Διάβασα στο «Βήμα της Κυριακής» (21.2.2021) μια ενδιαφέρουσα επιφυλλίδα του συναδέλφου Νίκου Ψαρρού με τίτλο «Είναι η Ιατρική επιστήμη;», κατ’ εξοχήν επίκαιρη λόγω της πανδημίας. Το ερώτημα του τίτλου καλύπτει όμως περισσότερα ζητήματα, από τα οποία μόνο ένα μέρος αφορά την πανδημία. Συμφωνώ με αρκετά από όσα γράφει ο κ. Ψαρρός, σε άλλα ωστόσο δεν είμαι της ίδιας με αυτόν γνώμης.

Το βασικότερο από αυτά: Στο ερώτημα του τίτλου της επιφυλλίδας του ο κ. Ψαρρός δίνει μια συνοπτική απάντηση, που αδικεί κατάφωρα πολλές ορθές παρατηρήσεις του: Στο ερώτημα αν η Ιατρική είναι επιστήμη, «Μια ορθή «αρνητική» απάντηση είναι: «Αλίμονό μας αν ήταν!»». Από όσα όμως ο ίδιος γράφει δεν συνάγεται με σαφήνεια γιατί μια αρνητική (γιατί τα εισαγωγικά;) απάντηση στο ερώτημά του θα ήταν ορθή, ούτε και γιατί θα ήταν κάτι κακό αν ήταν θετική.

Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να αμφιβάλλει ότι η Ιατρική είναι επιστήμη. Αυτό αφορά τόσο την ερευνητική όσο και την κλινική Ιατρική. Η ερευνητική Ιατρική αναζητεί αλήθειες σχετικές με τις αιτίες των διαφόρων ασθενειών και με τους τρόπους ίασής τους. Εφαρμόζει τις μεθόδους που προσιδιάζουν στις (φυσικές) επιστήμες, μεταξύ των οποίων είναι τα εργαστηριακά πειράματα και οι κλινικές δοκιμές. Επίσης χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τα πορίσματα άλλων επιστημών, όπως είναι η Βιολογία, η Βιοχημεία, ακόμη και η Φυσική και τα Μαθηματικά. Ποιος θα επέμενε όμως σήμερα στην ύπαρξη στεγανών μεταξύ των επιστημών; Είναι βέβαιο ότι η ιατρική έρευνα έχει ακόμη πολλά να κάνει. Υπάρχουν πάρα πολλές ασθένειες, ορισμένες από αυτές θανατηφόρες, για τις οποίες δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής ούτε αιτιώδεις εξηγήσεις ούτε αποτελεσματικές θεραπείες. Ομως και οι στατιστικές μετρήσεις και οι πιθανολογήσεις, που βοηθούν στη στοιχειοθέτηση υποθέσεων εργασίας ανήκουν ασφαλώς στο επιστημονικό οπλοστάσιο.

Αλλά και η κλινική Ιατρική έχει επιστημονικό χαρακτήρα. Η διαφορά της από την ερευνητική έγκειται στο ότι ασκείται προς χάρη της αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας συγκεκριμένων ανθρώπων. Η αντιμετώπιση αυτή βασίζεται απολύτως στις γνώσεις που προσφέρει η ερευνητική Ιατρική. Το πρόσθετο πρόβλημά της είναι η σωστή εφαρμογή τους στην κάθε περίπτωση. Και αυτής πυρήνας είναι η σωστή διάγνωση, η οποία απαιτεί μια ειδική ικανότητα και πείρα, που στη Φιλοσοφία αποκαλείται ικανότητα της κρίσης, παρόμοια με την ικανότητα που απαιτείται κατά την εφαρμογή γενικών κανόνων και σε άλλες επιστήμες, όπως είναι τα Νομικά: εκεί απαιτείται, όπως λέγεται, εκτός από τη γνώση του νόμου και της ορθής ερμηνείας του, η ορθή «υπαγωγή» της κρινόμενης περίπτωσης υπό τον αρμόζοντα σε αυτήν κανόνα δικαίου.

Νομίζω ότι ούτε ο κ. Ψαρρός θέλει να μας πείσει για κάτι αντίθετο προς όλα αυτά. Παρά το ισοπεδωτικό ρητορικό του ξέσπασμα, οι ενδοιασμοί του αφορούν κυρίως τρία πράγματα. Ο πρώτος ενδοιασμός σχετίζεται με τον λόγο που δίνεται στους γιατρούς κατά την αντιμετώπιση όχι ατομικών περιπτώσεων ασθενών, αλλά του συλλογικού προβλήματος της πανδημίας. Ο δεύτερος ενδοιασμός αφορά τις προσωπικές σχέσεις γιατρού και ασθενούς. Και ο τρίτος τον τρόπο με τον οποίο εκτιμάται τι ακριβώς είναι η υγεία και τι το αντίθετό της, η ασθένεια.

Πιστεύω ότι και στα τρία αυτά θέματα υπάρχουν πράγματι προβλήματα, στην αντιμετώπισή τους ωστόσο δεν βοηθάει, θα έλεγα μάλιστα ότι τη δυσχεραίνει, η αμφισβήτηση της επιστημονικότητας της Ιατρικής. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας μια ιδιαιτερότητά της. Ιδιάζον γνώρισμα της Ιατρικής είναι ότι στο αντικείμενό της αναπόφευκτα εμπλέκονται σε κάθε βήμα σοβαρά ηθικά ζητήματα. Η άσκησή της αφορά την προστασία δύο κορυφαίων αγαθών: της ζωής και της υγείας. Στο κλινικό της σκέλος μάλιστα, η Ιατρική ασκείται μέσω προσωπικών σχέσεων γιατρού και ασθενούς, πράγμα που θέτει ιδιαίτερα ηθικά ζητήματα. Η ενδεχόμενη ηθική κριτική δεν συμπαρασύρει όμως και την επιστημονικότητα. Αντίστοιχα ηθικά προβλήματα δεν αναφύονται κατά την καλλιέργεια και την εφαρμογή άλλων επιστημών. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Χημείας. Φυσικά ισχύει και για αυτήν η ηθική της επιστημονικής έρευνας, αυτή όμως δεν αφορά παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, και όχι εγγενώς, ζητήματα υγείας. Και το αν ένας οινολόγος κατορθώσει ή όχι να παραγάγει ένα καλό κρασί, ζήτημα εφαρμογής, δεν εγείρει κανένα ηθικό θέμα.

Ας στραφούμε τώρα προς την πανδημία. Ο κ. Ψαρρός είναι της γνώμης ότι η πανδημία έφερε τους γιατρούς σε καθοδηγητική θέση έναντι των πολιτικών (κακώς, φαίνεται να πρεσβεύει), επειδή οι πολιτικές ηγεσίες βρέθηκαν απροετοίμαστες. Θεωρεί επίσης ότι η πανδημία ανέτρεψε την προσωποπαγή σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς και τη μετέτρεψε σε «κοινωνική και πολιτική», πράγμα που αύξησε τη δυσπιστία όχι μόνο απέναντι σε θεράποντες ιατρούς αλλά και στην επιστήμη γενικά. Ας προσπαθήσουμε όμως να γίνουμε σαφέστεροι. Οι ρόλοι επιστήμης και πολιτικής πρέπει να είναι και να παραμένουν διακριτοί. Η ιατρική επιστήμη, εν προκειμένω ιδίως η επιδημιολογία, πρέπει να περιορίζεται σε μια συμβουλευτική λειτουργία, στην οποία πρέπει ασφαλώς να έχει κυρίαρχη θέση. Οι τελικές αποφάσεις ανήκουν όμως στις πολιτικές ηγεσίες. Τα μεταξύ τους όρια γίνονται δυσδιάκριτα, είτε όταν συμβεί κάποιοι επιστήμονες να ρέπουν και προς την πολιτικολογία, υποδαυλιζόμενοι και από τη δημοσιότητα που τους χαρίζει απλόχερα η επικοινωνιακή πραγματικότητα, είτε επειδή οι πολιτικοί εμφανίζουν συχνά τα μεν δυσάρεστα μέτρα ως αποφάσεις των γιατρών, τα ευχάριστα όμως ως αποφάσεις δικές τους.

Οσο για τις προσωπικές σχέσεις γιατρού και ασθενούς, η πανδημία έφερε στην επιφάνεια ένα ιδιαίτερο ηθικό πρόβλημα, που θα άξιζε μια ξεχωριστή ανάλυση. Πολύ γενικά μιλώντας, φρονώ ότι η επιλογή ασθενών, που σε ακραίες φάσεις της πανδημίας γίνεται αναπόδραστη, δεν πρέπει να αφήνεται στον κάθε γιατρό χωριστά, επειδή, αν τύχει να είναι θεράπων κάποιου συγκεκριμένου ασθενούς, η εγκατάλειψή του ακόμη και προς χάρη μιας γενικότερης αποτελεσματικότητας της ιατρικής φροντίδας αποτελεί σε κάθε περίπτωση πράξη μιας μορφής προσωπικής προδοσίας. Επομένως οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να είναι αποφάσεις συλλογικών σωμάτων. Οχι όμως και πολιτικών οργάνων, διότι η πολιτική διάκριση των ασθενών σε κατηγορίες είναι απαράδεκτη.

Συμπερασματικά, πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές ποιες αποφάσεις ανήκουν στην ευθύνη της επιστήμης και ποιες είναι πολιτικές. Ο κ. Ψαρρός νομίζω ότι συγχέει τα πράγματα όταν ρέπει προς τη γνώμη ότι το θεμελιώδες ερώτημα τι είναι υγεία και τι ασθένεια δεν είναι αμιγώς επιστημονικό αλλά (ίσως πρωτίστως) ηθικό. Εννοεί άραγε τους ηθικούς φιλοσόφους ή μήπως τις τρέχουσες κοινωνικές αντιλήψεις; Νομίζω ότι ως προς το ζήτημα αυτό υπάρχει μια υφέρπουσα τάση επικίνδυνης δυσπιστίας προς την επιστήμη. Θα θεωρούσα οπισθοδρόμηση αν τους πάλαι ποτέ «ιατροφιλοσόφους» υποκαταστήσουν σήμερα οι «φιλοσοφίατροι».

Ο κ. Παύλος Σούρλας, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διδάσκει Βιοηθική σε κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα με το Πανεπιστήμιο Κρήτης.