Τη δεκαετία του ’70 λεσβίες από όλο τον κόσμο αρχίζουν να καταφθάνουν στη μικρή Ερεσό της Λέσβου, γενέτειρα της αρχαίας ποιήτριας Σαπφούς. Η σκηνοθέτης και φωτογράφος Τζέλη Χατζηδημητρίου, που έζησε την εποχή της σύγκρουσης και εν τέλει της συνύπαρξης στο νησιωτικό χωριό ως ντόπια και ως ομοφυλόφιλη, αφηγείται στο ντοκιμαντέρ «Λεσβία» μια ιστορία 50 χρόνων, γύρω από τις αποστάσεις, εξωτερικές και εσωτερικές, που χρειάζεται να διανύσουμε για να υπάρξουμε μαζί αλλά και να νιώσουμε αποδεκτοί.
Το ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου διαφυλάσσει της γνώση μιας γενιάς που αγωνίστηκε να κατοχυρώσει ένα δικό της χώρο παρουσίας και βγήκε κερδισμένη από αυτό. Η σκηνοθέτης μιλάει στο ΒΗΜΑ για την εμπειρία της λεσβιακής κοινότητας της Ερεσού που πλέον καταγράφεται σε μια ταινία τεκμηρίωσης, η οποία ξεκινάει το ταξίδι της στις κινηματογραφικές αίθουσες (στην Αθήνα προβάλλεται στον κινηματογράφο Τριανόν) έχοντας βραβευτεί στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με την Ειδική Μνεία του τμήματος Mermaid και με το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (εξ ημισείας με το «Πανελλήνιον»).
Το ντοκιμαντέρ σας καταγράφει την ιστορία της λεσβιακής κοινότητας στην Ερεσό, αλλά και της ιστορίας της Λέσβου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ταυτόχρονα και ένα κομμάτι προσωπικής ιστορίας. Πότε αισθανθήκατε ότι πρέπει να καταγραφούν αυτές οι ιστορίες σε ένα ντοκιμαντέρ;
Δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφω ιστορίες, απλώς οι προηγούμενες καταγραφές έγιναν με άλλο μέσο. Κατά κάποιο τρόπο θεωρώ τον εαυτό μου σαν να γράφω επικήδειους, αν και δεν ακούγεται ωραίο αυτό. Γύρω στα 1987 – ’88 άρχισα να καταγράφω φωτογραφικά τη Λέσβο και μετά τα Κύθηρα και στο ενδιάμεσο και την Αθήνα. Εξέδωσα ένα βιβλίο για τις ιαματικές πηγές της Λέσβου («Το άγιο νερό – Ιαματικές πηγές της Λέσβου»), όταν οι πηγές αυτές ήταν παρατημένες εντελώς, μάλιστα χάθηκαν γιατί όταν επιχείρησαν να τις αξιοποιήσουν τις κατέστρεψαν. Μετά εξέδωσα το λεύκωμα «39 καφενεία και ένα κουρείο», όπου και σε αυτό έβλεπα τον κόσμο των καφενείων να χάνεται. Μέσα μου ενεργοποιείται μια διαίσθηση – δεν ξέρω πώς αλλιώς να το ονομάσω – αλλά βλέπω τα πράγματα τα οποία είναι στο μεταίχμιο της αλλαγής τους.
Στα «39 καφενεία και ένα κουρείο», το οποίο κυκλοφόρησε το 1996, μέσα σε ένα χρόνο τα μισά καφενεία από αυτά που φωτογράφισα στη Λέσβο είχαν ήδη κλείσει και αυτό συνεχίστηκε. Όλα τα βιβλία, είτε του τοπίου είτε της αρχιτεκτονικής που φωτογράφιζα, έχουν μια τέτοια αίσθηση. Την αίσθηση της λέξης απαθανατίζω, δηλαδή σώζω από το θάνατο. Οπότε εγώ έχω κάνει ήδη μία δουλειά με τη φωτογραφία σώζοντας κομμάτια της ιστορίας της Λέσβου και αντίστοιχα και των Κυθήρων, τα δύο νησιά τα οποία έχω σαν δύο πατρίδες – τη μία που γεννήθηκα και την άλλη που με υιοθέτησε και την υιοθέτησα.
Το 2012 εξέδωσα τον αυτοχρηματοδοτούμενο οδηγό «A Girl’s Guide to Lesvos», που είναι ο μόνος οδηγός στον οποίο υπάρχουν 50 σελίδες αφιερωμένες στις λεσβίες. Μέχρι τότε, το ότι υπήρχαμε στην Ερεσό ήταν κάτι το οποίο κανένας δεν ήθελε να το λέει. Ήταν εντάξει το ότι βρισκόμασταν μεν εκεί μετά από πολλά χρόνια που περάσαμε δύσκολα, αλλά ένας Λέσβιος και ένας Ερεσιώτης δεν θα το έλεγαν ποτέ αυτό περήφανα. Στην Ερεσό, ξέρετε, γεννήθηκε η Σαπφώ, γι αυτό το λόγο εμείς πήγαμε εκεί. Έβγαλα,όμως, αυτόν τον οδηγό, γιατί ήδη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας η Ερεσός είχε αρχίσει να αλλάζει χαρακτήρα. Τα άτομα που έρχονταν στην Ερεσό δεν είχαν πλέον φεμινιστική συνείδηση, αντίθετα τα πρώτα άτομα που πήγαμε το ’80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήμασταν άτομα με έντονη φεμινιστική συνείδηση. Και επίσης τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα, που χρειαζόσουν την Ερεσό. Ήταν το μόνο μέρος που υπήρχε ασφάλεια, ελευθερία και χώρος για να διεκδικήσουμε. Αρκεί να πούμε ότι μέχρι το 1992 στην Ιρλανδία ήταν ποινικοποιημένη η ομοφυλοφιλία.
Αυτό το πλαίσιο ανελευθερίας δεν το συνειδητοποιούμε πολλές φορές. Ορισμένες κατακτήσεις ως προς τα ατομικά δικαιώματα φαντάζουν σήμερα ως δεδομένες.
Τότε έρχονταν στην Ερεσό γυναίκες από όλο τον κόσμο, οι οποίες είχαν έντονη φεμινιστική συνείδηση. Όταν γίναμε περισσότερες και οι ντόπιοι άρχισαν πλέον να βλέπουν ότι η κοινότητα αυτή αποτελούσε μια πολύ καλή πηγή εισοδήματος, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήμασταν «τέρατα» και δεν κινδύνευαν οι οικογένειες τους, δημιουργήθηκαν καλές φιλίες. Έτσι ο κόσμος που άρχισε να έρχεται πλέον ήταν ένας κόσμος που δεν ήξερε τίποτα για την ιστορία μας και ήθελε απλώς να περάσει καλά. Ταυτόχρονα συνέβαιναν και άλλα δύο πράγματα. Πρώτον, το 2012 είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα η μεγάλη οικονομική κρίση και η Ερεσός είχε αρχίσει να γίνεται ακριβή και επίσης είχαμε την ψευδαίσθηση στον χώρο των ομοφυλόφιλων, ιδιαίτερα στον λεσβιακό, ότι μας αποδέχονται.
Δημιουργήθηκαν άλλοι χώροι, προέκυψε η Ίμπιζα, γίνονταν διάφορα φεστιβάλ σε διάφορα μέρη του κόσμου και ξαφνικά άρχισαν να μην έρχονται στην Ερεσό. Αυτοί ήταν και οι βασικοί λόγοι για τους οποίους έγινε το ντοκιμαντέρ. Η διαίσθησή μου και η υποχρέωση που ένιωθα να κρατήσω την ομορφιά. Αυτό που ζούσαμε εμείς ήταν πάρα πολύ όμορφο. Όπως κατέγραψα τα καφενεία ή τα λουτρά μέσα σε ένα βιβλίο και τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια ή την αγροτική αρχιτεκτονική της Λέσβου και των Κυθήρων έτσι όπως ήταν πριν έρθει όλος αυτός ο κόσμος, έτσι με κάποιο τρόπο θέλησα να καταγράψω αυτό το οποίο συνέβη στην Ερεσό. Ξέρετε, τότε εμείς ζούσαμε, δεν συνειδητοποιούσαμε τι κάναμε. Απλώς το ζούσαμε. Μέχρι που πέρασε κάποιος χρόνος για να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που συνέβη για να επέλθει μετά και η επιθυμία της καταγραφής.
«Ήθελα να κρατήσω τη γνώση των όσων συνέβησαν εκεί, τι σήμαινε η Ερεσός για τις λεσβίες, τι συνέβη, τι δυσκολίες περάσαμε, ποια ήταν η αντιμετώπιση των ντόπιων, πώς έγινε τελικά και συμφιλιωθήκαμε».
Θελήσατε, δηλαδή, να κρατήσετε την ανάμνηση για να μην περάσει στη λήθη αυτή η εποχή.
Δεν ήταν η ανάμνηση, αλλά η γνώση. Ήθελα να κρατήσω τη γνώση των όσων συνέβησαν εκεί, τι σήμαινε η Ερεσός για τις λεσβίες, τι συνέβη, τι δυσκολίες περάσαμε, ποια ήταν η αντιμετώπιση των ντόπιων, πώς έγινε τελικά και συμφιλιωθήκαμε. Να υπάρχει μια καταγραφή, δηλαδή. Δεν ήταν το ίδιο το να πηγαίνεις στην Ερεσό, όπως το να πηγαίνεις στην Ίμπιζα. Στην Ίμπιζα δεν υπήρξε φεμινιστική συνείδηση, σε εμάς υπήρξε. Παλέψαμε για να τον έχουμε αυτόν τον χώρο. Τον διεκδικήσαμε σε κάποια χρόνια, τα οποία ήταν όλα πάρα πολύ δύσκολα. Ήταν τα χρόνια που στην Αθήνα σε έλεγαν απλά «ανώμαλη». Εμείς εκεί διεκδικήσαμε και κερδίσαμε έναν χώρο. Κερδίσαμε την επαφή με τους ντόπιους, το να είμαστε εκεί χωρίς να μας κυνηγάει κανένας. Κερδίσαμε και φιλίες μετά, τις πραγματικές σχέσεις. Δηλαδή, κάναμε τον λεσβιασμό μία πραγματικότητα. Δεν ήταν πια «οι λεσβίες και εμείς», αλλά μπήκαμε στη ζωή των Ερέσιων και οι Ερέσιοι μπήκαν στη δική μας ζωή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν συμβαίνει σε πολλά μέρη στον κόσμο.
Σίγουρα δεν συμβαίνει σε άλλα μέρη στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα καλά, δεν το συζητάμε. Εδώ δεν συμβαίνει στα διπλανά χωριά της Ερεσού και δεν αφορά την υπόλοιπη Λέσβο η περίπτωσή μας. Πήγαινε στην Αγιάσο, πήγαινε στο Πλωμάρι και θα δεις πως θα συμπεριφερθούν. Ας βρεθούν 50 λεσβίες εκεί και θα δεις τι έχει να γίνει… Έγινε πολλή δουλειά στην Ερεσό για να μπορέσουμε εμείς τώρα να έχουμε ελευθερία. Και εγώ ήθελα να το μάθει αυτός κι άλλος κόσμος, γιατί σήμερα τα πράγματα θεωρούνται δεδομένα. Έχουμε περάσει πια σε μια άλλη εποχή, στην εποχή που διεκδικούμε ταυτότητες φύλου κτλ., αλλά πριν τη διεκδίκηση της ταυτότητας φύλου, συνέβη η διεκδίκηση της ύπαρξής σου, το να μπορείς να είσαι λεσβία. Δηλαδή κάποτε ήταν επικίνδυνο και το να λες ότι είσαι λεσβία. Ήταν βαρύ το αντίτιμο.
Μια διαδικασία ωρίμανσης
Πώς συγκεντρώσατε το υλικό, γιατί έχετε κάνει μια μεγάλη διαδρομή μέχρι σήμερα. Από ποια στάδια περάσατε;
Οι πρώτες συνεντεύξεις ξεκίνησαν το 2011. Πήρε πολλά χρόνια να γίνει αυτή η ταινία και η Ερεσός άλλαξε εν τω μεταξύ. Άλλαξαν πολλά πράγματα εκεί από το 2011 που ξεκίνησα μέχρι το 2023 που έκανα το τελευταίο πλάνο. Είχα μαζί μου τη λεσβιακή κοινότητα πρέπει να πω. Είναι συγκλονιστικό να νιώθεις, να βλέπεις πόσες γυναίκες ήθελαν να μου δώσουν υλικό, να μου στείλουν φωτογραφίες, πόσες ήθελαν να μοιραστούν την ιστορία τους μαζί μου. Ερχόταν μαζεμένο υλικό σε μένα, όχι πάντα χρησιμοποιήσιμο, γιατί ήταν από αναλογικές φωτογραφικές μηχανές και προέκυπταν διάφορες πρακτικές δυσκολίες.
Δεν ήταν εύκολο όμως. Ήταν όμως όλες οι γυναίκες κοντά σε αυτή την προσπάθεια και ήθελαν να μοιραστούν αυτή την ιστορία με μένα, το οποίο ήταν πραγματικά συγκλονιστικό. Συγκέντρωσα υλικό από 170 συνεντεύξεις, συνολικά 100 ώρες συνεντεύξεων με ντόπιους και με λεσβίες περίπου, γι’ αυτό το λόγο θα δημιουργήσουμε ένα online λεσβιακό αρχείο, προκειμένου να αναδειχθεί αυτή η συγκέντρωση αρχείων. Αυτό είναι το επόμενο πρότζεκτ μετά από την ταινία. Μια κοπέλα μου έστειλε ένα συγκινητικό γράμμα μαζί με μια φωτογραφία που είχε με τη φίλη της που γνωρίστηκαν στην Ερεσό και η φίλη της πέθανε. Τι μου έλεγε; «Σε παρακαλώ, βάλε αυτή τη φωτογραφία, γιατί θέλω να είμαστε κι εμείς μέρος αυτής της ιστορίας, η φίλη μου πέθανε και θα ήθελα να είναι μέσα στην ιστορία». Αυτά βίωσα επί 12 χρόνια, τα οποία ήταν πολύ έντονα ψυχολογικά. Δεν ήταν απλό το να γίνει αυτή η ιστορία ούτε το να αποφασιστεί τι θα μπει στο ντοκιμαντέρ και τι θα μείνει εκτός. Όλα ήταν μια δοκιμασία ωρίμανσης.
Οι κάτοικοι της Ερεσού ανυπομονούν να δουν την ταινία ολοκληρωμένη;
Mε κάποιους από τους ντόπιους που είμαστε φίλοι, ξέρω ότι την περιμένουν. Με τους άλλους δεν έχω επαφή γιατί αυτή τη στιγμή είμαι στην Αθήνα. Στην Ερεσό θα κάνω 4 προβολές μέσα στον Αύγουστο, ειδικά γιατί θέλω να έρθουν και οι ντόπιοι, γιατί χωρίς αυτούς η ταινία δεν θα γινόταν. Ελπίζω ότι όταν θα ακούσουν τα πράγματα που λένε και οι γυναίκες στην ταινία, θα τους βοηθήσει κι αυτούς να καταλάβουν τι ήταν για εμάς τότε η Ερεσός, γιατί συμπεριφερόμασταν έτσι. Όπως αντίστοιχα και οι λεσβίες που βλέπουν την ταινία, καταλαβαίνουν καλύτερα πλέον τη θέση των ντόπιων. Και με αυτή την κατανόηση πιστεύω ότι θα έρθει και μια πιο αρμονική σχέση, τουλάχιστον με κάποιους, όχι με όλους. Ποτέ δεν μπορεί να είναι με όλους.
«Να πάψουμε να βλέπουμε τους ανθρώπους διαχωρισμένους»
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες σε μια σημαντική στιγμή, καθώς έχει ξεκινήσει ένας διάλογος μετά την ψήφιση του νόμου για την ισότητα στον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία. Πώς είναι η Ελλάδα σήμερα σε θέματα αποδοχής και συμπερίληψης;
Είναι πολύ σημαντικό το ότι ψηφίστηκε ένας νόμος που όταν τον χρειαστείς να μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις. Το δεύτερο είναι η ελληνική κοινωνία. Αν αυτή η κοινωνία δεν αρχίσει να βλέπει τα πράγματα αλλιώς, τότε ο νόμος δύσκολα θα μπορέσει να έχει εφαρμογή. Όμως είναι σημαντικότατος. Οι κινήσεις πρέπει να γίνουν και από δύο μεριές. Να υπάρξει μια συνομιλία και θα έλεγα εκπαίδευση, γιατί χρειάζεται να μάθει ο κόσμος τι είναι η ομοφυλοφιλία. Αυτό το οποίο δεν γνωρίζεις, σου δημιουργεί θυμό και επιθετικότητα. Πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τους ανθρώπους διαχωρισμένους. Το να είναι διαφορετικός ο άλλος αμέσως τον βάζει στο στόχαστρο για επίθεση.
Στην πλατεία Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, κατά την περίοδο του Φεστιβάλ όπου προβλήθηκε η ταινία σας, συνέβη άγρια επίθεση σε άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Φυσικά και συνέβη και θα δούμε κι άλλα τέτοια περιστατικά. Μα και στην Ερεσό είχαμε και έχουμε επιθέσεις. Η νέα γενιά όμως δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται. Δεν έχει όνειρα, δεν έχει στόχους, δεν έχει τίποτα και πάει να κρατηθεί από ακραίες απόψεις και συμπεριφορές για να βρει μια βάση και να νιώσει ότι ανήκει κάπου. Λείπει η γνώση, λείπει η παιδεία. Χρειάζεται παιδεία για να μπορέσει ο νόμος να έχει εφαρμογή. Επίσης στα σχολεία, τα παιδιά πρέπει να έχουν κοινωνική και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Αυτό λείπει από την κοινωνία μας. Βάζουμε μια ταμπέλα και καταδικάζουμε τον άλλο ως αυτός που είναι ο εκτός, ο διαφορετικός, αυτός που δεν καταλαβαίνουμε και εν ολίγοις είναι αυτός που μας απειλεί. Η παρουσία του, η ύπαρξή του απειλεί κάτι δικό μας. Αυτό χρειάζεται να συζητηθεί, αλλά πώς να γίνει όταν δεν υπάρχει μία λεσβία επώνυμη να βγει έξω και να το δηλώσει; Δεν βγαίνει να πει «είμαι λεσβία». Να υπάρξουν κι άλλα πρότυπα επωνύμων για τους νεότερους που θα δουν ότι μπορεί να είσαι και ομοφυλόφιλος και επιτυχημένος.
Είχατε κατά νου συγκεκριμένο κινηματογραφικό πρότυπο για να υλοποιήσετε το ντοκιμαντέρ σας;
Το σημαντικό ήταν να μπορέσω να σώσω αυτά τα οποία εγώ θεωρούσα σημαντικά, δεν είχα κινηματογραφική φόρμα. Ήξερα όμως από πριν τι ήθελα να κάνω και σίγουρα δεν ήταν ένας συνηθισμένος κινηματογραφικός τρόπος έκφρασης. Ήθελα να αναδείξω την ποιητική εικόνα της Ερεσού. Και εκεί μέσα δεν ήθελα να έχω μόνο την ιστορία των λεσβιών και των ντόπιων, αλλά ήθελα να είναι και η Ερεσός. Γιατί η Ερεσός μας ενέπνευσε για να είμαστε εκεί και είναι ο χώρος που μοιραζόμαστε οι λεσβίες με τους ντόπιους και όποιους άλλους ανθρώπους έρχονται εκεί.
«Τα πράγματα δεν μας χαρίζονται, χρειάζεται να τα κερδίζουμε».
Η ταινία σας χρησιμεύει ως πρότυπο σύνδεσης διαφορετικών αντιλήψεων και πολιτισμών και πώς αυτή η σύνδεση μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον…
Θα πω το εξής: εάν κάποτε υπήρχε ο κίνδυνος της μη αποδοχής της διαφορετικότητας, σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να χάσουμε την Ερεσό από ένα ξεπούλημα που γίνεται, όπως γίνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αν κάποτε το πρόβλημά μας ήταν το πώς θα συνυπάρξουμε με τους ντόπιους, το θέμα είναι τώρα ποιος θα σταματήσει τους ντόπιους και τους διάφορους επενδυτές που έρχονται, οι οποίοι θέλουν να χτίσουν πάνω στην παραλία και ξεπουλάνε τους αρχαιολογικούς χώρους. Αυτός ο κίνδυνος υπερισχύει τώρα. Εμείς βρήκαμε χώρο να υπάρξουμε. Το θέμα είναι αν θα υπάρχει Ερεσός από εδώ και πέρα ή αν θα τη μετατρέψουμε σε ένα τουριστικό προορισμό για όποιον έχει τα περισσότερα χρήματα να δώσει. Όλα στο χέρι μας είναι. Πρέπει να κινητοποιηθούμε. Αν είμαστε ενεργοί πολίτες και συνειδητοποιημένοι και αν θέλουμε να προστατέψουμε τον τόπο μας, μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Να κλείσουμε με μια αισιόδοξη ματιά…
Υπάρχει αισιοδοξία, δεν είναι όλα μαύρα. Απλά χρειάζεται να είμαστε σε εγρήγορση. Τα πράγματα δεν μας χαρίζονται, χρειάζεται να τα κερδίζουμε.
*Θες περισσότερο σινεμά; Άκου το νέο Podcast του Βήματος «Σινεμά στη σέντρα».*