Εξηγώντας τη φαινομενολογία στον νεαρό Σαρτρ σε ένα καφέ του Παρισιού στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Ρεϊμόν Αρόν έλεγε δείχνοντας το ποτό τους «μπορείς να κάνεις φιλοσοφία και από αυτό εδώ το κοκτέιλ». Παρόμοια είναι η διαπίστωση του Τζόναθαν Φράνζεν για τον εκδημοκρατισμό της δοκιμιογραφίας σήμερα στην εναρκτήρια παράγραφο της συλλογής Το τέλος του τέλους της Γης. Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η προσωπική εμπειρία και η υποκειμενικότητα του συγγραφέα αρκούν για να καταστήσουν και την ελάχιστη μικροαφήγηση άξια δημοσίευσης για το ευρύ κοινό. Εκεί βέβαια που ο Αρόν εστίαζε στην ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας των καθημερινών πραγμάτων χωρίς εκπτώσεις, ο Φράνζεν κάνει λόγο για την έκπτωση μιας φιλοσοφίας: αντίθετη με την πρότερη παράδοση του είδους και τις επιταγές της αμερικανικής δημοσιογραφίας, η επικράτηση του τετριμμένου βρίσκεται στους αντίποδες της αξιόλογης δοκιμιογραφίας. Κατά μία έννοια τα κείμενα που επιλέγει εδώ ο αμερικανός συγγραφέας είναι δοκίμια ανασκευής της τάσης αυτής. Η προσωπική εμπειρία μιας συνάντησης, ενός ταξιδιού, της παρατήρησης πουλιών, που αποτελεί το πάθος του, διαπερνά όλο το βιβλίο, χρησιμοποιείται όμως συνειδητά ως αφετηρία προβληματισμού για τις συνθήκες που οδήγησαν στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, την αξία της φιλίας και, κυρίως, την εγγύτητα και το αναπόφευκτο της κλιματικής αλλαγής.

Κληρονόμος του ρεαλισμού

Κορυφαίος συγγραφέας μιας γενιάς που περιλαμβάνει ονόματα όπως αυτά των Γουίλιαμ Βόλμαν και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο Τζόναθαν Φράνζεν έγινε γνωστός το 2001 με τις βραβευμένες με National Book Award Διορθώσεις, μυθιστόρημα που ενέτασσε την ιστορία μιας οικογένειας στον ευρύτερο καμβά της ιστορίας της μεταπολεμικής Αμερικής. Σε σχέση με τους συγχρόνους του, είναι ίσως εκείνος που περισσότερο από όλους εγγράφεται στη ρεαλιστική παράδοση που κατάγεται από τον Μαρκ Τουέιν και τον Τζον Στάινμπεκ και απολήγει στον Τζον Απντάικ και στον Ρίτσαρντ Φορντ. Ενδεχομένως αυτή η φλέβα ρεαλισμού να συνδέεται με την παραγωγικότητά του ως δοκιμιογράφου: το έργο του ως τώρα μοιράζεται σχεδόν ισόποσα – πέντε μυθιστορήματα έναντι τριών συλλογών και ενός αυτοβιογραφικού αφηγήματος. Αν και τα μη μυθοπλαστικά γραπτά του Φράνζεν κάθε άλλο παρά παραθέσεις στεγνής επιχειρηματολογίας συνιστούν. Το πορτρέτο του θείου του, Γουόλτ, στον ανά χείρας τόμο, δεν υπολείπεται διόλου της ζωντάνιας και της λεπτομερειακότητας που διακρίνουν την εσωτερική ζωή των μυθοπλαστικών χαρακτήρων του, ενώ «Το δοκίμιο σε ζοφερούς καιρούς» συναρθρώνει σε ενιαίο όλο, όπως στα μυθιστορήματά του, σειρά διακριτών αφηγηματικών νημάτων: τον προβληματισμό περί γραφής, ένα ταξίδι ορνιθοπαρατήρησης στην Γκάνα, σκέψεις για μια πρόσφατη παρέμβασή του στο ζήτημα της πλανητικής υπερθέρμανσης και τον αντίκτυπο της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Η ποιότητα και η ποικιλία των κειμένων είναι αδιαμφισβήτητες. Από το Μανχάταν όπου ο 22χρονος τότε Φράνζεν βιώνει τον φυλετικό διαχωρισμό της πόλης σε λευκές και μαύρες συνοικίες περνά σε μια θαυμάσια μικρή ελεγεία για τη χαμένη φιλία του με τον συνομήλικό του συγγραφέα Γουίλιαμ Βόλμαν, διατυπώνει 10 σύντομους αφορισμούς για τον μυθιστοριογράφο, επανεκτιμά τη σημασία της Ιντιθ Γουόρτον, θυμάται την 11η Σεπτεμβρίου. Ο τόνος είναι νηφάλιος, οι απόψεις αιχμηρές. «Η ψηφιακή τεχνολογία είναι ο καπιταλισμός σε υπερταχύτητα, καθώς εγχέει τη λογική της κατανάλωσης και της διαφήμισης, της νομισματοποίησης και της αποδοτικότητας κάθε λεπτό της μέρας» σημειώνει στο δοκίμιο για τη σύγχρονη τεχνολογία και τις ανθρώπινες σχέσεις, «αλλά ίσως η διάβρωση των ανθρωπιστικών αξιών να είναι ένα τίμημα που οι περισσότεροι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν για τη «δωρεάν» εξυπηρέτηση του Google, για τις ανέσεις του Facebook και για την αξιόπιστη συντροφιά των iPhones». Για τον μέσο αναγνώστη η διαρκής επάνοδος στην παρατήρηση των πουλιών, ιδίως η αναφορά στα πάμπολλα είδη που ο συγγραφέας συναντά, ίσως να αποτελεί αχρείαστη επανάληψη, ωστόσο εκείνος δεν εμμένει τυχαία στο ζήτημα: καθώς το κατέχει άριστα, το χρησιμοποιεί ως σημείο στήριξης για να διατυπώσει τις θέσεις του ως προς το μείζον θέμα του βιβλίου – την πλανητική αλλαγή.

Η κλιματική κρίση

Ο Φράνζεν είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξος για το μέλλον. Επισημαίνει τη βαρύτητα των προβλέψεων των επιστημονικών μοντέλων, τις κοντόφθαλμες πρακτικές των πολιτικών τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, την ουσιαστική ακινησία των τριάντα τελευταίων ετών. Για να αποφευχθεί η άνοδος της θερμοκρασίας πέρα από το κρίσιμο ύψος των δύο βαθμών Κελσίου ως το τέλος του αιώνα απαιτούνται τόσο συντονισμένες διεθνείς προσπάθειες και τόσο δραστικές αλλαγές στον σύγχρονο πολιτισμό που ακυρώνουν όποιες ρεαλιστικές ελπίδες υπήρχαν στο παρελθόν. Θα χρειαζόταν η καθημερινή συνείδηση μιας επικείμενης καταστροφής πάνω από τα κεφάλια όλων: «κάθε μέρα, αντί για το πρόγευμα θα πρέπει να σκέφτονται τον θάνατο». Ο ίδιος δεν πιστεύει στη δυνατότητα τέτοιας απότομης μεταβολής της ανθρώπινης φύσης. «Ο γενικευμένος πόλεμος στην κλιματική αλλαγή είχε νόημα όσο μπορούσε να κερδηθεί» γράφει. Πλέον μόνο μάχες οπισθοφυλακής μπορούν να δοθούν. Σημαντικές, παρ’ όλα αυτά, τόσο για πρακτικούς όσο και για ηθικούς λόγους. Για να αντιμετωπιστεί η επερχόμενη πλανητική δυστοπία χρειαζόμαστε «λειτουργικές δημοκρατίες, λειτουργικά νομικά συστήματα, λειτουργικές κοινότητες».

Αντί της διαιρετικής οπισθοχώρησης στον φυλετισμό και στον εθνικισμό, «κάθε κίνημα προς μια πιο δίκαιη και πολιτισμένη κοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική κλιματική δράση» εφόσον διασφαλίζει τη σθεναρότητα και την υγεία των φυσικών και ανθρώπινων συστημάτων που απαιτείται για την επιβίωση σε έναν κόσμο αυξημένων θερμοκρασιών.

Ο Φράνζεν δεν λαμβάνει υπόψη του την πιθανότητα ενός παγκόσμιου σοκ στην πλανητική κοινότητα. Είναι άδηλο ακόμη αν η πανδημία του κορωνοϊού, υπό την οποία όντως ζούμε πια σε καθεστώς επικείμενης καταστροφής, θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα, θετικά ή αρνητικά, τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε για το μέλλον. Η ανησυχία για την πλανητική υπερθέρμανση μπορεί να υποχωρήσει σε ένα περιβάλλον ζοφερής ύφεσης ή να ενταθεί αν η τραγική εμπειρία της ασθένειας θεωρηθεί απλή πρόβα ενός χειρότερου κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η καταληκτήρια πρόταση του κειμένου του Τζόναθαν Φράνζεν για την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου μοιάζει να απευθύνεται ειδικά σε εμάς: «το πρόβλημα του καινούργιου κόσμου […] θα είναι να ανακτηθεί το συνηθισμένο, το τετριμμένο». Αντίθετα με το τετριμμένο στο δοκίμιο, το τετριμμένο στη μετά καραντίνα καθημερινότητα είναι η πλέον επιθυμητή αξία.