Με σαρακατσάνικο know how και ακολουθώντας πιστά τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής, η τυροκομική εταιρεία Ρούσσας εξάγει πάνω από το 95% του όγκου της ετήσιας παραγωγής της σε 40 χώρες ανά τον κόσμο ενώ, παρά τη δύσκολη συγκυρία, συνεχίζει να αναπτύσσεται με διψήφια ποσοστά μεγέθυνσης.
Το εντυπωσιακό για την εταιρεία της οικογένειας Ρούσσα, που εφέτος κλείνει 70 χρόνια ζωής, είναι ότι πριν από 28 χρόνια οι εξαγωγές της ήταν μηδενικές και σήμερα η branded φέτα της («Roussas», «Mt. Vikos» και «Mt. Athos») καθώς και τα προϊόντα που παράγει για λογαριασμό premium αλυσίδων, πωλούνται από το Μανχάταν και το Σικάγο μέχρι το Παρίσι, το Λονδίνο, την Κοπεγχάγη, το Χονγκ Κονγκ και το Τόκιο.
«Μικρές συσκευασίες»
«Είμαστε ίσως οι πρώτοι που από την αρχή ασχοληθήκαμε με το ράφι, δηλαδή με τον τελικό καταναλωτή, προσφέροντας μικρές συσκευασίες» αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Αλέξανδρος Μποτός, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ρούσσας ΑΕ, εξηγώντας την επιτυχημένη εξωστρεφή δραστηριοποίηση της εταιρείας.
Ο ίδιος μάλιστα τονίζει ότι από επιλογή η εταιρεία απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στις αγορές του εξωτερικού, καθώς «στην Ελλάδα η αγορά είναι αρκετά δύσκολη, κυρίως ως προς τους χρόνους πληρωμών, αλλά και στους όρους που βάζουν οι αλυσίδες σουπερμάρκετ». Με δεδομένο ότι η Ρούσσας εξοφλεί άμεσα τους παραγωγούς (το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα), κάτι που απαιτεί υψηλό κεφάλαιο κίνησης, «δεν αντέχουμε να πληρωθούμε πολύ αργά» λέει ο κ. Μποτός.
Αύξηση μεγεθών
Με την αγορά της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία, Δανία, Ελβετία κ.ά.) να απορροφά τις μεγαλύτερες ποσότητες των τυριών που εξάγει η Ρούσσας, ενώ ακολουθεί η Αμερική, η εταιρεία επιχειρεί να ανοίξει και νέες αγορές κυρίως στη Λατινική Αμερική και στη Νοτιοανατολική Ασία. Παράλληλα, γίνονται κινήσεις να ενισχυθεί η παρουσία της στις χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόλπου.
Το 2021 ο κύκλος εργασιών της Ρούσσας κατέγραψε αύξηση της τάξεως του 10%, στα 37,5 εκατ. ευρώ. Εφέτος οι πωλήσεις σε αξία «τρέχουν» με +18%, ενώ σε όγκο ο ρυθμός ανόδου είναι χαμηλότερος, στο +6%, καθώς όπως λέει ο κ. Μποτός, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το σύνολο της ζήτησης εξαιτίας της μειωμένης πρώτης ύλης παρότι οι τιμές παραγωγού έχουν αυξηθεί κατά 30% σε ετήσια βάση.
Η πρώτη ύλη
Εκτός από την τρομακτική αύξηση του λειτουργικού κόστους των κτηνοτρόφων λόγω της εκτίναξης των τιμών στις ζωοτροφές και στην ενέργεια, ο επικεφαλής της Ρούσσας επισημαίνει και την αυξημένη ζήτηση από τους μεταποιητές ως ακόμη έναν λόγο που η πρώτη ύλη βαίνει μειούμενη. Κι αυτό γιατί η μείωση των εισαγωγών γάλακτος στην Ελλάδα λόγω αυστηροποίησης της νομοθεσίας έχει οδηγήσει πολλές βιομηχανίες να αναζητήσουν εγχώρια πρώτη ύλη.
Αναφορικά με τα φαινόμενα παραβιάσεων της νομοθεσίας για τη φέτα και των προϊόντων που διακινούνται ως φέτα, ο κ. Μποτός δηλώνει ότι η παραποίηση συνεχίζεται. Φέρνοντας παράδειγμα τη Γερμανία, όπου κυκλοφορεί «φέτα» σε πολύ χαμηλές τιμές, τονίζει πως είναι απαράδεκτο να νοθεύεται ένα προστατευόμενο προϊόν.
Να σημειωθεί ότι η εταιρεία υπήρξε πρωτοπόρος στην παραγωγή βιολογικής φέτας στην Ελλάδα και πλέον το 18% του τζίρου της προέρχεται από το εν λόγω προϊόν. Επιπλέον, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός συσκευασμένης φέτας που ωριμάζει με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο 3-4 μήνες σε ξύλινα βαρέλια από ξύλο οξιάς, τα οποία παράγονται στο Μέτσοβο.
Νέες επενδύσεις
Οι βασικοί μέτοχοι, τα τέσσερα πρώτα ξαδέλφια Αλέξανδρος Μποτός, Αργύρης Ρούσσας, Βασίλης Ρούσσας και Ελευθερία Ρούσσα μαζί με τη μητέρα της Μαρία, επενδύουν συνεχώς στην παραγωγή.
Από το 2010 έχουν ολοκληρωθεί επενδύσεις 20 εκατ. ευρώ, ενώ σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη επενδυτικά έργα 12 εκατ. ευρώ. Σήμερα επεξεργάζεται 22.000 τόνους ελληνικό γάλα ετησίως και φιλοδοξεί να φτάσει στους 40.000 τόνους.
Με στόχο η εταιρεία να αποκτήσει κρίσιμο μέγεθος, η διοίκηση της Ρούσσας βρίσκεται αυτή την περίοδο σε διαπραγματεύσεις με δύο μικρότερες ομοειδείς εταιρείες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μεγαλύτερο επιχειρηματικό σχήμα στη βάση της μετοχικής συνεργασίας. Παράλληλα η Ρούσσας σε συνεργασία με την «αδελφή» εταιρεία ΑΒ Ενεργειακή έχει προγραμματίσει ένα μεγάλο έργο ανάπτυξης 4 φωτοβολταϊκών πάρκων σε ιδιόκτητες εκτάσεις, συνολικής ισχύος 162 MW.