Πολλά έχουν γραφεί και ακουστεί για την αποτελεσματικότητα ή μη των κυρώσεων που έχει επιβάλει το στρατόπεδο της Δύσης κατά της Ρωσίας, μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία. Η εικόνα, ωστόσο, παραμένει συγκεχυμένη και τα συμπεράσματα δύσκολα, τουλάχιστον για όσους δεν γνωρίζουν τα πραγματικά δεδομένα.

ΗΠΑ και ΕΕ ισχυρίζονται πως το πλήγμα το οποίο έχει δεχθεί η χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ιδιαιτέρως ισχυρό και οι «πληγές» που έχει προκαλέσει πολύ βαθιές. Προβάλλουν δε ως επιχείρημα τις εκτιμήσεις για συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 8-10% φέτος, την πρόσφατη τεχνική χρεοκοπία της Ρωσίας, καθώς και τις αντιδράσεις ολοένα περισσότερων ολιγαρχών – με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον μεγιστάνα του αλουμινίου, Όλεγκ Ντεριπάσκα, ο οποίος χαρακτήρισε την εισβολή στην Ουκρανία «κολοσσιαίο λάθος».

Κρεμλίνο: Μπούμερανγκ οι κυρώσεις

Το Κρεμλίνο, από την άλλη, απαντά ότι παρά το κόστος που πληρώνει η Ρωσία, τελικώς οι κυρώσεις αποδεικνύονται μπούμερανγκ για τη Δύση και θα της κοστίσουν περισσότερο – κυρίως στην Ευρώπη. Τονίζει δε ότι ο υψηλός πληθωρισμός, η διατροφική και ενεργειακή ακρίβεια και τα σενάρια επιβολής «δελτίου» σε αρκετές χώρες, με τις κοινωνικές αναταράξεις που όλα αυτά προκαλούν, στηρίζουν τη δική του εκδοχή. Όσο για τη χρεοκοπία, επιμένει ότι έχει χρήματα να πληρώσει τους ξένους πιστωτές σε δολάρια, ευρώ και άλλα νομίσματα (κάτι που ισχύει), όμως είναι οι κυρώσεις που δεν το επιτρέπουν.

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Ποιος έχει δίκιο; Αναζητώντας τις απαντήσεις, οφείλουμε να διαπιστώσουμε πως υπάρχει μία σταθερά σε όλα αυτά: Ο πόλεμος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση εδώ και τέσσερις σχεδόν μήνες, ενώ ο ρωσικός στρατός έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις του και, παρά τις απώλειες, δεν δείχνει να στερείται των αναγκαίων μέσων για να το καταφέρει.

Πλεόνασμα-ρεκόρ

Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως ακόμη και αν η Δύση έχει δίκιο στα επιχειρήματά της, η πολεμική μηχανή του Πούτιν δεν έχει, μέχρι στιγμής, αποδυναμωθεί από τις κυρώσεις. Και πώς να συμβεί αυτό, άλλωστε, όταν η «έκρηξη» στις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στις διεθνείς αγορές (παρά το ότι η Μόσχα πουλά μεγάλες ποσότητες με σημαντική έκπτωση σε Κίνα και Ινδία) έχει ως αποτέλεσμα το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας να έχει τριπλασιαστεί στο πρώτο πεντάμηνο του 2022, σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό, φτάνοντας στα 110 δισ. δολάρια.

Η συνολική εικόνα της ρωσικής οικονομίας, επίσης, δεν παραπέμπει σε «κραχ». Η ισοτιμία του ρουβλίου έναντι του δολαρίου, για παράδειγμα, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2015 και το καθιστά το νόμισμα με τις μακράν καλύτερες επιδόσεις φέτος στις διεθνείς αγορές. Κι αυτό αποδεικνύει του λόγου το αληθές, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια εικόνα που σε μεγάλο βαθμό είναι μαγική, ενώ ενέχει επίσης σημαντικά προβλήματα, όπως δείχνει η προειδοποίηση του Ρώσου υπουργού Οικονομίας για κίνδυνο αποπληθωρισμού.

Παράλληλα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι οι Ρώσοι δεν αισθάνονται ακόμη τον «πόνο» που έχει προβλέψει η Δύση και θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε… εξέγερση κατά του Πούτιν.

Κραχ, ποιο κραχ;

Όπως σημειώνει πρόσφατο ρεπορτάζ του Reuters, στα ράφια των καταστημάτων δεν παρατηρούνται ελλείψεις, ενώ οι πολίτες συμπεριφέρονται κανονικά, χωρίς πανικό – σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην κρίση του 1998, αλλά και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το 1991. Η Ρωσία, άλλωστε, είναι αυτάρκης σε σιτηρά και άλλα βασικά είδη, ενώ όπου αυτό δεν συμβαίνει έχει διασφαλίσει κανονική ροή από εισαγωγές.

Η ανεργία, επίσης, βρίσκεται στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 4%, παρά το λουκέτο που έχουν βάλει αρκετές ξένες επιχειρήσεις στη χώρα. Όσο για το βασικό επιτόκιο δανεισμού, επέστρεψε σύντομα στο προ εισβολής επίπεδο του 9,5%, με την κεντρική τράπεζα να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μειώσεων.

Σε επίπεδο ενέργειας, τα τεράστια αποθέματα που διαθέτει επιτρέπουν στο κράτος να τη διαθέτει σε τιμή κόστους προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, είτε αυτό αφορά στην παραγωγή και τις μετακινήσεις είτε στη θέρμανση και την κάλυψη των οικιακών αναγκών.

Το «κρυφό» πλεονέκτημα

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρωσία διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα σε αυτόν τον οικονομικό πόλεμο: Ο χαρακτήρας και η δομή του καθεστώτος της, όπως και οι παραδόσεις της, επιτρέπουν στον Πούτιν και το Κρεμλίνο να ελέγχουν και να καταστέλλουν πιο εύκολα τις πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, ακόμη και σε περίπτωση που οι δυτικές κυρώσεις οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα και απρόβλεπτες αναταράξεις.

Φυσικά, ουδείς μπορεί και δικαιούται να υποτιμήσει την ισχύ της Δύσης και της ομάδας της G7, η οποία προετοιμάζει και νέο γύρο κυρώσεων. Εξάλλου, το οικονομικό ειδικό βάρος των χωρών που βρίσκονται απέναντι στη Ρωσία παραμένει πολύ μεγαλύτερο – σχεδόν διπλάσιο – σε σύγκριση με εκείνο της Κίνας και άλλων, που είτε τη στηρίζουν είτε τηρούν ουδέτερη στάση.

Ούτως ή άλλως, πάντως, ο οικονομικός πόλεμος μοιάζει πλέον πολύ με αυτόν που διεξάγεται με πυραύλους, οβίδες και σφαίρες στα πεδία των μαχών. Διαψεύδοντας όσους ανέμεναν ότι θα διαρκέσει μερικές ημέρες ή, έστω, εβδομάδες, έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά μαραθωνίου. Όπως δε γνωρίζουν καλά οι αθλητές, οι απαιτήσεις και οι ικανότητες σε αυτή την περίπτωση διαφέρουν σαφώς από τις αντίστοιχες σε ένα αγώνα ταχύτητας.

Τα «μούσκουλα» και η αντοχή

Εάν στη μία περίπτωση αυτό που μετρά είναι τα «μούσκουλα» και η δύναμη, στην άλλη είναι η αντοχή, η υπομονή και το ψυχικό σθένος που παίζουν τον καθοριστικό ρόλο (όπως έχει αποδείξει και η αντίσταση των Ουκρανών απέναντι στις κατά πολύ υπέρτερες ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις). Θα καταφέρει, λοιπόν, η Δύση να μείνει ενωμένη και να μην επιτρέψει στις ρωγμές της να γίνουν ρήγματα; Και θα σταθεί όρθιος ο Πούτιν όταν (και εφόσον…) αρχίσουν να μειώνονται τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου – αλλά και όσο θα πληθαίνουν οι οικογένειες που θα θρηνούν τα νεκρά παιδιά τους σε ένα πόλεμο που δεν ξέρουν ακριβώς γιατί έγινε;

Με βάση όλα τα παραπάνω, ο Τζέραρντ ντι Πίπο του Κέντρου Διεθνών και Στρατηγικών Σπουδών (CSIS) ισχυρίζεται ότι η Ρωσία, έστω κι αν δεν πρόκειται να λυγίσει σύντομα, αιμορραγεί και μακροπρόθεσμα βρίσκεται σε σαφώς μειονεκτική θέση. Ίσως αυτό να εξηγεί το γιατί ο Πούτιν αναθεώρησε τα σχέδιά του και δείχνει να περιορίζεται στην κατάληψη του Ντονμπάς, έτσι ώστε μετά να κηρύξει τη νίκη και το τέλος του πολέμου. Όπως επίσης και το γιατί αρκετοί στη Δύση επιμένουν πως πρέπει να γίνουν τα πάντα ώστε η Ουκρανία να συνεχίσει να πολεμά για όσο το δυνατόν πιο μεγάλο διάστημα.