Με αλματώδη αύξηση της ζήτησης για παρδώσεις σε σπίτια, που κλιμακώνεται κατά τον τελευταίο έναν μήνα, και διπλασιασμό συνολικά της ζήτησης για υπηρεσίες ταχυμεταφορών ήρθαν αντιμέτωπες οι εταιρείες του κλάδου. Η αδυναμία να ανταποκριθούν στις πρωτόγνωρες συνθήκες έφερε παράπονα και γκρίνιες από συνεργάτες και καταναλωτές που βρέθηκαν να περιμένουν το courier σαν σανίδα σωτηρίας μέσα στο lockdown.

Οι συνθήκες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς δεν έχουν ομαλοποιηθεί με μερικούς από τους παγκόσμιους κολοσσούς του ηλεκτρονικού εμπορίου να προειδοποιούν τους πελάτες τους για καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Παράγοντες της αγοράς, εξετάζοντας τις κινήσεις που έκαναν για να καταφέρουν να ανταποκριθούν οι εταιρείες ταχυμεταφορών, εκτιμούν ότι η κατάσταση

θα ομαλοποιηθεί, αλλά κανείς δεν τολμά να προβλέψει το πόσο σύντομα.

Σύμφωνα με πηγές της ACS, η οποία κατέχοντας ηγετική θέση στην ελληνική αγορά έχει επικριθεί ιδιαιτέρως το τελευταίο διάστημα, οι ταχυμεταφορείς ήταν

προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν μια αύξηση της τάξης του 15%, αλλά όχι και τον διπλασιασμό σχεδόν της ζήτησης που παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις.

Συγκεκριμένα, η αύξηση των online αγορών οδήγησε σε αύξηση των αποστολών για παράδοση στην πόρτα του καταναλωτή κοντά στο 80%, ενώ στο σύνολο των αποστολών η αύξηση ήταν περίπου 50%, καθώς το κομμάτι των επιχειρήσεων

(Β2Β) παρουσίασε κάμψη. Ακόμη, έχουν 5πλασιαστεί οι κλήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα των εταιρειών, καθώς ένα ποσοστό 20% των πελατών που έχουν αποστολές σε εκκρεμότητα καλεί για να ενημερωθεί.

Πρόκειται για μια αγορά, που υπό κανονικές συνθήκες, σύμφωνα με εκτιμήσεις, διεκπεραίωνε κατά μέσο όρο 315.000 αποστολές ανά εργάσιμη ημέρα (περίπου 80 εκατ. αποστολές ετησίως), απασχολώντας περισσότερους από 9.000 εργαζομένους.

Εκτιμάται,  ότι για να «καλυφθούν» οι επιπλέον περίπου 150.000 αποστολές ανά ημέρα που προέκυψαν από το lockdown, χωρίς προβλήματα και καθυστερήσεις, θα έπρεπε σε μία μόλις ημέρα να προσληφθούν και να εκπαιδευτούν περίπου 3.000 άνθρωποι για την τελική διανομή και να αγοραστεί ο αντίστοιχος εξοπλισμός για τις παραδόσεις (αυτοκίνητα, δίκυκλα, κλπ.). Παράλληλα, θα χρειαζόταν να ενισχυθεί

και το ανθρώπινο δυναμικό στα κέντρα διαλογής κατά περίπου 50%, δηλαδή τουλάχιστον 400 νέοι εργαζόμενοι επιπλέον. Τέλος, θα έπρεπε να αυξηθούν οι διαθέσιμοι χώροι για τη λειτουργία στα κέντρα διαλογής και στα καταστήματα κατά περισσότερα από 50.000 τ.μ.

Οι εταιρείες πασχίζουν ακόμα μέρα με την ημέρα να μειώσουν τον όγκο των αποστολών σε καθυστέρηση. Στα προ κορωνοϊού δεδομένα, οι χρόνοι παράδοσης ήταν στις 1-2 ημέρες.

Αγώνας δρόμου για να επέλθει κανονικότητα

Μια άλλου είδους κανονικότητα επιζητούν οι ταχυμεταφορές, που εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών, ήταν από τους λίγους κλάδους που όχι μόνο δεν μηδένισαν το κοντέρ, αλλά έτρεξαν σε αγώνα ταχύτητας. Σύμφωνα με πηγές της εταιρείες, «η ACS πραγματοποίησε σειρά ενεργειών σε όλα τα επίπεδα. Προχώρησε συνολικά στην αγορά και εκμίσθωση περισσότερων από 100 αυτοκινήτων και στην αγορά 30 δικύκλων, στην αύξηση του δυναμικού κατά περισσότερους από 400 ανθρώπους για τη διαλογή και τη διανομή των αποστολών, στην εκμίσθωση νέων αποθηκευτικών χώρων επιφάνειας άνω των 4.000 τμ, στην αύξηση των δρομολογίων των φορτηγών της εταιρείας μεταξύ των μεγάλων πόλεων της χώρας, στην αγορά πρόσθετου εξοπλισμού (παλέτες, παλετοφόρα, καρότσια, τηλέφωνα, PDA, laptop κα) αλλά και στην ενίσχυση του τηλεφωνικού της κέντρου».

Επιπλέον, επιδότησε τις παραδόσεις στο δίκτυο των συνεργατών πρακτόρων της, που λειτουργούν 270 καταστήματα, απασχολώντας περισσότερους από 2.500 εργαζομένους πανελλαδικά, για την αμεσότερη διανομή των αποστολών.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, το τελευταίο διάστημα, ο μέσος χρόνος παράδοσης βελτιώνεται σταθερά κι έχει διαμορφωθεί περίπου στις 3-4 ημέρες

με ελάχιστες εξαιρέσεις. Εκτιμάται δε, από τους ιθύνοντες της εταιρείες, ότι τις επόμενες ημέρες θα σταθεροποιηθούν ακόμα πιο χαμηλά οι χρόνοι παράδοσης.

Βεβιασμένη ενέργεια η αύξηση των χρεώσεων στην αρχή της κρίσης παραδέχεται η ACS

Σχολιάζοντας τις καταγγελίες για διανομείς που δεν παραδίδουν τα δέματα, στέλνοντας μήνυμα ή αφήνοντας χαρτάκι ότι δεν βρήκαν τον παραλήπτη, πηγές της ACS επισημαίνουν ότι η εταιρεία δεν αποδέχεται την καταγγελία για τους δικούς της διανομείς. «Είναι πέρα από κάθε λογική, και για τη λειτουργία της εταιρείας θα δημιουργούσε μόνο υψηλότερο κόστος και δυσαρεστημένους πελάτες» αναφέρουν. «Δεν υπάρχει κάποιο όφελος, ούτε κάποια πρόθεση να μειωθεί το επίπεδο των

παρεχόμενων υπηρεσιών. Κατά το διάστημα του lock down, παρά τις όποιες δυσκολίες, η εταιρεία εξυπηρέτησε επιτυχώς περισσότερους από 3.500.000 παραλήπτες σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες» σημειώνουν.

Παράλληλα, κάνουν λόγο για «βεβιασμένη» ενέργεια, όσον αφορά την έκτακτη πρόσθετη χρέωση που ανακοινώθηκε στα τέλη Μαρτίου για να «τραβηχτεί» πίσω μετά από πλήθος αντιδράσεων. Όπως σχολιάζεται μάλιστα, η κοινή γνώμη θεώρησε ότι υπήρξε προσπάθεια η εταιρεία να εκμεταλλευτεί την κατάσταση σε μια δύσκολη συγκυρία. «Η εταιρεία έδειξε μια έλλειψη ενσυναίσθησης, γι΄ αυτό ζήτησε δημόσια συγνώμη» λένε κύκλοι της εταιρείας, η οποία απέδωσε την κίνησή της στην προσπάθεια να βοηθήσει τους συνεργαζόμενους αντιπροσώπους της να καλύψουν μέρος από τα αυξημένα κόστη που προκάλεσε η κρίση, ώστε να προχωρήσουν πιο άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες ενίσχυσης των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού τους.

Απάντηση δίνουν, τέλος, κύκλοι της εταιρείας και στην κριτική ότι προκάλεσε την υπαγωγή του ΚΑΔ των υπηρεσιών ταχυμεταφορών στις πληττόμενες επιχειρήσεις, λόγω σχέσεων της με την κυβέρνηση.  «Αυτή η συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας αποκαλύφθηκε, όταν δημοσιεύθηκε στα ΜΜΕ επιστολή του Διευθύνοντος Συμβούλου των ΕΛΤΑ ταχυμεταφορών, με την οποία ζητούσε αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορήθηκε η ACS και το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε με απόφαση της κυβέρνησης» σχολιάζουν.