούς, τότε θα έχανα τα λογικά μου. Εξάλλου έχω φτάσει σε μια ηλικία που προσπαθώ να μην ορίζω τον εαυτό μου μέσα από δηλώσεις τρίτων. Σίγουρα χαίρομαι όταν ακούω κάτι καλό για τη δουλειά μου και αντίστοιχα πληγώνομαι ή θυμώνω όταν ακούω κάτι κακό. Μέχρι εκεί όμως».

– Υπάρχει κάτι το οποίο σε χαλαρώνει όταν δεν δουλεύεις;

«Εννοείται. Επιβάλλεται να υπάρχουν τέτοιες μικρές συνήθειες, ανάγκες και στιγμές. Εξάλλου το άθροισμα όλων αυτών των στιγμών είναι αυτό που στο τέλος με κάνει να θέλω να γράψω ή να παίξω έναν ρόλο. Βλέπεις, στην περίπτωσή μου, δυστυχώς ή ευτυχώς, η δουλειά μου δεν απέχει και πολύ από τη ζωή μου. Είναι σχεδόν ένα, και όποτε έχω προσπαθήσει να τα διαχωρίσω με ψυχρή λογική έχω σπάσει τα μούτρα μου».

– Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι;

«Αναλόγως της εποχής και της φάσης στην οποία βρίσκομαι. Κάνω μια δουλειά που δεν έχει ρουτίνα, άρα τα highlights της κάθε ημέρας αλλάζουν σύμφωνα με την εκάστοτε εποχή. Ισως ο καφές φίλτρου το πρωί, το πρώτο τσιγάρο και η μουσική να είναι οι τρεις πιο βασικές μου πρωινές συνήθειες μέχρι τώρα».

– Εχεις δηλώσει παλαιότερα πως έχεις πάθει υπερκόπωση. Σου έμεινε κάποιος φόβος; Ελάττωσες καθόλου τη δουλειά, βρήκες άλλο σύστημα;

«Σε ό,τι αφορά τη δουλειά ό,τι έκανα κάνω. Σε κάποια πράγματα δεν αλλάζει ο άνθρωπος και ας δηλώνει ό,τι θέλει».

– Εξακολουθείς να γράφεις χειρόγραφα;

«Ναι, και είναι κάτι που συμβαίνει περισσότερο για συναισθηματικούς λόγους. Εχω προσπαθήσει να μάθω να γράφω σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, μα δεν μου βγήκε. Αγαπώ πάρα πολύ την ιεροτελεστία τού να κάθομαι μπροστά σε ένα φύλλο χαρτί με ένα στυλό. Μου αρέσει που έχω τα στυλό μου, έχω κρατήσει τέσσερα στυλό από τότε που ήμουν πιτσιρικάς και γράφω ακόμη με αυτά – σχεδόν τα αγαπάω. Γράφω πάντοτε σε λευκές σελίδες, τα χαρτιά με γραμμές με αγχώνουν».

Το «Amadeus», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, θα κάνει πρεμιέρα στις 15 Φεβρουαρίου στο θέατρο Βρετάνια.

Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 59, σελ. 74-77, Φεβρουάριος 2011.