Οι αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης, τις οποίες επέλεξε να πραγματοποιήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν «ανασχηματισμός».

Επί της ουσίας πρόκειται για μία απόφαση με στόχο την αντιμετώπιση ενός από τα κρίσιμα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, στα οποία οι επιδόσεις της είναι χαμηλές: Αυτό της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.

Το συγκεκριμένο αρμόδιο υπουργείο ήταν το πρώτο στο οποίο έγινε αλλαγή ηγεσίας το προηγούμενο καλοκαίρι, έναν μόλις μήνα μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Τότε είχε απομακρυνθεί ο Νότης Μητσράκης, λόγω των διακοπών του εν μέσω της κρίσης των πυρκαγιών και είχε αντικατασταθεί από τον Γιάννη Οικονόμου. Ακολούθησε όμως ένα διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου φάνηκε ότι στο πεδίο της ασφάλειας παρουσιάζονταν πολλαπλά κρούσματα, τα οποία διαμόρφωσαν μία συνθήκη κρίσης.

Δεδομένου ότι ο Πρωθυπουργός είχε επίγνωση του προβλήματος και των πολλαπλών διαστάσεών του, μία αλλαγή ηγεσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα στο ίδιο υπουργείο κρίθηκε σε πρώτη φάση ότι δεν ήταν μία πολιτική προτεραιότητα. Ήταν όμως μία εκκρεμότητα και τελικά μία σχεδόν προειλημμένη απόφαση. Μία κεντρική παρέμβαση στο πεδίο αυτό ήταν κατά προφανή τρόπο αναγκαία.

Ντόμινο αλλαγών

Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή του χρόνου και το στοιχείο του πολιτικού αιφνιδιασμού βάρυναν στη σκέψη του Πρωθυπουργού και τελικά αποφασίστηκε με την έναρξη του νέου έτους η αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με την επιστροφή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, η οποία προκάλεσε και ένα ντόμινο.

Στη θέση του στο υπουργείο Υγείας μετακινήθηκε ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος είχε θητεύσει στην ίδια θέση στη δύσκολη μνημονιακή περίοδο και επί Πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά και στο υπουργείο Εργασίας τον αντικατέστησε η Δόμνα Μιχαηλίδου, σε μία μεταχρονολογημένη αναβάθμιση, καθώς είχε διατελέσει εκεί υφυπουργός στην περίοδο πριν από τις εκλογές του Ιουνίου.

Επί της ουσίας ο Πρωθυπουργός φανερώνει με τις αποφάσεις του αυτές μία διάθεση άμεσων διορθωτικών παρεμβάσεων στα πεδία όπου κατά προτεραιότητα διαπιστώνει προβλήματα στη λειτουργία της κυβέρνησης.

Και παράλληλα, διατηρεί την ευχέρεια να παίξει κάποια άλλα «χαρτιά» σε επόμενη φάση και με αλλαγές σε άλλα υπουργεία, όποτε κρίνει ότι αυτό είναι πολιτικά σκόπιμο.