«8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα. Ιανουάριος – Αύγουστος 2015» (εκδόσεις ΤΟΠΟΣ) είναι ο τίτλος του βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη, πρώην υπουργού της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και στελέχους της Αριστερής Πλατφόρμας που εναντιώθηκε στον «επώδυνο συμβιβασμό» του τρίτου μνημονίου με υπογραφή Τσίπρα.

Ο συγγραφέας (νυν συν-γραμματέας της ΛΑΕ-Ανυπότακτη Αριστερά) αναφέρεται στα γεγονότα του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης και την δραματική κορύφωσή τους με το δημοψήφισμα και την συμφωνία με τους δανειστές που αποτέλεσε την αφορμή για την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και εξηγεί από την πλευρά του «πώς και γιατί αυτά έγιναν, ποιες διεργασίες οδήγησαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στη συνθηκολόγηση με τους δανειστές».

Όπως αναφέρεται σχετικά «έγραψε την ιστορία αυτής της περιόδου, μέσα στο πλαίσιο των τότε οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και παγκοσμίως, από τη σκοπιά των “νικημένων”, δηλαδή της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ του ΣΥΡΙΖΑ και όσων το καλοκαίρι του 2015 είπαν το μεγάλο ΟΧΙ και δεν εκχώρησαν στο σύστημα το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς».

Στο βιβλίο καταγράφονται οι έντονες πολιτικές, ιδεολογικές, προγραμματικές και αξιακές συγκρούσεις που έλαβαν τότε χώρα στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κόμματος και αποτιμώνται οι εσωκομματικές διεργασίες και οι αποφάσεις της ηγετικής ομάδας που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, «γιατί εάν αυτή δεν συνθηκολογούσε ή εάν οι ασυμβίβαστες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ πλειοψηφούσαν σε αυτόν, η πορεία των εξελίξεων θα ήταν διαφορετική», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Η απόφαση για το δημοψήφισμα

«Μετά την εμπλοκή που υπήρξε, λόγω της διαφωνίας των δανειστών με την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης και της απόρριψης από αυτή της δικής τους πρότασης, το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος άρχισε να έρχεται ορμητικά στο προσκήνιο. Η πρόταση για τη διεξαγωγή του ανακοινώθηκε με τηλεοπτικό διάγγελμα από τον Πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα αργά το βράδυ της Παρασκευής 26/6/2015, μετά από συνεδρίαση του Κυβερνητικού (και αργότερα του Υπουργικού) Συμβουλίου. Το δημοψήφισμα θα γινόταν την Κυριακή 5 Ιουλίου, με βάση το ερώτημα: «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ στο Eurogroup της 25ης/6/2015;».

Στο Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίθηκε η πρόταση του Πρωθυπουργού για δημοψήφισμα, παρότι προηγουμένως 3-4 Υπουργοί είχαν εκφράσει διαφωνίες ή επιφυλάξεις (Γιάννης Δραγασάκης, Γιώργος Σταθάκης και άλλοι), όπως και ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου Σπύρος Σαγιάς. Οι Υπουργοί που προερχόμασταν από την Αριστερή Πλατφόρμα υποστηρίξαμε στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβούλιου την πρόταση του Πρωθυπουργού για δημοψήφισμα και την ψήφο υπέρ του «Όχι». Εκτιμήσαμε, με σιγουριά, ότι η μάχη υπέρ του «Όχι» μπορούσε να κερδηθεί, γιατί η αλαζονική, εκβιαστική και αντιδημοκρατική στάση των δανειστών και του εγχώριου μνημονιακού οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου είχε συσσωρεύσει τεράστια λαϊκή οργή και είχε προκαλέσει αντιμνημονιακή ριζοσπαστικοποίηση σε ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, που ασφυκτιούσαν από τις αντικοινωνικές πολιτικές λιτότητας.

Τονίσαμε ότι ως κυβέρνηση διαθέταμε σε αυτή τη μάχη πολύ ισχυρά πολιτικά και επικοινωνιακά πλεονεκτήματα: Την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων απέναντι σε διεθνείς τοκογλύφους και Έλληνες ολιγάρχες, της δημοκρατίας απέναντι σε πραξικοπηματικά τελεσίγραφα των δανειστών και της εθνικής κυριαρχίας απέναντι σε αυτούς που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την Ελλάδα σε καθεστώς αποικίας χρέους. Επίσης, υπογραμμίσαμε ότι ενδεχόμενη ρήξη μας με τους δανειστές θα προκαλούσε αναταραχή στις αγορές, σοβαρά πολιτικά προβλήματα στις κυβερνήσεις της ΕΕ, υπαρξιακά προβλήματα στην Ευρωζώνη και αμφισβήτηση θεμελιωδών, ακόμα και ζωτικών, συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και χωρών στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, οι οποίες, τελικά, θα είχαν και οι ίδιες πολλά να χάσουν. Κυρίως, όμως, θα λειτουργούσε ως παράδειγμα αντίστασης, ανυπακοής και νικηφόρας προοπτικής και για άλλους λαούς της Ευρώπης. Επίσης, διατυπώσαμε την εκτίμηση ότι το «Όχι» θα νικήσει στο δημοψήφισμα με μεγάλη διαφορά και ζητήσαμε από τον Πρωθυπουργό η κυβέρνηση να προετοιμαστεί επαρκώς και να έχει έτοιμο συγκεκριμένο σχέδιο για την περίπτωση νίκης και συνεπαγόμενης ρήξης με τους δανειστές, γιατί θεωρούσαμε αδιανόητο ότι αυτή η κυβέρνηση δε θα σεβόταν ή θα ακύρωνε την εκφρασμένη δημοκρατικά πολιτική βούληση του ελληνικού λαού.

Τελικά, πάρθηκαν ορισμένα μέτρα, όπως η συγκρότηση διυπουργικών επιτροπών, ώστε σε περίπτωση ρήξης με τους δανειστές να διασφαλίσουν την ομαλή ροή μισθών, συντάξεων, ενεργειακών πόρων, τραπεζικών καταθέσεων και άλλων. Για το θέμα, όμως, της προετοιμασίας για το ενδεχόμενο έκδοσης εθνικού νομίσματος, ο Πρωθυπουργός δε δέχτηκε να γίνει στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου κάποια περαιτέρω συζήτηση ούτε να παρθεί απόφαση για σχετική προετοιμασία».

Το «Όχι» και το non paper του Μαξίμου

«Την επόμενη μέρα, 16/7/2015, το Γραφείο του Πρωθυπουργού διένειμε στα μέλη της ΠΓ «non paper». Σύμφωνα με αυτό, ο Αλ. Τσίπρας, σε σύσκεψη στελεχών της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, άσκησε κριτική στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ψήφισαν το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα, χαρακτήρισε τις εναλλακτικές προτάσεις τους ως αδιέξοδες, τους καταλόγισε ότι δε στήριζαν, πλέον, την κυβέρνηση και δήλωσε ότι θα συνεχίσει να κυβερνά ως κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι την ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους δανειστές για το 3ο Μνημόνιο:

«Σε σύσκεψη στελεχών κυβέρνησης και κόμματος συζητήθηκαν οι τρέχουσες εξελίξεις. Ο Πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε και στη συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, όπου, κατά την εκτίμησή του, οι εναλλακτικές προτάσεις που θα μπορούσαν να κατατεθούν στη Σύνοδο Κορυφής δεν έδιναν διέξοδο στο εκβιαστικό δίλλημα που αντιμετωπίσαμε. Και τόνισε χαρακτηριστικά:

»‘’Κατόπιν τούτων, ζήτησα από την Κ.Ο. και τον κάθε βουλευτή ξεχωριστά να τοποθετηθούν στο ερώτημα εάν ο εκβιασμός είναι αληθινός ή πλαστός και να αποφασίσουμε μαζί, εάν είναι πλαστός, όλοι να ψηφίσουμε «όχι». Εάν, όμως, αποφανθούμε ότι είναι αληθινός, όλοι μαζί να μοιραστούμε την ευθύνη. Το γεγονός ότι δεν εκφράστηκε ουσιαστική και τεκμηριωμένη αντίρρηση περί της αληθινής ισχύος του εκβιασμού, καθιστά την επιλογή 32 βουλευτών της Κ.Ο. να μη μοιραστούν την ευθύνη τόσο μ’ εμένα όσο και με τους υπόλοιπους 110 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ως μια επιλογή που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης και σε μια κρίσιμη ώρα δημιουργεί ένα ανοιχτό τραύμα στο εσωτερικό μας. Προσωπικά, δεν επιτρέπω σε κανένα, μετά τα όσα

πέρασα έξι μήνες, να θεωρεί ότι έχει ισχυρότερο δίλημμα συνείδησης έναντι των κοινών μας αρχών, αξιών, θέσεων και ιδεολογικών αναφορών. Η επιλογή αυτή των συντρόφων μας καθιστά, ουσιαστικά, έωλη τη στήριξη της πρώτης στην ιστορία του τόπου κυβέρνησης της Αριστεράς, καθώς, πλέον, είμαι αναγκασμένος να συνεχίσω μέχρι και την ολοκλήρωση της συμφωνίας με κυβέρνηση μειοψηφίας’’».

Η πορεία προς την συνθηκολόγηση

«Η μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν απότομη ή ήρθε ως αποτέλεσμα σταδιακής και συνεχούς πολιτικής μετατόπισης της ηγεσίας του; Μήπως η συνθηκολόγησή του ήταν, τελικά, αναμενόμενη και αναπότρεπτη;». Στα ερωτήματα αυτά ο Δ. Στρατούλης δίνει την δική του απάντηση:

«Η μνημονιακή στροφή από την περί τον Αλ. Τσίπρα ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και η μετατροπή του λαϊκού δημοψηφισματικού «Όχι» σε «Ναι» δεν ήταν μια αιφνίδια και απότομη αλλαγή ως ασυνέχεια μιας στρατηγικής κατεύθυνσής της η οποία μέχρι τότε ήταν σωστή. Ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιας και σταδιακής πολιτικής μετατόπισής της με στρατηγικά χαρακτηριστικά. Παρά ταύτα, η μνημονιακή συνθηκολόγηση δεν ήταν δεδομένη. Θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να είχε αποτραπεί.

Η σταδιακή, αλλά σαφής ‒αρχικά αργή και στη συνέχεια επιταχυνόμενη– συστημική στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε μετά τις εκλογές του 2012 και την ανάδειξή του ως μείζονος αντιπολίτευσης. Αυτή πήρε τη μορφή πολιτικής μετατόπισής από ριζοσπαστικές αντιμνημονιακές θέσεις προς μια λογική υποβάθμισης της ανάγκης ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων, καλλιέργειας στο λαό και στη νεολαία μιας παθητικής στάσης αναμονής μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου ως «σαπισμένου φρούτου» και υποβάθμισης των συλλογικών κομματικών διαδικασιών.

Αυτή η πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ επηρεαζόταν καθοριστικά από την υποταγή της σε έναν εξωπραγματικό και καταστροφικό «ευρωπαϊσμό» και στην αβάσιμη πολιτική εκτίμησή της ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί άλλαζαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα προς όφελος των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων. Ότι η νεοφιλελεύθερη ΕΕ είτε θα άλλαζε σε κάτι που δεν ήταν και θα πειθόταν να στηρίξει μια κυβέρνηση στην Ελλάδα με φιλολαϊκό πρόγραμμα είτε θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει σε αυτή μέσω σκληρών διαπραγματεύσεων, χωρίς συγκρούσεις και χωρίς να είναι στα διαπραγματευτικά εργαλεία της η ρήξη με τους δανειστές και η αμφισβήτηση, διακοπή αποπληρωμής και βαθιά διαγραφή του δημόσιου χρέους. Έτσι, μετατοπίστηκε σταδιακά από την αρχική θέση της «Καμιά θυσία για το ευρώ» στις θέσεις «Καταργούμε τα Μνημόνια εντός του ευρώ και της Ε.Ε.», «Πείθουμε την Ευρώπη», «Θέτουμε ως διαπραγματευτικό όριο την παραμονή στο ευρώ».

Η μετάλλαξη

«Στις διεθνείς σχέσεις, ο Αλ. Τσίπρας το φθινόπωρο του 2012 συναντήθηκε, εν αγνοία των συλλογικών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, με τον Πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες. Το Δεκέμβρη του 2012 έκανε το πρώτο πολιτικό άνοιγμα στους Ομπάμα και Σόιμπλε, μέσω διαφόρων ερευνητικών ινστιτούτων και «think tanks». Το φθινόπωρο του 2013 επισκέφτηκε το Τέξας και το καλοκαίρι του 2014 πήγε στο Κόμο της Ιταλίας, καθησυχάζοντας προφανώς τους κυρίαρχους στον πλανήτη και στην ΕΕ ότι ενδεχόμενη κυβέρνησή του δε θα ερχόταν σε σύγκρουση ή ρήξη μαζί τους.

Στο εσωτερικό της χώρας, μετά το 2012 πύκνωσαν οι επαφές ηγετικών στελεχών της «προεδρικής» πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ (Τσίπρας, Παππάς και άλλοι) με βασικά στηρίγματα του συστήματος (βαρόνους των ΜΜΕ, μεγαλοεπιχειρηματίες, τραπεζίτες ή τραπεζικά στελέχη και εφοπλιστές), με στόχο τη διασφάλιση στήριξης ή τουλάχιστον ανοχής σε ενδεχόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς με διαβεβαιώσεις προς αυτούς ότι δε θα θιχτούν θεμελιώδη συμφέροντά τους.

Η πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ επιταχύνθηκε από την άνοιξη του 2014 μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και, κυρίως, στις Ευρωεκλογές και στις Αυτοδιοικητικές Εκλογές του 2014 με συνεργασίες με πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία στην πλειοψηφία τους είχαν την άποψη «στρογγυλέματος» των θέσεών του, συνθηκολόγησης και όχι ρήξης με τους δανειστές. Στις μεγάλες διαφωνίες της Αριστερής Πλατφόρμας στις κινήσεις του Αλ. Τσίπρα για υπερβολική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή και συντηρητικούς πολιτικούς, ο ίδιος απαντούσε πως φοβόταν ότι στις Ευρωεκλογές του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φτάσει στην εκλογική οροφή του προς τα πάνω και ότι με αυτό τον τρόπο θα αύξανε τα ποσοστά του, ώστε να κερδίσει τις εκλογές με αυτοδυναμία. Το σωστό, βέβαια, ήταν ότι μόνο με αριστερή ριζοσπαστική στροφή ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε σε εκείνες τις συνθήκες να κάνει ένα νέο πολιτικό και εκλογικό άλμα και να κέρδιζε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Στις συνεδριάσεις της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποιήθηκαν το Δεκέμβριο του 2013, καθώς και το Φεβρουάριο και τον Απρίλιο του 2014, οι τάσεις αυτές αναδίπλωσης, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις της Αριστερής Πλατφόρμας, επικράτησαν. Ο Γιάννης Μηλιός, ο Σπύρος Λαπατσιώρας και η ΚΟΕ αποχώρησαν από την «προεδρική» πλειοψηφία, η ΑΝΑΣΑ μεταμορφώθηκε στους «53+» και ‒παρά ορισμένες επιμέρους διαφοροποιήσεις της από την ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα‒ τον στήριξε, με ορισμένες εξαιρέσεις, και μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης.

Το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης «στρογγύλεψε» τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και επισφράγισε την πολιτική αναδίπλωσή του. Ήταν ένα μίνιμουμ πρόγραμμα αναδιανομής υπέρ των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, χωρίς πραγματική χρηματοδότηση, χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση του δημόσιου χρέους, χωρίς διάθεση σύγκρουσης και ρήξης με το μνημονιακό κατεστημένο, την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Ο ελληνικός λαός, όμως, απελπισμένος από τη συνεχή φτωχοποίηση και ταπείνωσή του από τα δύο μνημόνια, στήριξε εκλογικά αυτό το πρόγραμμα και έδωσε την εκλογική νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ.

Ως ιστορικό προηγούμενο υπήρχε η συστημική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981. Αυτή, όμως, διαμορφώθηκε μέσα σε διάστημα αρκετών ετών, ενώ η πολιτική συστημική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ συντελέστηκε σε μία μόλις διετία και ολοκληρώθηκε σε κυβερνητικό επίπεδο μέσα σε ένα μόλις εξάμηνο. Αυτή τη διαδικασία, την οποία συστημικές δυνάμεις εκτός, αλλά δυστυχώς και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήριζαν ως «βίαιη πολιτική ωρίμανσή» του, η Αριστερή Πλατφόρμα ‒παρά τις μεγάλες, συνεχείς, συνεπείς και απεγνωσμένες προσπάθειές της‒ δεν μπόρεσε να ανακόψει και αποτρέψει».