Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή με μεγάλη γεωστρατηγική σημασία. Αυτό αποτελεί μειονέκτημα αλλά και πλεονέκτημα. Μειονέκτημα, γιατί εμπλέκονται πολλές, παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις, με ποικίλα και αντικρουόμενα συμφέροντα. Πλεονέκτημα, γιατί προσφέρει στην Ελλάδα την ευκαιρία να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην περιοχή παίζοντας εποικοδομητικό ρόλο ανάμεσα στη Δύση και στη Μέση Ανατολή.

Η μεταπολεμική ελληνική εξωτερική πολιτική υπήρξε εξαιρετικά μονοδιάστατη, καθώς στράφηκε αποκλειστικά προς δύο άξονες, τον αμερικανικό και τον αραβικό. Η προσκόλληση στο αμερικανικό άρμα εξυπηρέτησε τα συμμαχικά-ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα αλλά έβλαψε το εθνικό συμφέρον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο αφανισμός του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης το 1955 και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Στην πρώτη περίπτωση οι ΗΠΑ έλαβαν προκλητικά και ανενδοίαστα ίσες αποστάσεις βάζοντας στην ίδια μοίρα τον θύτη με το θύμα των ταραχών, μια στάση που σωστά θεωρήθηκε το άκρον άωτον του κυνισμού και της πολιτικής σκοπιμότητας, ενώ στη δεύτερη ευνόησαν προκλητικά την Τουρκία δίνοντας το πράσινο φως για την επέμβαση.

Η φιλοαραβική πολιτική της Ελλάδας και η αρνητική στάση της έναντι του Ισραήλ αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των μεγάλων εθνικών συμφερόντων της στη Μέση Ανατολή (κυπριακό, παροικιακός Ελληνισμός, ενεργειακές ανάγκες).

Εντούτοις, η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα κατά τον διακανονισμό των εθνικών της θεμάτων (ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου, κυπριακό) και δεν κατέστη γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και τις αραβικές χώρες.

Επιπλέον, ο προσανατολισμός της στους αδύναμους στρατιωτικά και διαιρεμένους πολιτικά Άραβες της στέρησε την ευκαιρία να σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με το Ισραήλ και να επηρεάσει τη στάση του στη διένεξή της με την Τουρκία.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα προέβη σε ανοίγματα στην εξωτερική της πολιτική διευρύνοντας τις σχέσεις της με τις αραβικές χώρες της Μεσογείου, την Τουρκία και ιδιαίτερα το Ισραήλ, το οποίο αναγνώρισε και de jure.

Όμως η στροφή αυτή δεν συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής και από πολυεπίπεδες πρωτοβουλίες. Ενώ η Τουρκία στράφηκε προς το Ισραήλ υπογράφοντας συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, η Ελλάδα αναζήτησε ερείσματα στη Συρία και στους Κούρδους.

Η διπλωματία της αποδείχτηκε πρόχειρη και επιφανειακή και οι χειρισμοί της κατέληξαν στο φιάσκο της σύλληψης Οτσαλάν το 1999 από τις τουρκικές αρχές.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις βελτιώθηκαν θεαματικά. Το Ισραήλ είναι σήμερα για την Ελλάδα ένας «στρατηγικός εταίρος», ιδιαίτερα σε θέματα τεχνογνωσίας, άμυνας, τουρισμού και ενέργειας, ο οποίος δεν μπορεί να αγνοηθεί, όπως απερίσκεπτα είχε αγνοηθεί στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ελληνικές και ισραηλινές εταιρείες πληροφορικής και τεχνολογίας συνεργάζονται εποικοδομητικά, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις γίνονται κατά διαστήματα, ενώ τα μερίδια του Ισραήλ στην ελληνική τουριστική αγορά φτάνουν περίπου στο 2%.

Η πρόσφατη νέα κρίση στη Μέση Ανατολή προσφέρει στις δύο χώρες σημαντικές ευκαιρίες συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα. Το καλώδιο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας «Euro-Asia interconnector» προβλέπεται να φθάσει στην Κύπρο και η διασύνδεση με το Ισραήλ θα είναι το επόμενο βήμα.

Επίσης, οι εξελίξεις κλείνουν την πιθανότητα δημιουργίας αγωγού φυσικού αερίου Ισραήλ – Τουρκίας, που είχε συζητηθεί τον τελευταίο καιρό, ενώ ο περίφημος αγωγός EastMed, στον οποίο στις 5 Μαΐου 2020 χορηγήθηκε το καθεστώς Έργου Εθνικής σημασίας και Δημοσίου Συμφέροντος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, έρχεται ξανά στο προσκήνιο με νέα δυναμική. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Ισραήλ είναι για το δυτικό κόσμο – και για την Ελλάδα – προπύργιο της δημοκρατίας σε μια περιοχή όπου επικρατούν αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα.

Η πρόσφατη στάση της Ελλάδας στην επίθεση της Χαμάς είναι απόλυτα σωστή: την καταδίκασε απερίφραστα και τόνισε το δικαίωμα του Ισραήλ για αυτοάμυνα με την επισήμανση ότι πρέπει να κινηθεί εντός του διεθνούς δικαίου λαμβάνοντας υπόψη την ανθρωπιστική διάσταση του θέματος. Η λύση στο παλαιστινιακό δεν είναι άλλη από τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους δημοκρατικού, που θα αποδέχεται την ύπαρξη του Ισραήλ και θα συνεργάζεται μαζί του, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ.

Ο Γιάννης Σακκάς είναι καθηγητής ιστορίας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και υπεύθυνος του προγράμματος για τη Μεσόγειο στο Ίδρυμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.