Τα όσα θλιβερά συνέβησαν χθες αμαύρωσαν τη φετινή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Στην ουσία πρόκειται για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας σύγκρουσης, όπως είχε διαφανεί από το πολεμικό κλίμα που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες ημέρες.

Το να επιχειρήσει κανείς να διερευνήσει ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την τροπή που πήραν τα πράγματα είναι ανώφελο και μάταιο.

Και οι δυο πλευρές – αστυνομία και διαδηλωτές – με τις ενέργειές τους κατάφεραν τελικά να μετατρέψουν για άλλη μία φορά το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο μάχης.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αστυνομία – με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας – υπεραντέδρασε σε πολλές περιπτώσεις προκαλώντας τη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών.

Από την άλλη πλευρά οι διαδηλωτές επιχείρησαν με τερτίπια και αλχημείες να ξεπεράσουν τον σκόπελο των απαγορεύσεων που είχαν υπαγορευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και στο οποίο όφειλαν να συμμορφωθούν.

Όσοι ήλπιζαν ότι τούτη τη φορά – με τη χώρα βυθισμένη στην πανδημία – τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά τώρα πρέπει να πέφτουν από τα σύννεφα.

Αντιθέτως, οι «υποψιασμένοι» δικαιώνονται.

Αποδείχθηκε περίτρανα ότι η περίφημη συνεννόηση που υπήρξε στο πρώτο κύμα της πανδημίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου ήταν μια σπάνια παρένθεση.

Μια εξαίρεση στα πολιτικά μας ήθη που έκτοτε αγνοείται και δύσκολα θα ξαναϋπάρξει.

Κρίνοντας τώρα τα πράγματα από απόσταση φαίνεται ότι ακόμη και εκείνη η «εκεχειρία» δεν ήταν προϊόν έλλογης και ενσυνείδητης επιλογής αλλά αποτέλεσμα του ξαφνιάσματος, της αμηχανίας μπροστά στο πρωτόγνωρο πανδημικό κύμα.

Ένα μηχανικό σάστισμα μπροστά στην άγνωστη απειλή.

ΤΟ ΒΗΜΑ