Ένα νέο σκηνικό που κάνει, παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, ακόμα πιο δύσκολη την εκλογική εξίσωση της κάλπης της 9ης Ιουνίου, έχει ξεπροβάλλει τις τελευταίες εβδομάδες. Διλήμματα που τέθηκαν στο εκλογικό σώμα δεν φαίνεται να συγκινούν, βεβαιότητες ως προς τη σειρά κατάταξης δείχνουν να ανατρέπονται και η απόφαση για τον αποκλεισμό του μορφώματος των Σπαρτιατών οδηγεί σε νέα κανάλια μέρος της ακροδεξιάς ψήφου. Ακόμα και οι ημέρες του Πάσχα που συνήθως προσφέρονται για ανάπαυλα αποτελούν πια μέρος της προεκλογικής μάχης. Θα κυλήσουν όλα ήρεμα ή θα πέσουν (και άλλες) σφαλιάρες στις εκκλησίες;

Η δύναμη και η αδυναμία της ΝΔ

Σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ αναμετρώνται με τον εαυτό τους. Το μέτρο σύγκρισης είναι η επίδοση των προηγούμενων εκλογών, το ζητούμενο είναι ένα ποσοστό που θα κινείται στη σφαίρα του 33%. Ο πήχης είναι κατά πολύ χαμηλότερος του 41% που επικαλούνται τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος κάθε φορά που τους ασκείται κριτική αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρουν να τον ξεπεράσουν.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δει το αρχικό δίλλημα που έθεσε στο εκλογικό σώμα, αυτό της διατάραξης της πολιτικής σταθερότητας στην περίπτωση ενός μη επιθυμητού αποτελέσματος για τη ΝΔ, να μην συγκινεί το εκλογικό σώμα. Όπως προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις πάνω από το 65% του εκλογικού σώματος θεωρεί ότι δεν τίθεται θέμα πολιτικής σταθερότητας όποιο και αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Έχασε το Μέγαρο Μαξίμου τη μάχη με τη χαλαρή ψήφο; Κατά πάσα πιθανότητα, ναι. Σχεδόν κανείς, ούτε οι επιτελείς του Πρωθυπουργού, πιστεύουν ότι ακόμα και αν η ΝΔ πέσει (μάλλον δύσκολο) κάτω από το 30% δεν θα διασαλευτεί η πολιτική σταθερότητα της χώρας.

Η δύναμη του Κυριάκου Μητσοτάκη, η σαφής υπεροχή του έναντι των αντιπάλων του είναι, ταυτόχρονα και η αδυναμία του. Επιτρέπει στους πολίτες που ψήφισαν τη ΝΔ στις εθνικές εκλογές να κάνουν ένα διάλειμμα. Έχουν πειστεί ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί τους επιτρέπουν να στείλουν ένα μήνυμα δυσαρέσκειας για πολιτικές επιλογές με τις οποίες διαφωνούν αλλά και για συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από την έπαρση του ισχυρού.

Το τελευταίο διάστημα η στρατηγική του κ. Μητσοτάκη έχει αλλάξει. Το δίλημμα της σταθερότητας έχει υποχωρήσει. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το πραγματικό πρόβλημα των πολιτών που δεν είναι τίποτα άλλο από την δύσκολη καθημερινότητα. Ο Πρωθυπουργός περιοδεύει ανά τη χώρα θέλοντας να αναδείξει τις κυβερνητικές δράσεις σε τομείς που «καίνε» την κυβέρνηση, όπως η ακρίβεια και η εγκληματικότητα.

Και το δίλημμα που θέτει έχει περισσότερο ευρωπαϊκό χρώμα. Όπως, επισημαίνει, στις κάλπες «θα κριθεί ποια είναι η πολιτική δύναμη εκείνη η οποία είναι ικανή να εξασφαλίσει ακόμα περισσότερους πόρους για τη χώρα μας, όπως τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, θα μπορέσει να διεκδικήσει μια πιο ευέλικτη Κοινή Αγροτική Πολιτική για τους αγρότες και θα διαμορφώσει τη στάση της Ευρώπης στο μεταναστευτικό ή θα συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης στρατηγικής άμυνας της ηπείρου μας».

Φυσικά, ο κ. Μητσοτάκης, σπεύδει να καλύψει τα νώτα του, για την ακρίβεια τα δεξιά του. Έχει αναθέσει τις περιοχές που έχει πρόβλημα (Β. Ελλάδα) σε υπουργούς όπως ο Μ. Βορίδης, ο Α. Γεωργιάδης αλλά και ο Ν. Δένδιας που μπορούν να απευθυνθούν στο παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο της ΝΔ. Σε εξέλιξη, μάλλον επιτυχώς, είναι και η προσπάθεια ανάδειξης μιας εικόνας αποκατάστασης των σχέσεων με την Εκκλησία που διαταράχθηκαν μετά την απόφαση για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Η «έκπληξη» Κασσελάκη και ο «λαϊκισμός αλα Τράμπ»

Το τελευταίο παράσημο για τον Στέφανο Κασσελάκη ήλθε από τον Βασίλη Στίγκα τον πρόεδρο του μορφώματος των Σπαρτιατών. «Ο ΣΥΡΙΖΑ να το πω και αυτό, γιατί δεν φοβάμαι, έχει αξιοπρέπεια με τον Κασσελάκη που δεν κατέθεσε υπόμνημα, έχει αξιοπρέπεια και αυτό είναι καλό», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Ηλία Κασιδιάρη στη Βουλή. Το ερώτημα βέβαια δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη έχει αξιοπρέπεια αλλά το πολιτικό στίγμα έχει. Γιατί θυμίζει, όλο και λιγότερο, κόμμα της παραδοσιακής αριστεράς. Είναι, όπως λέγεται, λίγο από όλα και λίγο με όλους.

Ο κ. Κασσελάκης έχει πάρει στις πλάτες του τον εκλογικό αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ. Τον έχει μετατρέψει σε one man show. Περιοδεύει στη χώρα και ολοκληρώνει την κρουαζιέρα του στο Αιγαίο συμπεριφερόμενος περισσότερο ως σταρ παρά ως πολιτικός αρχηγός. Ίσως γιατί, όπως λένε όσοι τον επικρίνουν, του είναι πιο εύκολο να μοιράζει χαμόγελα και να κάνει αγκαλιές παρά να διατυπώνει πολιτικές θέσεις. Την τελευταία φορά που το έκανε υποσχέθηκε αύξηση των δαπανών για την Υγεία στο 5%, ενώ ήδη είναι στο 6%.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποδέχεται όλη αυτή την κριτική με χαμόγελα. Λίγη σημασία έχει. Η ουσία βρίσκεται στο αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα λέει ότι ο κ. Κασσελάκης από εκεί που όδευε προς μονοψήφια ποσοστά φαίνεται να «κλειδώνει» τη δεύτερη θέση και να διεκδικεί ποσοστά που θα ξαναβάλουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο παιχνίδι της διεκδίκησης της εξουσίας.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζει χαμηλά ποσοστά συσπείρωσης των ψηφοφόρων που το επέλεξαν στις εθνικές εκλογές του 2023. Φαίνεται όμως να κερδίζει δυνάμεις από τη δεξαμενή των αναποφάσιστών και του καναπέ. Το αν αυτό γίνεται, πότε επικαλούμενος θαύματα, πότε λέγοντας το «Πιστεύω» και πότε κάνοντας παρέλαση, θα έχει ξεχαστεί την επομένη των εκλογών αν το αποτέλεσμα πλησιάσει αυτό των εθνικών εκλογών.

Το ζητούμενο είναι αν η νέα εκλογική πελατεία του κ. Κασσελάκη, που δηλώνει ότι θα τον ψηφίσει τις ευρωεκλογές σηκωθεί από τον καναπέ. Στην περίπτωση που φτάσει στις κάλπες κάθε αποτέλεσμα, ακόμα και αυτό της μεγάλης έκπληξης, είναι πιθανό. Αν όχι τότε ακόμα και η μάχη για τη δεύτερη θέση με το ΠαΣοΚ του Ν. Ανδρουλάκη, δεν έχει κλείσει οριστικά.

Το «νέο μεταίχμιο» του ΠαΣοΚ

Στη Χαριλάου Τρικούπη η φορά των πραγμάτων ακολουθεί αντίστροφη πορεία από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του ΠαΣοΚ θεωρούσε σχεδόν δεδομένη τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές και πρόβαρε το ρόλο της πραγματικής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δεδομένα, όμως, φαίνεται να έχουν αλλάξει. Και το ΠαΣοΚ μέχρι τις εκλογές είναι, εκ των πραγμάτων, αναγκασμένο να επιδοθεί σε ένα διμέτωπο αγώνα, ανεβάζοντας τους τόνους της κριτικής του τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και απέναντι στον Στέφανο Κασσελάκη.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης εξακολουθεί να δηλώνει αισιόδοξος λέγοντας ότι το ΠαΣοΚ θα είναι δεύτερο κόμμα στις εκλογές. Θεωρεί και αυτό το μήνυμα θα επιχειρήσει να περάσει στο εκλογικό σώμα, στο διάστημα μέχρι τις κάλπες, ότι στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου θα κριθούν δύο πράγματα. Πρώτον, αν η ΝΔ κάνει μια εκλογική παρέλαση η οποία θα ενισχύσει την αλαζονεία που εκπέμπει η κυβέρνηση. Και δεύτερον αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απέναντι του, στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές την αντιπολίτευση «θείο δώρο» του κ. Κασσελάκη.

Το μεγάλο θέμα για το ΠαΣοΚ και τον κ. Ανδρουλάκη είναι ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την αναταραχή που υπήρξε στον ΣΥΡΙΖΑ και να κλειδώσει την δεύτερη θέση που είχε, επί δίμηνο, στις δημοσκοπήσεις. Οι πρωτοβουλίες που έλαβε (πρόταση μομφής) και πράγματι, έφεραν σε θέση άμυνας την κυβέρνηση ελήφθησαν όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει, ήδη, να ανακάμπτει. Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα είναι ότι το ΠαΣοΚ δεν δείχνει να έχει δεξαμενές που θα του επέτρεπαν ένα εκλογικό άλμα. Στα αριστερά του υπάρχει η Νέα Αριστερά ως χώρος υποδοχής της δυσαρέσκειας για τον ΣΥΡΙΖΑ και στα δεξιά του οι Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου λειτουργούν ως ανάχωμα στις εισροές από τη ΝΔ ενώ του στερούν και ένα κρίσιμο ποσοστό.

Ο κ. Ανδρουλάκης τονίζει ότι το ΠαΣοΚ δέχεται πόλεμο και από τον επικοινωνιακό βραχίονα της ΝΔ που προτιμά να προβάλλει τις «χαριτωμενιές» του κ. Κασσελάκη και όχι τος πολιτικές προτάσεις του ΠαΣοΚ που συνιστούν μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Δεν έχει άδικο. Αλλά μετά από ένα κακό αποτέλεσμα λίγη σημασία έχει ο ρόλος της ..διαιτησίας. Σε κάθε περίπτωση το ΠαΣοΚ βρίσκεται μπροστά σε ένα «νέο μεταίχμιο». Η θα πετύχει ένα αποτέλεσμα που θα επιτρέψει στον κ. Ανδρουλάκη να πάρει πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση του κεντροαριστερού χώρου η θα μπει σε διαδικασίες νέων εσωτερικών συζητήσεων.