Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Εκείνος γεννήθηκε μετά, το 1988, σε κάποιον ορυζώνα κοντά στη Σαϊγκόν. Οταν ήταν μόλις δύο ετών, οι δικοί του αναγκάστηκαν να φύγουν από το Βιετνάμ – η μητέρα του, επειδή ανήκε σε «μεικτή φυλή», απαγορευόταν να δουλέψει νόμιμα στη χώρα της. Υστερα πέρασαν στις Φιλιππίνες και για οκτώ μήνες έμειναν σε έναν καταυλισμό προσφύγων. Κατόπιν διέσχισαν τον Ειρηνικό και κατάφεραν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, για να μην ξεχαστεί ποτέ η εκτόπιση της οικογένειας, η μητέρα του αποφάσισε να τον μετονομάσει. Από τότε, λοιπόν, άρχισαν να τον φωνάζουν «Ωκεανό».

Σήμερα πια, ο 33χρονος Οσιαν Βουόνγκ, ποιητής, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες νέες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα στα ελληνικά δύο έργα του, η πρώτη του ποιητική συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου (Night Sky with Exit Wound, 2016), με την οποία απέσπασε το Βραβείο Τ.Σ. Eλιοτ το 2017, και το πρώτο του μυθιστόρημα Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι (On Earth We’re Briefly Gorgeous, 2019), που υμνήθηκε δεόντως από την κριτική και εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Με τούτη την αφορμή, το ένθετο «Βιβλία» της εφημερίδας «Το Βήμα» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει αποκλειστικά μαζί του.

«Επειδή το αυτοβιογραφικό υλικό με το οποίο εργάστηκα αποτέλεσε μονάχα τη βάση, την οποία ακολούθως μπόλιασα με τη φαντασία, οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου βιβλίου έγιναν πολύ σύντομα αρκετά αλλόκοτοι και για εμένα τον ίδιο» εκμυστηρεύεται ο Οσιαν Βουόνγκ για το βιβλίο του «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι»

«Μου ταιριάζει η καραντίνα»

«Είμαι εκ φύσεως εσωστρεφής, που σημαίνει ότι η ζωή της καραντίνας μάλλον μου ταιριάζει, αν και προφανώς εύχομαι να μην είχε προσλάβει όλο αυτό τις διαστάσεις ενός παγκόσμιου τρόμου. Τον τελευταίο χρόνο έχω επιστρέψει στη φιλοσοφία και στη θεωρία, πιθανώς σε μια εξασθενημένη προσπάθεια να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει, διαβάζοντας πάλι Βάλτερ Μπένγιαμιν, Τέοντορ Αντόρνο, Χάνα Αρεντ, Φρεντ Μότεν και άλλους πολλούς» δήλωσε ο Oσιαν Βουόνγκ, σχολιάζοντας την πανδημία του νέου κορωνοϊού σε σχέση με την καθημερινότητά του, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στο Νορθάμπτον της Μασαχουσέτης, όπου ζει και διδάσκει δημιουργική γραφή σε πανεπιστημιακό επίπεδο (UMass-Amherst).

Ocean Vuong
Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου
Μετάφραση Δημήτρης Μαύρος.
Εκδόσεις Gutenberg, 2021,
σελ. 200, τιμή 14 ευρώ

Το βιβλίο του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι είναι ένα λυρικό και συγκινητικό κομψοτέχνημα. Ο «Μικρός Σκύλος», αφηγητής και alter ego του συγγραφέα, απευθύνει στη μητέρα του ένα γράμμα το οποίο εκείνη αδυνατεί να διαβάσει επειδή είναι αγράμματη – η Ρόουζ, ενόσω ακόμη μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ, είδε το σχολείο της να καταστρέφεται από βόμβες ναπάλμ. Η δική της μητέρα, η Λαν, μια αγρότισσα που είχε εξωθηθεί στην πορνεία, συνήψε δεύτερο γάμο με έναν αμερικανό στρατιώτη, την περίοδο κατά την οποία ήταν έγκυος στη Ρόουζ. Ακολούθησαν πολλά, πάρα πολλά. Βρισκόμαστε, κοντολογίς, μπροστά σε μια περίπλοκη και πολλαπλώς επίπονη ιστορία. Ομως ο Οσιαν Βουόνγκ την αναπλάθει εκπληκτικά με σκοπό να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα σε αυτήν και, μακριά από ευκολίες και συναισθηματισμούς, να στοχαστεί όχι μόνο τη σύνθετη καταγωγή του αλλά και την υπαρξιακή, συναισθηματική, πνευματική του συγκρότηση.

Εαυτός και αυτομυθοπλασία

Βλέπουμε, εν προκειμένω, πώς ένα ομοφυλόφιλο αγόρι, φοβισμένο και ευάλωτο, εγκαταλειμμένο μάλιστα από τον πατέρα του, μεγαλώνει σε μια λαϊκή συνοικία του Κονέκτικατ, δίπλα σε μια σκληρά εργαζόμενη μάνα – μια μανικιουρίστα ενίοτε βίαιη απέναντι στον μικροκαμωμένο γιο της – αλλά και μια γιαγιά που έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Παρακολουθούμε τον Μικρό Σκύλο, τον Λιτλ Ντογκ, μέχρι την ωριμότητά του, η οποία ασφαλώς περιλαμβάνει και έναν θυελλώδη έρωτα, τον Τρέβορ.

«Ηταν δύσκολο στη συγγραφή του αυτό το βιβλίο, όπως είναι βεβαίως όλα τα μυθιστορήματα. Τα μυθιστορήματα απαιτούν τεράστια προσοχή επειδή ακριβώς δημιουργούνται από τα πιο μικρά πράγματα, τις λέξεις. Επομένως, η μεγαλύτερη πρόκληση για εμένα ήταν να συλλάβω και να εκτελέσω τα πάντα σωστά, την αισθητική, την προσωδία, το ύφος, ακόμη και τις μεταφορές. Επειδή όμως το αυτοβιογραφικό υλικό με το οποίο εργάστηκα αποτέλεσε μονάχα τη βάση, την οποία ακολούθως μπόλιασα με τη φαντασία, οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου βιβλίου έγιναν πολύ σύντομα αρκετά αλλόκοτοι και για εμένα τον ίδιο, ίσως πιο ανοίκειοι αν θέλετε, αλλά συγχρόνως και πιο ζωντανοί. Θα έλεγα πάντως ότι περισσότερο κι απ’ την προσπάθεια, ήταν η περιέργεια και η κατάπληξη που κυριάρχησαν στην όλη διαδικασία, ίσως ακόμη και μια παράξενη αμηχανία» ανέφερε ο Οσιαν Βουόνγκ.

Αραγε πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον όρο αυτομυθοπλασία (auto-fiction) και πώς προσεγγίζει τη μεθόριο μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης; «Για εμένα, η αυτομυθοπλασία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αποτελεί όμως, όπως το βλέπω εγώ, έναν κεντρικό άξονα της αμερικανικής λογοτεχνίας, ξεκινώντας από το εμβληματικό «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, που μετά εδραιώθηκε περαιτέρω με τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, από το «Φώναξέ το στα βουνά» του Τζέιμς Μπόλντουιν, τον «Γυάλινο Κώδωνα» της Σίλβια Πλαθ κ.τ.λ. Βλέπω τον εαυτό μου να λειτουργεί μέσα σε αυτή την παλαιότερη παράδοση: εννοώ το να βγαίνει ο εαυτός σε μια δημοπρασία, τρόπον τινά, και την ίδια στιγμή να μεγιστοποιούνται τα διακυβεύματα της ίδιας της μυθοπλασίας. Ο στόχος μου, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν να κατασκευάσω ένα αντίγραφο, έναν «Οσιαν Βουόνγκ», αλλά να μεταπλάσω μια ζωή, η οποία «φαίνεται» μονάχα σαν εκείνη του Οσιαν Βουόνγκ, σε κάτι εντελώς καινούργιο. Υπό αυτή την έννοια, ο ήρωάς μου, ο Λιτλ Ντογκ, είναι πιο γενναίος, υπομονετικός, ευγενής και αισιόδοξος απ’ ό,τι εγώ. Για να χρησιμοποιήσω ωστόσο και έναν επιστημονικό όρο, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα είναι, για εμένα, πολύ κοντά στην προσομοίωση, ένας παράλληλος κόσμος, ένας πειραματισμός με τις πιθανότητες – ένα πολυσύμπαν».

 

Η διαχείριση του τραύματος

Ocean Vuong
Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου
Μετάφραση Δημήτρης Μαύρος.
Εκδόσεις Gutenberg, 2021,
σελ. 200, τιμή 14 ευρώ

Δεν γινόταν, βεβαίως, να μην κουβεντιάσουμε για το τραύμα και τη διαχείρισή του. «Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι μάταιο να επιχειρεί κανείς να κατανοήσει το τραύμα ή να το νοηματοδοτήσει, είτε μέσω της τέχνης είτε μέσω άλλων πρακτικών. Πιστεύω δηλαδή ότι για εμάς, τους ανθρώπους, η γεωπολιτική βία είναι ένα συστατικό στοιχείο της εξέλιξής μας – κι αν αυτό είναι καλό ή κακό, δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να σας απαντήσω. Ενδιαφέρομαι πάντως μονάχα για τη ζωή, και τη χαρά ακόμα, στο επίπεδο των συνεπειών, των απόηχων. Νομίζω ότι το μυθιστόρημα είναι ο αρτιότερος τρόπος να διερευνήσει κανείς τις συνέπειες και τους απόηχους παντός είδους».

Ενα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι η φόρμα του βιβλίου του. «To κishōtenketsu, στο οποίο αναφερθήκατε κι εσείς, είναι μια παραδοσιακή δομή της κινεζικής ποίησης την οποία αργότερα υιοθέτησαν οι Ιάπωνες ως αφηγηματική στρατηγική. Η συγκεκριμένη δομή βασίζεται στην εγγύτητα, σε ό,τι ο Εντουάρ Γκλισάν αποκαλούσε «συσχέτιση», με λίγα λόγια, το να οικοδομεί κανείς ένταση και όχι σύγκρουση. To βρήκα αυτό πολύ πιο ταιριαστό και πιο κοντά στο πραγματικό, πιο αυθεντικό εν πάση περιπτώσει, από κάποια επεξεργασμένη, τεχνητή, φτιαχτή «πλοκή». Νομίζω ότι ένα μυθιστόρημα με εξόφθαλμη πλοκή μοιάζει με ένα κουκλοθέατρο όπου φαίνονται τα νήματα που κινούν τις μαριονέτες, η δραματική συνθήκη χάνεται τελείως, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι «κάτι παίζεται», βλέπει την «πορεία» την οποία ακολουθεί καθώς και τα οχήματα που τον οδηγούν σε μια προδιαγεγραμμένη «διαδρομή»».

Στη βραβευμένη συλλογή των ποιημάτων του κυριαρχεί η μορφή (θαμπή, απρόσιτη) του πατέρα του, ενώ στο πεζογράφημά του η μορφή της μητέρας του. Υπάρχει μήπως και μια λογοτεχνική εξήγηση για αυτό; «Για εμένα η ποίηση ήταν το πιο λειτουργικό μέσο για να διερευνήσω αυτή τη διαφεύγουσα μορφή (τον πατέρα), επειδή η δύναμη της ποίησης έγκειται ακριβώς στην (αρχέγονη) ικανότητά της να μυθοποιεί, γι’ αυτό άλλωστε επικαλέστηκα (και ευελπιστώ να τίμησα) τους αρχαιοελληνικούς μύθους (αλλά και τους χριστιανικούς) στο βιβλίο μου. Η πεζογραφία, από την άλλη μεριά, είναι ένα μέσο πιο διεξοδικό και εξονυχιστικό. Με τις γυναίκες, με τις οποίες μεγάλωσα και που αγάπησα, θέλησα να είμαι πιο ενδελεχής, να πλησιάσω τα σώματά τους, τις αγωνίες τους, τις ψυχές τους, με πολλή φροντίδα».

Οι επιρροές και η ποίηση

Στη συνέχεια ο Οσιαν Βουόνγκ αναφέρθηκε στις επιρροές του. «Δεν συμμερίζομαι ή, καλύτερα, δεν αναγνωρίζω αυτόν τον περιοριστικό δυϊσμό. Αυτό το δίπολο Ανατολής και Δύσης μού φαίνεται ένα κουρασμένο και απλουστευτικό σχήμα λόγου. Εχω επηρεαστεί επίσης, θέλω να πω, και από τον λατινοαμερικανικό μαγικό ρεαλισμό ή από την πολιτισμική κριτική των συγγραφέων και των διανοούμενων της Καραϊβικής. Δεν πιστεύω καθόλου ότι η ταυτότητα συνδέεται με μια de facto ιδιότητα στον οποιονδήποτε άνθρωπο. Ιδίως μάλιστα όταν αυτός ο άνθρωπος γράφει, όταν πλησιάζει τη λευκή σελίδα, τότε οι επιρροές του οφείλουν να εκδηλώνονται με τον πλέον ευρύ και αβίαστο τρόπο, όχι με βάση τη γεωγραφική υποταγή αλλά την αισθητική, πολιτική και φιλοσοφική συγγένεια».

Στο τέλος, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη σημασία και την αξία της ποίησης στους δικούς μας καιρούς. «Η ποίηση ανέκαθεν μετρούσε για το είδος μας, για τους ανθρώπους, το ίδιο μετράει και για εμένα προσωπικά, γιατί αντιπροσωπεύει την πλέον έντεχνη γλωσσική άρθρωση τόσο του παιχνιδιού όσο και της απόλαυσης. Παρά τα αντικείμενα που διερευνά, αντικείμενα σκοτεινά ή φοβερά συνήθως, δεν πρέπει ποτέ να παραβλέπουμε ότι η ποίηση είναι αυτή που ενσαρκώνει την υπόσχεση της ελπίδας μέσω της ανανέωσης» κατέληξε ο Οσιαν Βουόνγκ.

 

«Δεν γράφω για να επηρεάσω τον οποιονδήποτε προς κάποια κατεύθυνση»

Η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη νοοτροπία των ανθρώπων, λ.χ. ενός σωβινιστή ή ενός ομοφοβικού; Και σχετικά με την ταυτότητα, είναι πάντοτε η ταυτότητα ένας χώρος αμφιλεγόμενος και συγκρουσιακός; «Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τις απόψεις των ανθρώπων, ανεξαρτήτως από το πόσο στενόμυαλες ή μισαλλόδοξες είναι αυτές. Χρειάζεται μάλλον ένας συνδυασμός μετατοπίσεων για να επισυμβούν τέτοιες αλλαγές. Ισως η λογοτεχνία να παίζει κι αυτή τον μικρό της ρόλο. Θεωρώ πάντως ότι το κρίσιμο σε σχέση με την έννοια της ταυτότητας είναι το εξής: αν, όντως, πρόκειται για έναν χώρο, όπως τον περιγράψατε, ή αν πρόκειται για μια οντολογική κατάσταση. Για παράδειγμα, οι έγχρωμοι άνθρωποι στις ΗΠΑ υποφέρουν δυσανάλογα εξαιτίας της Covid-19. Δεν θα αποκαλούσα τις δοκιμασίες τους συγκρούσεις στο πεδίο της ταυτότητας – όπως θα ίσχυε ενδεχομένως στην τέχνη – αλλά το αποτέλεσμα της κοινωνικοπολιτικής αναπαραγωγής της ταυτότητας ως ένα οργανωμένο δόγμα καταπίεσης. Με λίγα λόγια, όταν γράφω, είτε γράφω για το Χάρτφορντ είτε για τον πλανήτη Αρη, όλο αυτό γίνεται μέσα από το πρίσμα της ανωτέρω δομικής αναπαραγωγής – γιατί κάθε πολιτικοποιημένο σώμα βιώνει τις επιπτώσεις της. Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, όταν γράφω, γράφω για όλες τις ταυτότητές μου μαζί, κι αυτές που γνωρίζω κι αυτές που δεν έχω ακόμη γνωρίσει» υπογράμμισε ο Οσιαν Βουόνγκ.

Από την άλλη μεριά, προσέθεσε, «δεν γράφω έχοντας στο μυαλό μου, ως στόχο, να επηρεάσω τον οποιονδήποτε προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Διότι αν πράγματι ίσχυε αυτό, θα σήμαινε ότι γράφω για να νουθετήσω κάποιον (στην καλύτερη περίπτωση) ή για να τον πατρονάρω (στη χειρότερη περίπτωση). Απεχθάνομαι τους συγγραφείς που πιστεύουν ότι έχουν ένα υπέρτερο καθήκον ή που αισθάνονται την ανάγκη να επιμορφώσουν τους αναγνώστες τους, να τους διαφωτίσουν ή να τους μεταστρέψουν. Εγώ σέβομαι τους αναγνώστες μου ως αυτόνομα όντα, που μπορούν να συναισθανθούν και να προβληματιστούν όπως εκείνοι επιθυμούν».