Τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στους εμπορικούς δρόμους, είτε του κέντρου, είτε της Γλυφάδας, της Κηφισιάς, του Πειραιά, περπατάμε γρήγορα. Σαν κάτι να κυνηγάμε ή σαν από κάτι να θέλουμε να ξεφύγουμε. Αν μάλιστα κάποιο παιδί, λευκό, μαύρο ή οποιουδήποτε χρώματος, μας πλησιάσει για να μας πουλήσει από τρίγωνα για κάλαντα μέχρι αγιοβασιλιάτικα ημερολόγια και στιλό που φωσφορίζουν στο σκοτάδι, το βήμα των περισσότερων από εμάς γίνεται ακόμα πιο γρήγορο και ελισσόμαστε για να το αποφύγουμε. Λες και φοβόμαστε μην έρθουμε στη θέση του, αν μας πλησιάσει ή μη χειρότερα αγοράσουμε αυτά τα περίεργα και σχεδόν αχρείαστα πράγματα. Άσε που έχουμε τα δικά μας παιδιά να μας τραβολογούν εκείνη τη στιγμή γιατί δεν έχουν κάνει ακόμα check σε όλη τη λίστα δώρων που θέλουν για αυτή τη χρονιά. Οπότε, ποιο παιδί και ποια φωσφοριζέ στιλό…

Πριν από περίπου 15-20 χρόνια, το παιδί αυτό ήταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Στους δρόμους των Σεπολίων και τις γύρω περιοχές έβγαινε για να πουλήσει πράγματα στους περαστικούς. Παιδί μεταναστών που μέχρι τα 18 δεν του έδινε το κράτος την ελληνική ιθαγένεια ενώ ταυτόχρονα δεν ήταν αναγνωρισμένος ούτε ως πολίτης της Νιγηρίας, της πατρίδας του πατέρα του Τσαρλς και της μητέρας του Βερόνικα, οι οποίοι έφυγαν από το Λάγος στα άγουρα χρόνια των 90s αφήνοντας τον πρώτο τους γιο, Φράνσις, πίσω με τον παππού του και τη γιαγιά του, για να γεννήσουν το 1994 τον Γιάννη ή Giannis34. Τον πιο διάσημο Γιάννη του πλανήτη, ο οποίος σε αντίθεση με το παιδί που απέφευγαν τότε στους δρόμους των Σεπολίων, σήμερα δεν μπορεί να περπατήσει ούτε μισό βήμα γιατί απλά σταματάει η κυκλοφορία μόλις εμφανιστεί.

Αυτές τις μέρες που προέκυψε ότι το Βήμα της Κυριακής δίνει στις 8 Ιανουαρίου, το βιβλίο “Γιάννης Αντετοκούνμπο: Γράφοντας Ιστορία” του Ισπανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Χοσέ Μανουέλ Πουέρτας, με πρόλογο του Φώτη Κατσικάρη και επίλογο του Βασίλη Σκουντή, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι ο τύπος όντως γράφει ιστορία. Εκτός του ότι πηγαίνει από ρεκόρ σε ρεκόρ (ειδικά στο τελευταίο διάστημα του 2022 έχει σπάσει κάθε αγωνιστικό κοντέρ), ξεπερνάει συνέχεια τον εαυτό του (”λένε ότι το παιχνίδι μου είναι βαρετό, αλλά εγώ το κάνω κάθε βράδυ και δεν το βαριέμαι ποτέ, οι σπουδαίοι παίκτες, οι καλύτεροι δεν βαριούνται), σηκώνει προσωπικά βραβεία αλλά και πρωταθλήματα, κλείνει συμβόλαια όπως αυτό το τελευταίο 5ετές με 228 εκατομμύρια δολάρια, αλλά το σημαντικότερο είναι άλλο: είναι ίδιος με το παιδί στα Σεπόλια. Από όλες τις σωματικές αντοχές και τα εξωπραγματικά skills του μέσα στο γήπεδο, το πιο εξωγήινο είναι η αντίσταση του στο να αλλοιωθεί ως χαρακτήρας.

10 μεγάλοι του μπάσκετ μιλούν για τον Γιάννη 

Άνθρωποι που τον έχουν ζήσει από πολύ κοντά, προσυπογράφουν κάθε λέξη της φράσης “είναι ο πιο προσγειωμένος διάσημος αθλητής που έχουμε δει” και έχουν δει πολλούς, εντός κι εκτός συνόρων, με τεράστια συμβόλαια, αλλά πολύ πιο μεγάλα εγώ κι από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Ο Γιάννης στα 28 του, στην εκκίνηση της πιο ώριμης μπασκετικής ηλικίας (στα 28-32 βλέπουμε συνήθως το αποκορύφωμα ενός μεγάλου αθλητή, ειδικά στο μπάσκετ) ζει ως ένας συνηθισμένος αλλά παράλληλα και ασυνήθιστος άνθρωπος. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους stars του αθλητισμού και ακούει/σέβεται τους προπονητές του (ακόμα και αυτούς που μπορεί να διαφωνεί μαζί τους), παίζει για τους συμπαίκτες του, αγχώνεται για την ομάδα του. Θα μου πεις κι άλλοι τα κάνουν αυτά. Ισχύει, αλλά στο επίπεδο του Γιάννη ελάχιστοι, ίσως και κανείς ορισμένα. Το να μαζεύει μπουκάλια νερού ο Γιάννης Αντετοκούνμπο σε μια προπόνηση, δεν είναι το νορμάλ, δεν είναι το αναμενόμενο. Είναι είδηση (για εμάς) αλλά νορμάλ (για εκείνον).

Το lead by example είναι πιθανότατα η πιο ουσιαστική βάση της σκέψης του και των όσων βλέπουμε κάθε δυο-τρία βράδια στις εμφανίσεις του πέρα από τον Ατλαντικό. Ξέρει ότι αν δείξει εκείνος το δρόμο, οι υπόλοποι θα ακολουθήσουν. Έτσι κάνει στους Μπακς, το ίδιο πράττει και στην Εθνική Ελλάδας, το ίδιο έκανε και όταν έπρεπε να δείξει το δρόμο στα αδέρφια του. Όντας ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα γεννημένος γιος του Φράνσις και της Βερόνικα, απέκτησε καλώς ή κακώς νωρίς το σύνδρομο της πατρικής φιγούρας για τα μικρότερα αδέρφια του και το άγχος της επιβίωσης στο δικό του μυαλό ήταν πάντα λίγο πιο βαρύ. Αυτό το άγχος το βλέπεις πολλές φορές πια στο γήπεδο, όταν αντιλαμβάνεται ότι 20.000 άνθρωποι σε ένα γήπεδο ή 10.000.000 φίλαθλοι μιας ομάδας ή χώρας, περιμένουν από εκείνον τα πάντα. Ενδεχομένως να είναι αυτό που τον τρέφει και τον φθείρει ταυτόχρονα, να είναι το δικό του σκοινί ισορροπίας πάνω στο οποίο αντί να περπατάει καλπάζει με αυτόν τον ανείπωτο δρασκελισμό.

Είναι ένας pleaser που θέλει να ευχαριστεί τον οποιονδήποτε, ακόμα και όσους τον έχουν προσβάλλει ή επιτεθεί ρατσιστικά, ακόμα και εκείνους που πάνω στο δικό του ξενικό (για το αυτί τους) όνομα και το ξένο (για το μυαλό τους) χρώμα έπαιξαν και πιθανότατα αν χρειαστεί θα παίξουν πάλι πολιτικά παιχνίδια. Όμως, ο Γιάννης δεν είναι ένας Έλληνας που έχουμε συνηθίσει, για να θυμηθούμε και το το στίχο των Terror X Crew. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, οι απαντήσεις του ήταν πράξεις, ποτέ λόγια. Με πράξεις ξέφυγε από τους δρόμους, με πράξεις βρέθηκε από τον Φιλαθλητικό στο Νο 15 του NBA Draft, με πράξεις έγινε franchise player στους Μιλγουόκι Μπακς, με πράξεις έφτασε στην κορυφή του NBA, με πράξεις στήριξε την οικογένεια του και συνεχίζει να τη στηρίζει με μια μοναδική αφοσίωση, με πράξεις συνεχίσει να κυνηγάει το όνειρο του, γιατί δεν ήταν να παίξει στο ΝΒΑ. Αν ήταν αυτό, θα είχε ήδη αρχίσει να κατεβάζει ταχύτητα.

Αντιθέτως ο Γιάννης ανεβάζει ολοένα και περισσότερο το ρυθμό της ανάπτυξης του, τόσο ως αθλητής όσο και ως χαρακτήρας – πρότυπα για μεγάλους και κυρίως μικρούς. Φορώντας το 3(από το 1963 που γεννήθηκε η μητέρα του)4(από το 1964 που γεννήθηκε ο πατέρας του) και με το δικό του γιο γεννημένο πολύ μακριά από τα Σεπόλια και ακόμα περισσότερα του Λάγος και χωρίς την πιθανότητα να συνεχίσει την παράδοση των Αντετοκούνμπο να πουλάνε αντικείμενα στους δρόμους, θα συνεχίσει να γράφει Ιστορία.