Θραύσματα από ζυμαρένια μέλη ανθρωπόμορφων ομοιωμάτων – τάματα σε έναν θεό που δεν ονοματίζεται αλλά θα μπορούσε να είναι η ίδια η φύση – αφημένα στο βουνό του Ψηλορείτη να αναμετρώνται με το βλέμμα όποιου τύχει να τα δει (οι ορειβάτες, οι βοσκοί, οι προσκυνητές) και τελικά να τα αξιολογήσει δίχως αναφορές και εξαρτήσεις. Η «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε», στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκε η «Προσφορά» της Κατερίνας Κατσιφαράκη, είναι ιδιαίτερα φευγάτη. Οχι γιατί είναι δύσκολο να περιγράψεις σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η πλατφόρμα σύγχρονου πολιτισμού της υπαίθρου αν δεν το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, αλλά γιατί όντως είναι μια ιδέα πρωτότυπη, αντισυμβατική, που συμβαίνει περίπου μόνη της, χωρίς να ενδιαφέρεται για όσα διαδραματίζονται γύρω της στον ίδιο τον χώρο όπου εμφανίζεται, στη διαδρομή για την κορυφή Τίμιος Σταυρός, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Ψηλορείτη στην Κρήτη (στο οροπέδιο της Νίδας, στην περιοχή του Αγίου Υακίνθου, στον Σκίνακα), αλλά και στον χώρο των εικαστικών γενικότερα. Μια αντι-Μπιενάλε με χιουμοριστικό πρόσημο, τουλάχιστον όταν πρωτοδημιουργήθηκε το 2017, αποτέλεσμα της πρόθεσης του Σταμάτη Σχιζάκη να επισημάνει, αν μη τι άλλο, την πληθώρα των Μπιενάλε ανά τον κόσμο. Γιατί το δικό του επιμελητικό εγχείρημα δεν θα είχε σχέση με τις συμβατικές Μπιενάλε.

Χωρίς συγκεκριμένο χώρο διεξαγωγής, χωρίς εκθέσεις, χωρίς οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, χωρίς κοινό, η «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε» εξελίχθηκε σε μια αυτόνομη οντότητα φτιαγμένη με τα πιο αγνά, DIY υλικά. «Μια άσκηση πάνω στην καλλιτεχνική ελευθερία και την επιμελητική αυτονομία και αυτάρκεια, που προτείνει ένα νέο παράδειγμα καλλιτεχνικών εκθέσεων, ως συμβάντα μικρής κλίμακας και διάρκειας και με τον λιγότερο δυνατό περιβαλλοντικό αντίκτυπο» όπως σημειώνει ο Σχιζάκης σε ένα από τα φυλλάδια που αποτελούν τα μοναδικά τεκμήρια αυτής της διοργάνωσης (τα οποία επίσης γράφει και επιμελείται γραφιστικά ο ίδιος και διανέμονται χέρι-χέρι). «Συχνά οι Μπιενάλε έχουν και έναν τουριστικό χαρακτήρα, συνδέονται με το branding μιας πόλης. Εδώ, η πρόσβαση είναι δύσκολη και είναι σχεδόν αδύνατο και μάταιο να αποπειραθείς κάτι τέτοιο. Επειτα, η φύση και το βίωμά της βρίσκονται συνήθως στο περιθώριο της τέχνης, αν και συχνά οι Μπιενάλε εκφέρουν λόγο σχετικό με την οικολογία. Με ενδιέφερε να δω πώς μπορεί να γίνει μια Μπιενάλε πραγματικά μικρής κλίμακας, πραγματικά οικολογική» έλεγε όταν παρουσίασε τα πεπραγμένα της στο Ηράκλειο, όπου είναι η γενέτειρά του, αλλά και όπου υπάρχει το αφανές, εκτός της πόλης, Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου (ΜΕΤΗ). Ενας μικρός αλλά απαραίτητος χώρος όπου ο αρχιτέκτονας Κωστής Σχιζάκης παρουσιάζει τη δουλειά κρητών ζωγράφων και καλλιτεχνών. Το πείραμα της «Πρώτης, τελευταίας και παντοτινής Μπιενάλε» είναι ακόμα σε εξέλιξη, αλλά εκεί συνάντησε για πρώτη φορά ένα μικρό κοινό, καθώς ο Σταμάτης Σχιζάκης σύστησε την Μπιενάλε του μέσα από απομεινάρια, τεκμήρια και ένα βίντεο από τις δράσεις της, αλλά και μέσα από μια συζήτηση μεταξύ των καλλιτεχνών για να αποτιμηθεί η μέχρι τώρα διαδρομή της.

Στην πιο ψηλή κορυφή της Κρήτης

Ολα ξεκίνησαν σαν παιχνίδι το 2017 με τα τρία μικρά και ήδη υπάρχοντα ειδώλια της Μαλβίνας Παναγιωτίδη και του Παναγιώτη Λουκά, τις «Ελάσσονες Κατσικοθεότητες», που τοποθετήθηκαν προσωρινά σε κεντρικό σημείο της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού. Η ιδέα είχε γεννηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, έπειτα από μια ανάβαση του Σταμάτη Σχιζάκη στον Ψηλορείτη μαζί με τον σκηνοθέτη και εικαστικό Mατίας Φριτς και αποκρυσταλλώθηκε έπειτα από συζήτηση του επιμελητή με τις αρχιτεκτόνισσες Φοίβη Γιαννίση και Ιριδα Λυκουριώτη με αφορμή την έκθεσή τους «ΑΙΓΑΙ_Ω» (2015). Εκτοτε, κάθε χρονιά ο Σχιζάκης ανέθετε σε έναν ή μία εικαστικό τη δημιουργία ενός έργου το οποίο έπειτα τοποθετούσε μια ημέρα του καλοκαιριού βάσει της επιθυμίας του/της σε ένα σημείο της ανάβασης προς την κορυφή του Τιμίου Σταυρού, που είναι η πιο ψηλή του Ψηλορείτη, στα 2.456 μέτρα, υψώνοντας έτσι το «λάβαρο» της προσωπικής του Μπιενάλε, κατακτώντας την ελευθερία, την αποδέσμευση από το βλέμμα του άλλου μέσα από αυτή τη μικρή πράξη «αντίστασης».

Μετά τη Ρένα Παπασπύρου που έστειλε στο βουνό ένα θραύσμα οδοστρώματος από την οδό Κρησίλα, η Γιαννίση κλήθηκε να εκτελέσει την 3η «πράξη» της Μπιενάλε και επέλεξε το μονοπάτι προς τον Τίμιο Σταυρό για να αποθέσει επάνω του ένα δεύτερο ποιητικό μονοπάτι με λυρικά αποσπάσματα από τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να επικοινωνήσουν με τα ζώα (π.χ. βοσκοί με αίγες) και προέρχεται από τη συλλογή «Χίμαιρα», ενώ ακολούθησε η Λυκουριώτη την επόμενη χρονιά με τους αρχιτέκτονες της Φάλαινας και τη δική τους εκδοχή για την παραδοσιακή κρητική ποιμενική κατσούνα (κατσούνα ερωβασίας). Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εννέα τέτοια «επεισόδια», με τη συμμετοχή δέκα εικαστικών, καθώς το 2021 ο Σχιζάκης ανέθεσε όχι σε μία/έναν αλλά σε πέντε εικαστικούς (Μαρία Τσάγκαρη, Κατερίνα Κατσιφαράκη, Εφη Σπύρου, Παντελή Χανδρή, Γιώργο Ξένο) να συμμετάσχουν στη μοναχική του Μπιενάλε.

Στην περίπτωση της Μαρίας Τσάγκαρη και του έργου «Πετώντας πολύ κοντά στον ήλιο», η μεσολάβηση του επιμελητή πήγε σε άλλο επίπεδο, καθώς έλαβε από την εικαστικό κλειστούς φακέλους με οδηγίες ανάγνωσης σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Ακολουθώντας τες τυφλά, δημιούργησε εικόνες βάσει της καθοδήγησης, περίπου όπως ένας σκηνοθέτης καθοδηγεί έναν εικονολήπτη, και η Τσάγκαρη τις συνέδεσε με κείμενο μορφοποιημένο ως υπότιτλους και βασισμένο στον μύθο του Ικάρου, δημιουργώντας έτσι 13 στιγμιότυπα μιας ταινίας. Πρωταγωνιστεί το άγριο τοπίο ενός βουνού όπως το είδε ένας επιμελητής που θα τον λέγαμε ρομαντικό, το ζωντανό μοντέλο ενός «ήρωα» που αγαπάει την τέχνη και τη δουλειά του.

ΙΝFO

«Η πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη»: Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου (Νυμφών 3), έως τις 16 Φεβρουαρίου.