Οι Ανεξάρτητες Αρχές (ΑΑ) αποτελούν σημαντικούς και ήδη καθιερωμένους θεσμούς εντός του ελληνικού διοικητικού συστήματος. Παράλληλα αποτελούν εκδήλωση νέων μορφών διακυβέρνησης, με συνεχή τάση αύξησης τόσο του αριθμού τους, όσο και του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους. Το οργανωτικό τους πρότυπο συχνά αποκλίνει από το παραδοσιακό ιεραρχικό μοντέλο της δημόσιας γραφειοκρατίας, με θετικό αποτύπωμα στη διαδικασία διοικητικής μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού.

Στο επίπεδο της θεωρίας η δημιουργία των ΑΑ αποτελεί εκδήλωση μιας ευρύτερης τάσης λειτουργικής αποκέντρωσης, επηρεασμένης από μεταρρυθμιστικά ρεύματα με κεντρική αναφορά την κριτική στον κρατικό παρεμβατισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρήθηκαν ως λύση (ή τουλάχιστον μέρος της) στα προβλήματα, τις παθογένειες και τις ελλείψεις που εμφάνιζαν οι παραδοσιακές γραφειοκρατικές διοικητικές δομές.

Οι σχετικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, υπήρξαν κυρίως προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση της ευελιξίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας. Η αμφισβήτηση του γραφειοκρατικού, συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης, που εμφάνιζε εγγενείς και εντεινόμενες αδυναμίες, τόνισε την ανάγκη ανταπόκρισης και προσαρμογής της δημόσιας διοίκησης στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις του εξελισσόμενου περιβάλλοντός της.

Ορισμένες από τις διαπιστώσεις που θεμελίωσαν την παραπάνω κριτική ήταν: η αδυναμία στοχευμένης εστίασης της κρατικής δράσης σε εξειδικευμένους τομείς παρέμβασης, η πανσπερμία αρμοδιοτήτων και η πολυπλοκότητα των μεγάλων γραφειοκρατικών δομών, η περιορισμένη ευελιξία των ιεραρχικών σχέσεων, η αδύναμη σχέση με τους πολίτες, η ασαφής διάκριση μεταξύ επιτελικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, αλλά και η αδιαφάνεια των διαδικασιών και οι (συχνά αθέμιτες) παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στη λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού. Σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η δημιουργία των ΑΑ υπαγορεύθηκε και από ειδικότερους παράγοντες όπως η τεχνογνωσία και η επιστημονική και επαγγελματική εξειδίκευση αυτών των θεσμών.

Σημαντική εξέλιξη, αλλά και ιδιαιτερότητα της λειτουργίας των ΑΑ στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος, αποτελεί η συνταγματική κατοχύρωση, από το 2001, πέντε εξ’ αυτών (ΑΠΔΠΧ, ΑΔΑΕ, ΑΣΕΠ, ΕΣΡ, ΣτΠ) και η απλώς νομοθετική, τριάντα περίπου ακόμα ΑΑ.

Η συζήτηση για τις ΑΑ και τη θέση τους στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα, προτάσσει συχνά το κριτήριο της ανεξαρτησίας ως το κύριο (αν όχι το μόνο) ζήτημα λειτουργίας τους. Το επίθετο «ανεξάρτητες» υπερτονίστηκε έναντι του ουσιαστικού «αρχές», στο πλαίσιο μάλιστα της κατανόησης των ΑΑ ως θεσμικών αντίβαρων εντός της ετεροβαρώς δομημένης εκτελεστικής λειτουργίας. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ανάπτυξης θεωρητικής, διοικητικής, πολιτικής, αλλά και νομολογιακής διαλεκτικής, η οποία επιχειρεί να προσδιορίσει τη φύση (νομική και διοικητική) και τα όρια του θεσμού των ΑΑ, που υποκατέστησε παραδοσιακές μορφές και εκφάνσεις της εκτελεστικής λειτουργίας.

Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας, αν και θεμελιώδης προϋπόθεση λειτουργίας τους, αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη επιτυχίας της αποστολής τους. Η παντελής έλλειψη ιεραρχικού ελέγχου από παραδοσιακές εκφάνσεις της εκτελεστικής λειτουργίας, η κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους, η διαφύλαξη της δημοσιονομικής τους αυτοτέλειας, η μέριμνα για την επίτευξη των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 101 Α του Συντάγματος, αποτελούν κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως βέβαια και η δημοκρατική τους νομιμοποίηση και η άσκηση αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

Όλα τα παραπάνω όμως, δεν υποκαθιστούν την αποστολή των ΑΑ ως διοικητικών θεσμών που ασκούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η λειτουργία των ΑΑ σε απόσταση (at arm’s length) από το κεντρικό κράτος και η απομάκρυνση ορισμένων αρμοδιοτήτων από την άμεση επιρροή της πολιτικής εξουσίας, διαφυλάσσουν τη συνέχεια και την αξιοπιστία των ασκούμενων πολιτικών, θα πρέπει όμως να συνδέονται με μια συνολικότερη δέσμη ζητούμενων. Η ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, η ευελιξία, η ανταπόκριση στην οικονομική αρχή, η ενίσχυση του ρόλου των τεχνοκρατικών κριτηρίων κατά την άσκηση δημόσιας πολιτικής, η εγγύτητα της διοικητικής δράσης προς τους αποδέκτες των εκροών της, η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή της κοινωνίας και η διαφάνεια κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι μερικές από τις εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις λειτουργίας των ΑΑ.

Η άσκηση των αρμοδιοτήτων των ΑΑ δεν έχει μόνο νομικό, αλλά και ηθικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Υπό αυτό το πρίσμα, η ένταξη των ΑΑ, ως δημόσιων θεσμών που ασκούν αρμοδιότητες, στο σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, κρίνεται κεφαλαιώδης. Η απόπειρα νομοθετικού ορισμού της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που επιχειρεί ο ν. 5013/2023 είναι απολύτως ενδεικτική. Πρόκειται για «το ενιαίο λειτουργικά διοικητικό πλέγμα, στο πλαίσιο του οποίου διασφαλίζεται, κυρίως με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας, η συστημική συνεργασία των διοικητικών επιπέδων, κάθετα και οριζόντια ανά δημόσια πολιτική».

Αν και είναι προφανές ότι οι ΑΑ εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, είναι προφανές ότι αυτό δεν αρκεί για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ο στόχος του εξορθολογισμού της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιμέρους επιπέδων διοίκησης, απαιτεί την ειλικρινή και μεθοδική συνεργασία των εμπλεκόμενων μερών για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος, σε ένα ζήτημα (αυτό των αρμοδιοτήτων), που έχει αποτελέσει την «αχίλλειο πτέρνα» του διοικητικού μας συστήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η διασύνδεση της διοικητικής τεχνογνωσίας που κατά τεκμήριο διαθέτουν οι ΑΑ, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και των ανθρώπινων πόρων, ώστε να διασφαλιστεί ουσιαστικά όχι μόνο η ανεξαρτησία αλλά και η αποτελεσματικότητά τους και να ενδυναμωθεί το κύρος τους ως σταθερών πυλώνων του διοικητικού μας συστήματος.

Ο Δρ Γ. Δίελλας είναι Σύμβουλος του ΑΣΕΠ. Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.