Για μια ακόμη φορά ανακαλώ στη μνήμη μου την ομιλία την οποία είχε κάνει στις 18 Μαρτίου του 1968 στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας στην Αμερική ο μετέπειτα δολοφονηθείς Ρόμπερτ Κένεντι.

Τι έλεγε ο Κένεντι μεταξύ των άλλων σε αυτή την ομιλία; Ότι «το πνευματικό επίπεδο του δημόσιου διαλόγου προσδιορίζει και το πολιτισμικό επίπεδο μιας χώρας» ( Sandel, Δικαιοσύνη)!

Γιατί διενεργώ αυτή την αναφορά;

Γιατί δυστυχώς-για μια ακόμη φορά- το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας δεν επέτρεψε να διεξαχθεί μια σοβαρή και καλόπιστη συζήτηση γύρω από αυτά που έγιναν μετά την περάτωση της ανάκρισης στην τραγική υπόθεση των Τεμπών (όπου όπως είναι γνωστό έχασαν τη ζωή τους 57 άτομα , μεταξύ των οποίων και φοιτητές μας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου).

Και θα επιθυμούσα σύντομα να διατυπώσω καλόπιστα και σύντομα τις ακόλουθες νομικές και δικαιοπολιτικές παρατηρήσεις.

Αδικαιολόγητη η προσωπική στοχοποίηση

1 Καταρχήν , είναι ευνόητο ότι οι Εισαγγελικοί και Δικαστικοί λειτουργοί απονέμουν ποινική Δικαιοσύνη ως δικαιοδοτικά όργανα. Υπό την έννοια αυτή η οποιαδήποτε -αν έγινε- προσωπική στοχοποίηση του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Λαρίσης ήταν δικαιοπολιτικά και θεσμικά αδικαιολόγητη (έστω και αν διαφωνούσε κανείς με τις επιλογές του στην επίμαχη υπόθεση).

2 Όμως, υπάρχει και ένα άλλο θέμα το οποίο συζητήθηκε έντονα αυτές τις ημέρες. Ποιο;

Ήταν στην υπόθεση των Τεμπών δικονομικά νομότυπη η ταχύτατη σύνταξη της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών (μέσα σε λίγες ημέρες), ώστε να αποφασιστεί (με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών), αν θα παραπεμφθούν οι πολλοί μη πολιτικοί κατηγορούμενοι στο Τριμελές Εφετείο;

Πολλοί διατύπωσαν την άποψη, ότι κακώς μορφοποιήθηκε τόσο γρήγορα η δικανική πεποίθηση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν μάλιστα έχουν ανακύψει έντονες δικονομικές αμφισβητήσεις για διάφορα ζητήματα (όπως η εκταφή των νεκρών ατόμων , αίτημα που υποβάλλεται ακόμη και τώρα από κάποιους συγγενείς των θυμάτων).

Και μάλιστα, όταν η τακτική ανάκριση από τον Εφέτη- Ανακριτή έχει διαρκέσει σχεδόν δύο χρόνια ( υπερβαίνοντας κατά πολύ το χρονικό διάστημα των οκτώ μηνών που θέτει ο ΚΠΔ στο άρθρο 248παρ. 5).

Η απάντηση κατά τη γνώμη μου σε αυτό το ζήτημα είναι η ακόλουθη:

Από καθαρά δικονομική άποψη η ταχεία (εντός έξι ημερών) μορφοποίηση και υποβολή της πρότασης του Εισαγγελέα Εφετών ήταν ΚΑΤΑΡΧΗΝ νομότυπη. Για ποιο λόγο;

Γιατί το άρθρο 309 του ΚΠΔ που εφαρμόζεται στην υπόθεση των Τεμπών δεν οριοθετεί στον Εισαγγελέα ένα χρονικό όριο εντός του οποίου είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει την πρόταση του ( σε αντίθεση με το άρθρο 308 παρ.1 , όπου ο Εισαγγελέας είναι απαραίτητο να καταρτίσει την πρότασή του εντός δύο ή τριών μηνών, όταν η παραπομπή διενεργείται με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων).

Από την άλλη πλευρά , πάλι σε δικονομικό επίπεδο, η ταχύτατη υποβολή της εισαγγελικής πρότασης στην επίμαχη τραγική υπόθεση των Τεμπών εγείρει πολλούς προβληματισμούς. Για ποιο λόγο;

Γιατί έχουμε να κάνουμε με μία δικαιοδοτική κρίση η οποία έπρεπε να μορφοποιηθεί μετά την αξιολόγηση ενός τεράστιου αποδεικτικού υλικού (60.000 σελίδων)!

Περαιτέρω υπενθυμίζω , ότι η συζητούμενη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών έχει ένα αυξημένο «ειδικό βάρος», αφού λίγο έως πολύ υποκαθιστά το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο κανονικά θα αποφάσιζε για την παραπομπή σε τέτοιες υποθέσεις με έντονο δημόσιο ενδιαφέρον (αν δεν είχε μεσολαβήσει η αλλαγή που επέφερε ο πρόσφατος ν.5090/2024).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκε και ένα εσφαλμένο, κατά την άποψη μου , επιχείρημα από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

3. Το εσφαλμένο επιχείρημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Τι υποστήριξε η επίμαχη Ένωση; Ότι ήταν νομιμοποιημένη η ταχύτατη υποβολή της πρότασης , αφού ασκώντας για έξι μήνες την ανώτατη εποπτεία της ανάκρισης -κατά το άρθρο 32 ΚΠΔ- ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών είχε «πρόσβαση στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού» .

Το επιχείρημα τούτο είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους λόγους.

Γιατί θα ήθελα να υπενθυμίσω , ότι με την εισαγωγή του νέου ΚΠΔ την 1η Ιουλίου του 2019 (ν. 4620) αντικαταστάθηκε στο άρθρο 32 ο όρος «ανώτατη Διεύθυνση στην ανάκριση» με τον όρο «ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση». Γιατί έγινε αυτό;

Για να καταστεί απολύτως σαφές, ότι ο Εισαγγελέας Εφετών (: ο εποπτεύων) δεν μπορεί να δίνει ειδικές εντολές και κατευθύνσεις στον ανακριτή σχετικά με το χειρισμό κάποιας συγκεκριμένης υπόθεσης, ούτε να παρεμβαίνει κατά την εξέταση των αποδεικτικών μέσων ή κατά την έκδοση ενός εντάλματος προσωρινής κράτησης (Δαλακούρας, Ο νέος ΚΠΔ , 2020) !

Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αυτόνομη λειτουργική εξουσία του ανακριτή (η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 248παρ.2 του ΚΠΔ).

Υπό την έννοια τούτη σίγουρα δεν είχε πρόσβαση στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών (γιατί μια τέτοια γνώση θα ήταν δικονομικά απαγορευμένη).

Επομένως, το επιχείρημα αυτό της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν νομιμοποιεί σε καμία περίπτωση την ταχύτατη υποβολή της Εισαγγελικής πρότασης.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Η στοχοποίηση εισαγγελικών λειτουργών με ενοχλεί βαθύτατα . Από την άλλη πλευρά όμως είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς κατά την κρίση μου, ότι οποιοδήποτε ανθρώπινο όν μπορεί μέσα σε έξι ημέρες να αξιολογήσει ένα αποδεικτικό υλικό 60.000 σελίδων.

*

O Γρηγόρης Καλφέλης είναι Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

kalfelis@law.auth.gr