Όταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κήρυττε επανειλημμένα τον «πόλεμο» ενάντια στον κορωναϊό τον περασμένο Μάρτιο, έδινε την υπόσχεση ότι θα στηρίξει τους εργαζόμενους της «πρώτης γραμμής» στον τομέα της υγείας με μέτρα προστασίας. Η πραγματικότητα τον διέψευσε και η Γαλλία βρέθηκε εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στον αόρατο εχθρό.

Η κυβερνητική πολιτική των ήξεις-αφήξεις σε ό,τι αφορά παλαιότερες πανδημίες οδήγησε την πάλαι ποτέ εύρωστη σε αποθέματα υγειονομικού υλικού χώρα σε τρομερές ελλείψεις. Παρά τις προειδοποιήσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για αυξανόμενους κινδύνους παγκόσμιων πανδημιών, οι γαλλικές κυβερνήσεις είχαν επιλέξει την ανάθεση παραγωγής ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού σε ξένους προμηθευτές. Αποτέλεσμα; Παντελής έλλειψη αυτονομίας αλλά και ικανότητας να εντατικοποιηθεί η εγχώρια παραγωγή σε αναπνευστήρες, μάσκες, θερμόμετρα και αντιπυρετικά σε μια τόσο έκτακτη συνθήκη.

Σήμερα, καθώς η Γαλλία εξέρχεται από τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, ενώ υπολείπεται σε προμήθειες για να προστατευτεί από ένα πιθανό δεύτερο κύμα του ιού, έχει καταστεί case study για το πώς ορισμένες χώρες αρχίζουν να επανεξετάζουν πλέον την εξάρτησή τους από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που χτίστηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες με γνώμονα το χαμηλό κόστος και τη γρήγορη παράδοση.

«Σε καιρούς κρίσης, είναι δύσκολο να αλλάξουμε από τη μία ζώνη παραγωγής στην άλλη ώστε να μπορούμε να εξασφαλίζουμε τα απαραίτητα αγαθά», αναφέρει στους New York Times ο Λουί Γκωτιέ πρώην διευθυντής της Γενικής Γραμματείας Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας, μια ισχυρή διυπουργική μονάδα μέσα στο πρωθυπουργικό γραφείο, η οποία συντονίζει τη διαχείριση κρίσεων μεγάλης κλίμακας. Προσθέτει δε ότι «το ζήτημα των στρατηγικών αποθεμάτων και του ασφαλούς εφοδιασμού πρέπει να επανεξεταστεί και να εφευρεθεί ένα νέο μοντέλο».

Μολονότι οι ιθύνοντες καιρό τώρα γνώριζαν την αναγκαιότητα ύπαρξης επαρκούς στοκ σε μάσκες για το ενδεχόμενο πανδημίας, κατά την τελευταία δεκαετία, για δημοσιονομικούς κυρίως λόγους η δημιουργία αποθεμάτων δεν συγκαταλέγονταν στις προτεραιότητες. Τον περασμένο Μάρτιο, μάλιστα ο ίδιος ο Υπουργός Υγείας Ολιβιέ Βεράν δήλωνε στο κοινοβούλιο ότι τα εργοστάσια στην Κίνα θα μπορούσαν εύκολα να καλύψουν τις ελλείψεις. Πλανήθηκε πλάνην οικτράν.

Η εμβέλεια και η ταχύτητα του νέου κορωνοϊού ανέτρεψε όλα τα δεδομένα κι ως εκ τούτου τη λογική και τις προβλέψεις του. Η Κίνα, πρώτη σε παραγωγή μασκών παγκοσμίως είχε κατακλυστεί από παραγγελίες, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στην τεράστια ζήτηση, ενώ η Ινδία, κορυφαίος εξαγωγέας φαρμάκων, απαγόρευσε προσωρινά τις εξαγωγές εξαιτίας του φόβου για δικές της ελλείψεις. Η Γαλλία είχε ήδη μετακινήσει την φαρμακευτική της βιομηχανία στο εξωτερικό.

Ούτε θερμόμετρα…

Το τελευταίο εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων κοντά στη Λυόν έκλεισε το 2008, με τους ειδικούς να προειδοποιούν εδώ και πολύ καιρό την αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας από ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι ελλείψεις σε βασικά φάρμακα όπως η παρακεταμόλη, ανάγκασαν τις αρχές να περιορίσουν την πώλησή της. Μια από τις χώρες με τα καλύτερα συστήματα υγείας στον κόσμο σε αυτή την πρωτοφανή υγειονομική κρίση, ξέμεινε από θερμόμετρα!

Σήμερα η χώρα μετράει περισσότερους από 27.000 θανάτους από κορωνοϊό, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας στον κόσμο κι ένας λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει ήταν και το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιεί τεστ ανίχνευσης σε μεγάλη κλίμακα. Δεν διέθετε τα επιχρίσματα και τα αντιδραστήρια, χαμηλής μεν αξίας αλλά τόσο κρίσιμα εν μέσω πανδημίας καθώς είχε αναθέσει την παραγωγή τους σε συνεργάτες της στην Ασία.

Σύμφωνα με αδημοσίευτη μελέτη του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, χώρες που κατασκεύαζαν κιτ με τεστ ανίχνευσης και άλλα συναφή υγειονομικά υλικά όπως η Γερμανία και η Αυστρία, έχουν καταγράψει μέχρι στιγμής λιγότερους θανάτους στη διάρκεια της πανδημίας. Για τους ειδικούς δεν είναι τυχαίο.