ΚΑΡΛΟ ΡΟΣΕΛΙ
Φιλελεύθερος σοσιαλισμός
Μετάφραση Αχιλλέας Καλαμαράς,
Εισαγωγή Θανάσης Γιαλκέτσης,
Επίμετρο Serge Audier, Γιώργος Σιακαντάρης
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 456, τιμή 16 ευρώ

Στις 9 Ιουνίου 1937 το αυτοκίνητο δύο επιφανών αντιφασιστών ιταλών διανοουμένων, των αδελφών Βέλο και Κάρλο Ροσέλι, παγιδεύεται κοντά σε μια πόλη της Κάτω Νορμανδίας από μέλη της γαλλικής φασιστικής οργάνωσης Gagoule (Η κουκούλα). Τα δύο αδέλφια δολοφονούνται με άγριο τρόπο. Η εντολή της δολοφονίας τους δόθηκε κατά πάσα πιθανότητα από τον Μουσολίνι, ενώ αδιευκρίνιστο παραμένει το σχέδιο της δολοφονίας για την οποία συνεργάστηκαν οι ιταλικές και γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, που είχαν στενές σχέσεις και με την Gagoule.

Το 1951 ο εξάδελφος των αδελφών, Αλμπέρτο Μοράβια, εξέδωσε, με αφορμή τη δολοφονία, τον πασίγνωστο Κομφορμίστα, ένα από τα διεισδυτικότερα μυθιστορήματα για τη φύση και τις ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις του φασισμού. Και αργότερα, το 1970, το μυθιστόρημα του Μοράβια μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο οποίος μας έδωσε στα 30 του χρόνια την καλύτερη –κατά τη γνώμη πολλών, όπως και του γράφοντος –ταινία του.
Ο Κάρλο Ροσέλι εξέδωσε μόνο ένα βιβλίο όσο ζούσε: τον Φιλελεύθερο σοσιαλισμό (1930), που πρωτοεκδόθηκε στη γλώσσα μας το 2005. Η επανέκδοσή του είναι χρήσιμη από πολλές πλευρές, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 και κλονίζει σήμερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και αυτό γιατί, μέσω της κριτικής δύο πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού, ο Ροσέλι αναζητεί ένα νέο πρότυπο για τη Σοσιαλδημοκρατία και το κοινωνικό κράτος σε μια περίοδο κρίσης της δημοκρατίας και ραγδαίας ανόδου του φασισμού. Η σχετική συζήτηση σήμερα, μολονότι οι συνθήκες παρουσιάζονται διαφορετικές, είναι εξίσου επίκαιρη όσο και τότε.
Μαρξισμός και σοσιαλισμός


Ο Ροσέλι πολύ πριν από τον Τζορτζ Λιχτχάιμ διαμόρφωσε την άποψη ότι ο σοσιαλισμός θα λύσει τα προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει η αστική δημοκρατία όπως την ξέρουμε. Αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει προηγηθεί μια οικονομία της αγοράς. Πέραν όμως αυτών, ο 30χρονος τότε Ροσέλι επιλέγει το ηθικό πεδίο, δηλαδή τη διεύρυνση της ελευθερίας, την εξάλειψη των αδικιών και των προνομίων και την ωρίμανση του εργατικού κινήματος.
Διαχωρίζει τα κομμουνιστικά από τα σοσιαλιστικά κόμματα, κρίνει αρνητικά τον ντετερμινισμό του Μαρξ –και κατά συνέπεια βασικές θέσεις του όσον αφορά τη φιλοσοφία της Ιστορίας -, τη βολονταριστική λογική των οπαδών του και την αντίστοιχη πολιτική συμπεριφορά τους, με άλλα λόγια εκείνο που σήμερα οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «ολιστικό» μαρξιστικό πρότυπο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι αρνείται τον πρωτοποριακό ρόλο του Μαρξ. Θέλει όμως έναν Μαρξ αναθεωρημένο, προσαρμοσμένο στις συνθήκες του 20ού αιώνα, «κατευνασμένο», όπως λέει.
Οταν αναφέρεται στον φιλελευθερισμό, ο Ροσέλι τού δίνει μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι οι κλασικοί του μαρξισμού ανάγοντάς τον στην παράδοση της ατομικής ελευθερίας που ανάγεται στον Τζον Λοκ, προσαρμοσμένη ωστόσο στις ανάγκες της κοινωνίας –όχι σε ένα, ας πούμε, σύστημα μεταφερμένο στην κοινωνική και στην πολιτική σφαίρα, όπου το σύνολο των ατομικών επιδιώξεων θα ισορροπεί από μόνο του. Οπως απορρίπτει τον ντετερμινισμό των κλασικών μαρξιστών, έτσι απορρίπτει και τον σχετικισμό του φιλελευθερισμού.
Ρεβιζιονισμός και δόγμα


Η λέξη «ρεβιζιονισμός», που αντιπροσώπευε για τους μαρξιστές-λενινιστές της εποχής του την αίρεση (γι’ αυτό και οι τραβηγμένοι από τα μαλλιά όροι όπως «σοσιαλφασισμός»), δεν τον τρομάζει. Αποφαίνεται ότι «ο ρεβιζιονισμός έσπασε τη δογματική επικάλυψη προσπαθώντας να προσαρμόσει τη θεωρία στη νέα πρακτική του εργατικού κινήματος». Γι’ αυτό και θεωρεί απαραίτητο τον απολογισμό του μαρξισμού σε σχέση με το σοσιαλιστικό κίνημα.
Αν αναλογιστεί κάποιος τα όσα επακολούθησαν, χαμογελά πικρά. Ο Ροσέλι δεν θα φανταζόταν ότι θα ακολουθούσε ένας παγκόσμιος πόλεμος ο οποίος θα στοίχιζε στην ανθρωπότητα 50 εκατομμύρια νεκρούς και πως αυτό που γράφει, ότι «ο Μαρξ είναι ταμπού. Οσο λιγότερο γίνεται λόγος γι’ αυτόν, τόσο το καλύτερο», θα το χρησιμοποιούσαν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου εκείνοι ακριβώς που, αν ζούσε, θα τους θεωρούσε ως κύριους αντιπάλους του.
Αναρχικός διανοούμενος ή μπουρζουά;
Η προσπάθεια να ισορροπήσει ο Ροσέλι μέσα στις αντιφάσεις μιας εποχής που, καθώς αποδείχθηκε, εγκυμονούσε τα χειρότερα είναι ολοφάνερη από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου του. Πιστεύει ότι η δύναμη και η ωριμότητα του εργατικού κινήματος, όπως εκφραζόταν στην Αγγλία, προσέφερε τις απαντήσεις στο αμείλικτο ερώτημα «τι να κάνουμε». Γι’ αυτό και επιτίθεται, αλλού σαφώς και αλλού εμμέσως, στο σοβιετικό πρότυπο –αν και, όταν γράφει το βιβλίο του, έχουν περάσει μόνο 13 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εν τούτοις η θεωρητική κριτική, όπως αποδείχθηκε αργότερα, είχε ιδιαιτέρως αρνητικά αποτελέσματα στην πράξη. Γράφει, για παράδειγμα, στη σελ. 185: «Το απτό ιστορικό προτσές, έτσι όπως το περιγράφουν οι μελετητές του ιστορικού υλισμού, είναι μια ιστορία μη βιωμένη, μια ιστορία εκ των υστέρων, μια ιστορία καθηγητών». Αν βάλει κανείς στη θέση των «καθηγητών» τους κομματικούς γραφειοκράτες, μπορεί να καταλήξει και σε πρόσθετα συμπεράσματα, όσον αφορά τουλάχιστον τα όσα συνέβησαν στη μεταπολεμική εποχή. Παράγραφοι σαν κι αυτή, που βρίσκονται διάσπαρτες σε όλο το βιβλίο, ίσως οδήγησαν τον Νορμπέρτο Μπόμπιο να πει ότι ο Ροσέλι ήταν ένας «αναρχικός διανοούμενος», ενώ ο Παλμίρο Τολιάτι τον θεωρούσε απολογητή της μπουρζουαζίας. Ο Ροσέλι, όμως, δίνοντας πρωταρχική αξία στην ελευθερία και στα ηθικά ιδεώδη, δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αφήνοντας κατά μέρος τα όποια θεωρητικά σχήματα στα οποία καταφεύγει, δεν μπορεί κανείς παρά να σταθεί σε κάποιες αποκαλυπτικές φράσεις του όπως: «Ο Παράδεισος είναι απαγορευμένος στη γενιά της επανάστασης. Αυτή θα εργαστεί και θα θυσιαστεί για τα παιδιά της». Τέτοια το 1930. Το πού πήγαν ωστόσο εκείνες οι θυσίες είναι μια τεράστια –και θλιβερή –ιστορία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ