Μετά τη συμπλήρωση ενός έτους περίπου από την εμφάνιση της νέας πανδημίας που σαρώνει τον πλανήτη και τη χώρα μας, έχουμε σήμερα αρκετά δεδομένα ώστε να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση, να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, αλλά και να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε την εξέλιξη της πανδημίας.

Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η ανθρωπότητα αλλά και η επιστημονική κοινότητα είχε ξεχάσει τις επιδημίες που σάρωσαν τον πλανήτη τους τελευταίους αιώνες και αυτάρεσκα πίστευε ότι η ιατρική επιστήμη και τα επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας είναι αρκετά ώστε να τη θέσουν υπό έλεγχο άμεσα και αποτελεσματικά.

Δυστυχώς ο νέος αυτός κορωνοϊός έχοντας με το μέρος του την αέναη εξελικτική διαδικασία της φύσης μεταπήδησε από τα ζώα στον πολυπληθέστερο έμβιο ον του πλανήτη, τον άνθρωπο, έχοντας προικιστεί με καταπληκτικά όπλα για την αναπαραγωγή του.

Τα όπλα αυτά είναι η μεγάλη του μεταδοτικότητα, το μεγάλο ποσοστό ασυμπτωματικών ή ολιγοσυμπτωματικών ανθρώπων που μεταδίδουν και η μικρή σχετικά θνησιμότητά του.

Ετσι ο ιός μεταφέρθηκε από ασυμπτωματικούς φορείς ή ολιγοσυμπτωματικούς ασθενείς μέσω του αχανούς δικτύου του παγκοσμίου εμπορίου και της καθημερινής μετακίνησης εκατομμυρίων ταξιδιωτών, με αποτέλεσμα την εκρηκτική διάδοσή του σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οδήγησε στην κατάρρευση των υγειονομικών συστημάτων πολλών εύπορων χωρών.

Η χώρα μας βγαίνοντας από τη δεκαετή οικονομική κρίση και γνωρίζοντας τις αδυναμίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) και έχοντας με έκπληξη και τρόμο στραμμένα τα μάτια της στις εικόνες από τη γειτονική Ιταλία αντέδρασε άμεσα και εφάρμοσε το πρώτο lockdown την πλέον κατάλληλη χρονική περίοδο. Η απομόνωση των λίγων κρουσμάτων από την κυκλοφορία είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη και γρήγορη αποκλιμάκωση του κρουσμάτων αφού μειώθηκε ταχύτατα η δυνατότητα της διασποράς του κορωνοϊού σε άλλους ξενιστές. Η επιτυχία του πρώτου lockdown, τα κολακευτικά σχόλια του διεθνούς παράγοντα και ο εφησυχασμός πολιτών αλλά και αρμοδίων, μας έκαναν να πιστέψουμε ότι είχαμε αποφύγει τα χειροτέρα. Οτι μάλλον είχαμε ξεμπερδέψει…

Για άλλη μια φορά ξεχάσαμε να δούμε την ιστορία, να μελετήσουμε το χρονικό της ισπανικής γρίπης, η οποία απλώθηκε στην υφήλιο το 1918-1919, έναν αιώνα πριν, και ευθύνεται για τον θάνατο 50-60 εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι ιστορικές αναφορές κάνουν λόγο για τρία επιδημικά κύματα στην Ευρώπη, τον πρώτο τον Μάρτιο του 1918, το δεύτερο τον Σεπτέμβριο-Νοέμβριο του ιδίου έτους και το τρίτο τον Μάρτιο του 1919.

Η λύση της πανδημίας έγινε με την ανοσία της αγέλης, αφού η πλειονότητα του πληθυσμού μολύνθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και ανέπτυξε βραχυχρόνια ανοσία έναντι του ιού της ισπανικής γρίπης που φαίνεται πως ήταν ο Η1Ν1, αφήνοντας όμως τεράστιο πλήγμα σε ανθρώπινες ζωές.

Βιώνοντας το δεύτερο κύμα της πανδημίας στην Ευρώπη και στη χώρα μας, εύκολα μπορούμε να αντλήσουμε αρκετά συμπεράσματα. Ταυτόχρονα καλούμαστε να απαντήσουμε σε πολλά βασανιστικά ερωτήματα για το μέλλον.

Το πιο εύκολο συμπέρασμα είναι ότι τα πρωτόκολλα που υιοθετήθηκαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας για την αναχαίτιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού και την εκδήλωση του δευτέρου κύματος φάνηκαν σχετικά αναποτελεσματικά. Ετσι οδηγηθήκαμε στο αναγκαστικό δεύτερο lockdown. Αυτό δείχνει πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις ζωντανή την οικονομία με την απαραίτητη κινητικότητα των πολιτών και ταυτόχρονα αλώβητη τη δημόσια υγεία και όρθιο το ΕΣΥ.

Η μεταδοτικότητα του ιού σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό ασυμπτωματικών φορέων και ολιγοσυμπτωματικών ασθενών και η αδιαφορία της τήρησης των μέτρων αποστασιοποίησης από μια μερίδα του πληθυσμού δίνουν στον ιό το μεγάλο πλεονέκτημα της εύκολης παράκαμψης των υγειονομικών μέτρων προστασίας.

Πώς όμως ελάχιστες χώρες κατάφεραν να περιορίσουν στο ελάχιστο τα νέα κρούσματα και απέτρεψαν την εκδήλωση του δευτέρου επιδημιολογικού κύματος;

Το κλειδί της επιτυχίας σε αυτές τις χώρες ήταν η εκτεταμένη και επαναλαμβανομένη επιδημιολογική επιτήρηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με rapid tests. Δηλαδή δεν περιμένεις να διαγνώσεις τον ασθενή που έρχεται στο νοσοκομείο με συμπτώματα γιατί είναι πλέον αργά, αλλά αντίθετα τον ψάχνεις οπουδήποτε μπορεί να βρίσκεται, όπως στα σύνορα, στους εποχικούς εργάτες, στα σχολεία, στα γηροκομεία, στα εργοστάσια, στους χώρους συνάθροισης πολίτων, στους εργαζομένους των νοσοκομείων αλλά και στην κοινότητα.

Η εκτεταμένη αυτή επιδημιολογική επιτήρηση σε συνδυασμό με ένα σφικτό και εκτεταμένο σύστημα ιχνηλάτησης και απομόνωσης των νοσούντων φαίνεται πως μπορεί να προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα ελέγχου της εξάπλωσης του ιού.

Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν πως ο μέγιστος αριθμός κρουσμάτων που ανήλθε στις 2.500-3.500 διαγνώσεις ημερησίως, ανέδειξε εμφατικά τη μέγιστη αντοχή του ΕΣΥ τόσο σε απλές κλίνες όσο και σε κλίνες ΜΕΘ για τη νοσηλεία ασθενών με COVID-19 αφού το έσπρωξε, κυριολεκτικά, στο χείλος του γκρεμού.

Γιατί όμως το δεύτερο lockdown δείχνει τέτοια βραδύτητα στην αποκλιμάκωση των κρουσμάτων, πιέζει αφόρητα τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας της χώρας μας, αφήνει πίσω εκατοντάδες νεκρούς και απομακρύνει όλο και περισσότερο τον χρόνο της σταδιακής επαναφοράς της κινητικότητας και κατ’ επέκταση τη διατήρηση εν ζωή της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας μας που έχει πληγεί βαρύτατα;

Εκτός των ήδη γνωστών, όπως η χαλάρωση των μέτρων ατομικής προστασίας, της κόπωσης που επήλθε από τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες, φαίνεται πως σταδιακά υπήρξε και η ενσωμάτωση του κινδύνου και η αποδοχή του ως αναπόσπαστου κομματιού της καθημερινότητάς μας.

Σημαντικό παράγοντα όμως φαίνεται να διαδραματίζει ο μεγαλύτερος αριθμός των ενεργών κρουσμάτων τη στιγμή της εφαρμογής του δεύτερου lockdown σε σχέση με τον μικρό αριθμό των κρουσμάτων του πρώτου επιδημικού κύματος. Οπως είναι ευνόητο, όταν ο ιός έχει μολύνει το 10-20% του ενεργού πληθυσμού τα μέτρα περιορισμού της κινητικότητας είναι σχετικά αναποτελεσματικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η κάθε δομή της κοινωνίας όπως οι σχολικές μονάδες, οι βιοτεχνίες, τα εργοστάσια και η οικογένεια μετά την εφαρμογή του lockdown έχουν εντός τους θετικά κρούσματα με αποτέλεσμα τη συνεχή ενδογενή μετάδοση και τη συντήρηση του επιδημιολογικού φορτίου εντός τους.

Οπότε βλέποντας στον ορίζοντα την αρχή της αποκλιμάκωσης του δεύτερου επιδημικού κύματος και βιώνοντας τον φόβο της υποτροπής του και την εκδήλωση ενός τρίτου μετά τη σταδιακή απόσυρση των περιοριστικών μέτρων κινητικότητας, πού θα εναποθέσουμε τις ελπίδες μας;

Πώς πρέπει να βαδίσουμε για να μειώσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας και πότε θα συμβεί αυτό;

Ο επερχόμενος χειμώνας αποτελεί το βέλτιστο περιβάλλον για τη διατήρηση και μετάδοση του ιού, ενώ ο κόσμος έχει ήδη κουραστεί από τα παρατεταμένα περιοριστικά μέτρα και μεγάλο μέρος αισθάνεται ότι σβήνει επαγγελματικά εξαιτίας τους.

Επιδημιολογικά είναι γνωστό ότι μια επιδημία ή πανδημία σβήνει όταν η πλειονότητα του πληθυσμού αποκτήσει ανοσία στον υπεύθυνο μικροοργανισμό. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η φυσική ανοσία της αγέλης μετά από νόσηση της πλειονότητας του πληθυσμού αποτελεί μια αδιανόητη επιλογή με τεράστιο κόστος, πού θα στραφούμε; Στη φαρμακευτική αγωγή ή στα εμβόλια;

Αν και έχει γίνει τεράστια κατανόηση στις επιπτώσεις της νόσου και έχει βελτιωθεί η πρόγνωση της νοσηλείας των ασθενών, φαίνεται πως σήμερα αλλά και στο άμεσο μέλλον δεν θα έχουμε κάποια πολύ αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή που να σταματά την εξέλιξη της νόσου όταν αυτή έχει ήδη εκδηλωθεί. Η πρόσφατη έγκριση και κυκλοφορία ήδη τουλάχιστον δύο αποτελεσματικών και ασφαλών εμβολίων φαίνεται να αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη ελπίδα της ανθρωπότητας και της χώρας μας για την έξοδο από την πανδημία.

Οι προκλήσεις όμως για τον εμβολιασμό του 65-70% του πληθυσμού που αποτελούν και την κρίσιμη μάζα για την επίτευξη της ανοσίας είναι τεράστιες. Ακόμη και εάν λυθούν τα προβλήματα της επάρκειας των εμβολίων αλλά και της πολύπλοκης οργάνωσης των εμβολιαστικών κέντρων, το διαρκές στοίχημα θα είναι το κρίσιμο ποσοστό που θα εμβολιαστεί. Αν και στις δημοσκοπήσεις φαίνεται πως ένα σημαντικό ποσοστό δηλώνει ότι θα εμβολιαστεί, αυτό μένει να αποδειχθεί. Πολλοί εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς την ασφάλεια των εμβολίων, οι νέοι αισθάνονται άτρωτοι, αρκετοί απλώς θα αμελήσουν να εμβολιαστούν και τέλος υπάρχει και η σημαντική ομάδα των αντιεμβολιαστών.

Συνδυάζοντας τα παραπάνω μπορούμε να κάνουμε αρκετές διαπιστώσεις αλλά και κάποιες προβλέψεις με ορίζοντα το καλοκαίρι.

Με την παραδοχή ότι τα υπάρχοντα περιοριστικά μέτρα θα διατηρηθούν, τα κρούσματα θα συνεχίσουν να μειώνονται και θα φτάσουν στα 700-800 στο τέλος του έτους, με την επιφύλαξη της αναζωπύρωσης στην Αττική ή σε περιοχές που σήμερα έχουν χαμηλό επιδημιολογικό φορτίο.

Τα νέα περιοριστικά μέτρα που θα εφαρμοσθούν μετά το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς από το νέο έτος πρέπει να είναι διαφορετικά, πιο περιοριστικά και πλέον στοχευμένα σε σχέση με αυτά που εφαρμόστηκαν το φθινόπωρο του 2020, διαφορετικά το τρίτο κύμα θα εκδηλωθεί στην καρδιά του χειμώνα.

Η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας θα βελτιώνεται αργά στην αρχή μετά την έναρξη των εμβολιασμών και θα είναι πολύ καλύτερη στις αρχές του καλοκαιριού, με την προϋπόθεση ότι θα έχει εμβολιαστεί το 65-75% του πληθυσμού μέχρι τότε. Εάν αυτό δεν γίνει εφικτό και τα επίπεδα εμβολιασμού κυμανθούν σε χαμηλότερα επίπεδα, τότε η επιδημιολογική κατάσταση θα βελτιωθεί βραδύτερα σε όλη τη διάρκεια του 2021.

Η νέα κανονικότητα που αναμένουμε να έρθει δεν θα είναι αυτή που είχαμε προ της πανδημίας αλλά μια άλλη, διαφορετική, αφού πολλά πράγματα ήρθαν για να μείνουν. Σε αυτή τη νέα κανονικότητα θα περιλαμβάνεται και ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV 2, αφού ποτέ δεν πρόκειται να εκλείψει εντελώς από την πλανήτη, όπως δεν εξέλιπε και ο ιός της ισπανικής γρίπης. Επιθυμούμε και πιστεύουμε όμως ότι θα γίνει μια σποραδική νόσος και θα έχουμε προσθέσει ένα ακόμη ετήσιο εμβόλιο στη ζωή μας.

Ο κ. Βασίλης Κουλούρας είναι καθηγητής Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής ΜΕΘ ΠΓΝ Ιωαννίνων.