Σε μία εβδομάδα μπαίνουμε αισίως στον τέταρτο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία. Σε αυτά τα χρόνια που κύλησαν όλα θα έμοιαζαν σαν ένας υγιεινός πολιτικός περίπατος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία, την οποία η χώρα (ειδικά στην αρχή της) αντιμετώπισε αποτελεσματικά, και δεν είχε ανατραπεί ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής.

Το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» στο οποίο είχε χτίσει την εκλογική της νίκη το 2019 θα ήταν ακόμη υπαρκτό, καθώς θα είχαν φανεί οι μειώσεις των φόρων και των βαρών στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις και η οικονομία θα έτρεχε.

Αλλά κι αυτόν τον σκόπελο τον προσπέρασε η κυβέρνηση μεταφέροντας την πολιτική «στο γήπεδο του Τσίπρα» μοιράζοντας συνολικά 40 δισ. ευρώ σε δύο χρόνια για να αντιμετωπίσει την ύφεση, να στηρίξει τους εργαζομένους της καραντίνας και να διασώσει τους μικρομεσαίους.

Το έχουμε ξαναπεί… Ποιος θα περίμενε οι φιλελεύθεροι και (ορισμένοι) νεοφιλελεύθεροι να γίνουν κεϊνσιανοί. Αλλά μερικές φορές βλέπεις πώς τα φέρνει η ζωή.

Αυτό που δεν προσπέρασε όμως και είναι ένα ζήτημα που απασχολεί σοβαρά όλους όσοι παίρνουν οικονομικές αποφάσεις, είναι η τουρκική επιθετικότητα αρχικά σε βάρος της Κύπρου και στη συνέχεια κατά των ελληνικών συμφερόντων και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Είναι μια πληγή που μένει ανοιχτή για δεκαετίες, ένα εθνικό-πολιτικό ζήτημα που επιδεινώθηκε τα τελευταία τρία χρόνια, ένα ζήτημα που υποχρέωσε την κυβέρνηση σε ένα μπαράζ εξοπλισμών που έχει τεράστιο οικονομικό κόστος και που σίγουρα θα βαρύνει την επόμενη γενιά.

Κι όλα αυτά στο τέλος της ημέρας, ή το πρωί της κάλπης, δεν έχουν τόση σημασία για τον μέσο ψηφοφόρο, ο οποίος θα διαλέξει την κυβερνητική σταθερότητα, θα είναι επιεικής μπροστά στο απρόβλεπτο και στις ατυχίες της διακυβέρνησης με αποκορύφωμα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που μαστίζει.

Εξίσου βέβαιο, όμως, είναι ότι κανείς ψηφοφόρος δεν θα σκεφτεί όλα αυτά βλέποντας πόσο γρήγορα αδειάζει το πορτοφόλι του στο σουπερμάρκετ, στο βενζινάδικο ή όταν έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ. Σε αυτή την περίπτωση τα επιχειρήματα του τύπου «φταίει ο Πούτιν» τον αφήνουν – όπως όλους τους ευρωπαίους πολίτες – παγερά αδιάφορο…