Από νωρίς το πρωί της Τετάρτης (20/12), συγγενείς, φίλοι αλλά και πλήθος συναδέλφων του Γιώργου Μιχαλακόπουλου προσέρχονται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών προκειμένου να παραστούν στην κηδεία του σπουδαίου ηθοποιού και σκηνοθέτη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.

Ανάμεσα στο πλήθος σπουδαίων ελλήνων καλλιτεχνών που ήρθαν για να πουν το τελευταίο αντίο στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και να τιμήσουν έναν σπουδαίο συνάδελφο και μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού θεάτρου ήταν η Ελένη Γερασιμίδου, η Μαρία Καβουκίδου με τον Νίκο Καβουκίδη, ο Αντώνης Κοκολάκης, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, ο Θοδωρής Ρουσόπουλος, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, η Άννα Φόνσου, ο Νίκος Φίλης, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ο Γιώργος Κιμούλης, ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ο Δημήτρης Πετρόπουλος, ο Οδυσσέας Σταμούλης, ο Ισίδωρος Σταμούλης, η Εύα Νάθενα και ο Γιάννης Μόσχος.

Θερμή παράκληση των δικών του ανθρώπων είναι «αντί στεφάνων στη μνήμη του ενισχύουμε το “Σπίτι του ηθοποιού” και το Τ.Α.Σ.Ε.Η.», όπως ανέφερε η ηθοποιός Μαρία Καβουκίδου σε ανάρτησή της για την κηδεία του σπουδαίου καλλιτέχνη.

Γιώργος Μιχαλακόπουλος, η πορεία του

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα και σπούδασε Υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1959 ως πρωτοετής σπουδαστής της Σχολής στην επεισοδιακή παράσταση του Καρόλου Κουν «Όρνιθες» στο Ηρώδειο.

Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και αργότερα συνεργάστηκε με τον θίασο του Κώστα Μουσούρη ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους μεγάλων συγγραφέων όπως ο Τσέχωφ και ο Μολιέρος. Ειδικά στην παράσταση «Δον Ζουάν» το 1968, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος εντυπωσίασε με την ερμηνεία του στον ρόλο του Σγαναρέλου.

Το 1973 ίδρυσε το Θέατρο Σάτιρας και έπαιξε μεταξύ άλλων στα έργα: «Ω, τι κόσμος μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά, «Συνεργός» του Φρ. Ντίρεμαντ, «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ. Το 1981 οργάνωσε στις φυλακές Κορυδαλλού το θεατρικό εργαστήρι με κρατούμενους.

Στο θέατρο είχε εμφανιστεί σε παραστάσεις όπως: «Έγκλημα και Τιμωρία», «Ο θάνατος του εμποράκου», «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» και «Το τίμημα». Ως θεατρικός σκηνοθέτης, σκηνοθέτησε αρκετά έργα, ανάμεσα στα οποία: «Τα παιδιά στο Δάσος του Ρομπέν» του Τζ. Κρόκερ, «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, «Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ.

Στην τηλεόραση πρωταγωνίστησε τη δεκαετία του ’70 στη θρυλική σειρά «Εκείνος κι εκείνος», ενώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το έκανε το 1964, ερμηνεύοντας δεύτερους ρόλους στις ταινίες «Οι Φτωχοδιάβολοι», «Ο πολύτεκνος» και «Φεύγω με πίκρα στα ξένα». Ένας από τους χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν ο ποιητής Φανφάρας στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» του Γιάννη Δαλιανίδη (1969).

Συμμετείχε επίσης, μεταξύ άλλων, στις ταινίες «Η ωραία του κουρέα» του Ντίνου Δημόπουλου (1969), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968), «Ένα γελαστό απόγευμα» του Ανδρέα Θωμόπουλου (1979), «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), το «Φράγμα» του Δημήτρη Μακρή (1982). Αξέχαστη ήταν επίσης η ερμηνεία του στη βραβευμένη ταινία «Ο Κύριος με τα Γκρι» του Περικλή Χούρσογλου το 1997.

Είχε κερδίσει το Α’ Βραβείο Ανδρικού ρόλου Καρόλου Κουν και το βραβείο «Αιμίλιος Βεάκης». Διετέλεσε επίσης καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Θεάτρου. Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων κατά την περίοδο 1974-1986 και αντιπρόεδρος ΚΕ.Θ.Ε.Α.

Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει δύο κόρες, την Ιωάννα, που είναι σκηνοθέτιδα και είχε συνεργαστεί μαζί της στο θέατρο, και την Ελένη, που είναι ζωγράφος.