«Γυναίκες, της οφείλετε τα πάντα». Αυτή ήταν η ιαχή του συγκεντρωμένου πλήθους στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι, τον Απρίλιο του 1986, καθώς αποχαιρετούσε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, την πιο επιδραστική γαλλίδα συγγραφέα και φιλόσοφο του 20ού αιώνα. Αν μπορούσε να την ακούσει, η Μποβουάρ θα την έβρισκε μάλλον υπερβολική – έλεγε ότι «η ιστορία της ζωής μου είναι κάπως προβληματική, δεν οφείλω να δίνω λύσεις στους ανθρώπους και οι άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα να περιμένουν λύσεις από μένα». Για το έργο της, τη δέσμευσή της στον φεμινισμό αλλά και την ταραχώδη ζωή της, η Σιμόν ντε Μποβουάρ αγιοποιήθηκε και λοιδορήθηκε εξίσου από άνδρες και γυναίκες, στη γενέτειρά της και στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ υπήρξε η πρώτη συγγραφέας με φήμη κινηματογραφικού αστέρα. Φροντίζοντας την υστεροφημία της, κατέλιπε ημερολόγια και τρεις τόμους αυτοβιογραφιών που περιέχουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο λέξεις. Εγραψε όσα πίστευε, επιλέγοντας όμως πάντα αυτά που ήθελε να πει.

Νεανικά χρόνια

Με την πρόσφατη βιογραφία, με τίτλο Becoming Beauvoir: A Life (εκδ. Bloomsbury, Λονδίνο 2019), η Kέιτ Kερκπάτρικ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο King’s College, επιχειρεί, εντρυφώντας σε άγνωστες λεπτομέρειες της σκέψης και της ζωής της Μποβουάρ, να θυμίσει την αξία της ως ξεχωριστής περίπτωσης ανθρώπου του πνεύματος, ως αυτόφωτης προσωπικότητας και όχι ως αιώνιας συντρόφου και «καλύτερης μαθήτριας» του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ακόμη και σήμερα, το όνομα της Μποβουάρ ακολουθεί (ποτέ δεν προηγείται) αυτό του Σαρτρ όταν γίνεται αναφορά στo μυθικό ζεύγος των γάλλων φιλοσόφων.

Κόρη του ευγενούς Ζορζ Μπερτράν ντε Μποβουάρ, δικηγόρου με πνευματικές ανησυχίες, και της Φρανσουάζ Μπρασέρ, εύπορης και ευσεβούς αστής, η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν η πρωτότοκη του ζεύγους η οποία γεννήθηκε το 1908, δύο χρόνια πριν από την αδελφή της Ελέν, μετέπειτα ζωγράφο. Ως παιδί έζησε στην αριστοκρατική λεωφόρο Ρασπάιγ του Παρισιού και σε ηλικία τεσσάρων ετών διέθετε δική της carte de visite, την οποία αντάλλασσε, στις επισκέψεις στις οποίες συνόδευε τη μητέρα της. Εμαθε να διαβάζει πριν πάει στο σχολείο και ο πατέρας της «έφτιαξε» μια ανθολογία ποιημάτων διδάσκοντάς της να τα απαγγέλλει «με εκφραστικότητα». Η μητέρα της αγόραζε βιβλία και ο παππούς της χάριζε σημειωματάρια. Σε ένα από αυτά, σε ηλικία επτά ετών, έγραψε το πρώτο της βιβλίο, «Οι δυστυχίες της Μαργαρίτας», που αριθμούσε 100 σελίδες. Βυθισμένη στα βιβλία, ήταν άριστη μαθήτρια και υπόδειγμα κόρης, μέχρι την εφηβεία της.

Στα έντεκα όμως άρχισε να νιώθει ότι τελεί σε σύγχυση, την επαινούσαν για τις σχολικές της επιδόσεις και ταυτόχρονα της έλεγαν ότι ένα κορίτσι της κοινωνικής της τάξης δεν χρειάζεται να σκέφτεται τόσο πολύ. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικογένεια έχασε μεγάλο μέρος της περιουσίας της και ο πατέρας άρχισε να αδιαφορεί για τη σύζυγό του. Η Σιμόν και η αδελφή της δυσφορούσαν με τη σχέση των γονιών τους και με την εικόνα της ευσεβούς μητέρας που θυσιαζόταν για την οικογένεια. Την ίδια περίοδο η Μποβουάρ αποκτά την πρώτη της φίλη, την Ελιζαμπέτ «Ζαζά» Λακουέν, ένα ζωηρό, αθλητικό κορίτσι που ενδιαφερόταν όπως και εκείνη για «τις ιδέες και τη φιλοσοφία». Ο πρόωρος θάνατος της Ζαζά στα είκοσί της, σημάδεψε τη Σιμόν και την έπεισε για την ανυπαρξία του Θεού.

Η χειραφέτηση και ο Σαρτρ

Ενάντια στην επιθυμία των γονιών της, η Μποβουάρ σπούδασε Φιλοσοφία και Μαθηματικά και το 1929, σε ηλικία μόλις 21 ετών, πέρασε τις ιδιαίτερα δύσκολες εξετάσεις της agrégation – μόνον έξι γυναίκες είχαν μέχρι τότε επιτύχει στις συγκεκριμένες εξετάσεις – που της εξασφάλιζαν τη δυνατότητα να διδάξει Φιλοσοφία στη δημόσια εκπαίδευση. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία που δίδαξε το συγκεκριμένο μάθημα σε λύκειο αρρένων, με συναδέλφους όπως ο Κλοντ Λεβί-Στρος, μετέπειτα κορυφαίος ανθρωπολόγος του 20ού αιώνα. Το 1929, είναι και το έτος που συναντά τον Σαρτρ, επίσης καθηγητή Φιλοσοφίας, τρία χρόνια μεγαλύτερό της. Μικροκαμωμένος και άσχημος, ο Σαρτρ ήταν στον αντίποδα του φίλου και συμφοιτητή του Ρενέ Μαέ, πιθανότατα του πρώτου εραστή της Μποβουάρ. Ο Μαέ της έδωσε το ψευδώνυμο «Κάστορας» παραφράζοντας το επίθετό της στα αγγλικά, Βeuvoir-Beaver (όπου beaver = κάστορας στα αγγλικά).

O Σαρτρ είχε φήμη ταραχοποιού και αθεράπευτου γυναικά. Δικαίως ο Μαέ προσπάθησε να κρατήσει τον «Κάστορα» μακριά από τον Σαρτρ, ο οποίος όμως ήθελε να συναντήσει την όμορφη νεαρή με το λαμπρό μυαλό, της οποίας η διατριβή για τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς είχε συζητηθεί στη Σορβόννη. Της έστειλε ένα αστείο σκίτσο, με τον Λάιμπνιτς περιτριγυρισμένο από γοργόνες. Χρειάστηκε να επιμείνει, η Σιμόν έμοιαζε ευτυχής με τον Μαέ, παρότι εκείνος ήταν παντρεμένος.

Τον Ιούλιο του 1929, περπατώντας στους Κήπους του Λουξεμβούργου, η Μποβουάρ και ο Σαρτρ ανακάλυψαν ότι τους ένωνε η ίδια αγάπη για τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, η φιλοδοξία να διακριθούν για τα βιβλία που θα έγραφαν και η πίστη τους στην ατομική ελευθερία. Αυτή η πίστη τούς ώθησε να δεσμευτούν με το περίφημο «συμβόλαιο», σύμφωνα με το οποίο θα ήταν μαζί διατηρώντας παράλληλες ερωτικές σχέσεις με άλλους, τις οποίες θα συζητούσαν μεταξύ τους. Αναφερόμενη στο «συμβόλαιο», η Κέιτ Κερκπάτρικ τονίζει ότι «ήδη, πριν από αυτό, η Μποβουάρ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα αγαπούσε διαφορετικούς άνδρες με τον τρόπο που εκείνη πίστευε ότι μπορούσε να τους αγαπήσει». Το 1926 σημείωνε στο ημερολόγιό της ότι «ο καθείς οφείλει να δίνει μόνον ό,τι μπορεί να δώσει».

Στην αρχή της σχέσης τους, η πνευματική ταύτιση της Μποβουάρ και του Σαρτρ ήταν σχεδόν απόλυτη. Ωστόσο υπήρχαν «οι τυραννικές επιθυμίες» του σώματος για τις οποίες ο Σαρτρ δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, προτιμούσε το παιχνίδι της σαγήνης από την ερωτική πράξη. Στο Είναι και το Μηδέν, το βιβλίο που τον έκανε γνωστό το 1943, ο Σαρτρ χαρακτηρίζει τη σεξουαλική επιθυμία ως πρόβλημα επειδή υπονομεύει την ελευθερία του ανθρώπου. Η Μποβουάρ δεν συμμεριζόταν αυτή την άποψη, και στα χρόνια της κοινής τους ζωής δεν θα ήταν αυτή η μοναδική τους διαφωνία: διαφωνούσαν και για το τι συνιστά λογοτεχνία αλλά και για πολιτικά ζητήματα, ιδιαίτερα όταν ο Σαρτρ, στη δεκαετία του 1950, άρχισε να εκδηλώνει συμπάθεια προς την ΕΣΣΔ, σε μια εποχή που στη Δύση είχε αρχίσει η έντονη αμφισβήτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Παράλληλοι εραστές

Τα πολιτικά ζητήματα ωστόσο δεν τους απασχολούσαν ιδιαιτέρως στη δεκαετία του 1930: θα περίμενε κανείς ότι όντας νέοι, σε μια τόσο κρίσιμη δεκαετία, με την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη, θα αφυπνίζονταν πολιτικά. Αντ’ αυτού, ήταν μια περίοδος πνευματικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων, μανιώδους ανάγνωσης βιβλίων, ταξιδιών στην Ευρώπη, ανάμεσα τους και στην Ελλάδα, και παράλληλων σχέσεων τόσο του Σαρτρ όσο και της Μποβουάρ. Αυτές οι σχέσεις έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία αυτού που οι ίδιοι ονόμασαν αργότερα «η οικογένεια», δηλαδή ενός κύκλου ανθρώπων που θα έμεναν φίλοι για την υπόλοιπη ζωή τους.

Η αρχή έγινε το 1934, όταν γνώρισαν τις ρωσικής καταγωγής αδελφές Ολγα και Βάντα Κοζάκιεβιτς. Η Ολγα ήταν 19 ετών και μαθήτρια της 27χρονης τότε Μποβουάρ, η οποία την ενθάρρυνε στις σπουδές της. Οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν στενότερες ενώ ο Σαρτρ άρχισε να φλερτάρει την αδελφή της, Βάντα, γεγονός που όπως γράφει η Κερκπάτρικ χαροποιούσε την Μποβουάρ γιατί «έβγαζε τον Σαρτρ από την ανηδονία του». Στην αρχή το παράξενο αυτό κουαρτέτο λειτουργούσε προς όφελος όλων. Αργότερα όμως ο Σαρτρ απέκτησε εμμονή με την Ολγα, η οποία δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματά του. Η κατάσταση περιπλέχθηκε περισσότερο, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η Ολγα συνδέθηκε με τον Ζακ Λοράν Μποστ, μαθητή του Σαρτρ, ο οποίος όμως ήταν επίσης εραστής της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Οι αδελφές Κοζάκιεβιτς θα παρέμεναν φίλες με το ζεύγος Μποβουάρ-Σαρτρ μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η Ολγα ωστόσο δεν θα μάθαινε ποτέ ότι ο Μποστ, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε, διατηρούσε σχέση με την πρώην δασκάλα και ερωμένη της.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ αρνήθηκε πάντα ότι είχε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, όμως με βάση την αλληλογραφία, τα ημερολόγια και άλλες μαρτυρίες, είχε τουλάχιστον τρεις τέτοιες σχέσεις με νεότερές της γυναίκες. Σε μια περίπτωση μάλιστα, την περίοδο της Κατοχής της Γαλλίας από τους Ναζί, η μητέρα ενός εξ αυτών των κοριτσιών, της Ναταλί Σοροκίν, κατήγγειλε την καθηγήτρια της κόρης της ως «διεφθαρμένη», με συνέπεια να ανακληθεί προσωρινά η άδειά της να εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Χρόνια αργότερα, η Μποβουάρ θα εξέφραζε τη λύπη της για τον πόνο που προκάλεσε στους «παράλληλους τρίτους», τους «παράλληλους εραστές και ερωμένες» αντιστοίχως, η ξεχωριστή σχέση που είχε με τον Σαρτρ.

Το «Δεύτερο φύλο» και η χειραφέτηση των γυναικών

Με το τέλος του πολέμου, η Σιμόν ντε Μποβουάρ συνεχίζει πυρετωδώς τη φρενήρη συγγραφική της δραστηριότητα και τον φρενήρη ρυθμό της ζωής της ενώ η πολιτική εντάσσεται όλο και περισσότερο στο πεδίο των ενδιαφερόντων της. Εξακολουθεί να διαμένει σε ξενοδοχεία, να γράφει σε φημισμένα παρισινά καφενεία, όπως το Deux Magots, να πίνει αλκοόλ, να καπνίζει, να ζει τη ζωή της όπως επιθυμούσε, μια ζωή που περιελάμβανε πάντα και τον Σαρτρ.

Η κυκλοφορία του ογκώδους «Δεύτερου φύλου» το 1949 την κάνει διάσημη σε όλον τον κόσμο. Η Κέιτ Κερκπάτρικ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της στο «Σκανδαλώδες Δεύτερο Φύλο». Η Μποβουάρ ήταν 41 ετών όταν το έγραψε, είχε πληθώρα εμπειριών από την επαφή της με πολλούς ανθρώπους και είχε αφιερώσει αμέτρητες ώρες στη μελέτη βιβλίων διαφορετικών επιστημών προκειμένου να καταλήξει στη θεωρία της περί της χειραφέτησης των γυναικών. Μπορεί ο διεθνής Τύπος να την αποκαλούσε την «ωραιότερη ιέρεια του υπαρξισμού», του φιλοσοφικού ρεύματος που εξέφρασε ο Σαρτρ, μετά το 1945, όμως εκείνη διατύπωσε τη δική της θεωρία για τις γυναίκες, αμφισβητώντας έννοιες ως τότε ιερές, όπως η μητρότητα, ο γάμος και η οικογένεια. Η κριτική της θεωρήθηκε τόσο οξεία που ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμί, παρότι φίλος της, την κατηγόρησε ότι «γελοιοποιεί τους άνδρες της Γαλλίας».

Το Βατικανό ενέταξε το «Δεύτερο φύλο» στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων ενώ πολλές φεμινίστριες την κατηγόρησαν για «συγκαλυμμένο μισογυνισμό», γιατί παρότι γυναίκα, διαχώριζε τη θέση της γράφοντας για την κατάσταση των γυναικών.

Στην επιτυχία του «Δεύτερου φύλου» συνέβαλαν και τα συχνά ταξίδια της στην Αμερική, την περίοδο 1947-1949, στη διάρκεια των οποίων ερωτεύτηκε παράφορα τον συγγραφέα Νέλσον Ολγκριν, ο οποίος της ζήτησε να τον παντρευτεί και να μείνει μαζί του στην Αμερική. Εκείνη αρνήθηκε και εξήγησε ότι «ακόμη και αν δεν υπήρχε ο Σαρτρ, θα είχα επιστρέψει στη Γαλλία».