Νοέμβριος του 1989. H Λίντα Εβαντζελίστα, η Κρίστι Τέρλινγκτον, η Τατιάνα Πάτιτζ, η Ναόμι Κάμπελ και η Σίντι Κρόφορντ ποζάρουν στη Νέα Υόρκη. Eναν μήνα αργότερα, το πιο εμβληματικό ίσως τεύχος της βρετανικής «Vogue» κυκλοφορεί με την ομαδική φωτογραφία τους στο εξώφυλλο και τον τίτλο «Τα 90s – Και τώρα, τι;». Το θρυλικό εκείνο καρέ έμελλε να σφραγίσει τη νέα δεκαετία, αποτυπώνοντας μια ολόκληρη αλλαγή αισθητικής, συμβολίζοντας για πολλούς την απαρχή της κυριαρχίας των σούπερ μόντελ. Πίσω από τον φακό βρισκόταν ο Πίτερ Λίντμπεργκ, ο κορυφαίος γερμανός φωτογράφος μόδας που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.

Οι «άγουρες» Ναόμι Κάμπελ, Λίντα Εβαντζελίστα, Τατιάνα Πάτιτζ, Κρίστι Τέρλινγκτον και Σίντι Κρόφορντ φωτογραφημένες στη Νέα Υόρκη για το εξώφυλλο της βρετανικής «Vogue» που εγκαινίασε τη δεκαετία του 1990.

«Πρέπει να γίνεις κατανοητός και να έχεις όρεξη να φτάσεις στο σημείο που θα αναδείξεις τον πραγματικό χαρακτήρα του καθενός. Αλλιώς, θα καταλήγαμε να γεμίσουμε τον κόσμο με φωτογραφημένες Μπάρμπι. Kάτι άλλο που μπορεί να χαλάσει τη φωτογραφία είναι το Ρhotoshop. Tην εποχή των σούπερ μόντελ δεν υπήρχε αυτό. Το Ρhotoshop θα τα σκότωνε όλα» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά. Ετσι, στις φωτογραφίες του Λίντμπεργκ η ομορφιά των γυναικών απεικονίζεται στιβαρή, αναδεικνύοντας τις γραμμές του σώματος με στοιχεία του μοντέρνου χορού, χωρίς περιττά φτιασίδια. «Οι εταιρείες καλλυντικών έχουν κάνει σε όλους πλύση εγκεφάλου. Δεν ρετουσάρω τίποτα. «Mα, δείχνει κουρασμένη» μου λένε. Κι αν δείχνει κουρασμένη, τι έγινε;» απαντώ. Κουρασμένη, αλλά όμορφη» επιμένει πάντα εκείνος.

Αρχικά δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιβάλει τη ματιά του. Δύο χρόνια πριν από το εμβληματικό του εξώφυλλο για τη βρετανική «Vogue», o ίδιος φωτογράφισε μια σειρά νεαρών κοριτσιών – ανάμεσά τους βρισκόταν η Λίντα Εβαντζελίστα, η Κρίστι Τέρλινγκτον και η Τατιάνα Πάτιτζ – για την αμερικανική «Vogue». Oι λήψεις έγιναν στην παραλία, με τον αέρα να τους ανακατεύει τα μαλλιά και εκείνες να φορούν μόνο λευκά πουκάμισα. Oι φωτογραφίες του έρχονταν σε αντίθεση με τα κραυγαλέα, παραφορτωμένα editorials μόδας της εποχής. Η τότε διευθύντρια της «Vogue», Γκρέις Μιραμπέλα, δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου και έριξε τις φωτογραφίες στον κάλαθο των αχρήστων. Λίγους μήνες αργότερα, ευτυχώς για εκείνον, απολύθηκε και τη θέση της πήρε η Αννα Γουίντουρ. Αμέσως τον προσέλαβε για να φωτογραφίσει το πρώτο της εξώφυλλο.

Μια ώριμη Κέιτ Μος φωτογραφημένη το 2015 στο Παρίσι για την ιταλική «Vogue» κοσμεί το εξώφυλλο του λευκώματος «Peter Lindbergh – A Different Vision on Fashion Photography» των Πίτερ Λίντμπεργκ και Τιερί-Μαξίμ Λοριό, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Taschen.

Ο Πίτερ Λίντμπεργκ γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1944 στην πόλη Λέσνο της κατεχόμενης από τους Ναζί Δυτικής Πολωνίας. Οταν ήταν μόλις δύο μηνών, η οικογένειά του εξαναγκάστηκε από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό να εγκαταλείψει την περιοχή. «Αυτό που γνωρίζω είναι ότι η μητέρα μου, η γιαγιά μου, η αδελφή μου, ο αδελφός μου κι εγώ ανεβήκαμε σε ένα κάρο με δύο ρόδες και ένα άλογο και ταξιδέψαμε 2.500 χιλιόμετρα. Δεν είναι απίστευτο; Μέσα στον πόλεμο. Περάσαμε από το Βερολίνο όλον τον δρόμο κάτω για τη Νότια Γερμανία, στις Αλπεις».

O πατέρας του χτυπήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή στις αρχές του πολέμου και έχασε τα δάχτυλά του. «Πιθανόν αυτό τού έσωσε τη ζωή, καθώς δούλευε στους στρατώνες στα μετόπισθεν για το υπόλοιπο του πολέμου. Οταν επέστρεψε σπίτι, έγινε πωλητής σε εταιρεία γλυκισμάτων» έχει δηλώσει ο Λίντμπεργκ.
Τελικά, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στo Ντούισμπουργκ, στο κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας χάλυβα. «Δεν είχαμε καθόλου χρήματα» θυμάται. «Το σπίτι είχε τρία μικρά δωμάτια για πέντε ανθρώπους. Σήμερα, το διαμέρισμά μου έχει ένα τεράστιο χολ και μεγάλα, ψηλοτάβανα δωμάτια. Το Ντούισμπουργκ ήταν η χειρότερη, καταθλιπτική, βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας. Αλλά ήταν υπέροχα. Δεν είχαμε τίποτα, αλλά δεν μου έλειπε τίποτα, και όλα ήταν καλά».

Στα δεκατέσσερά του εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως διακοσμητής βιτρινών στο τοπικό υποκατάστημα της αλυσίδας Karstadt. Αργότερα μετακόμισε στην Ελβετία για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Επειτα από ένα διάστημα βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε ξανά ως διακοσμητής βιτρινών. «Ηταν συναρπαστικό» λέει σήμερα ανακαλώντας εκείνη την εποχή. «Μέχρι πρότινος δεν είχα επισκεφθεί καμία έκθεση, δεν είχα ανοίξει ούτε ένα βιβλίο τέχνης, δεν είχα ακούσει ποτέ μουσική, τίποτα. Δεν είχα επισκεφθεί ποτέ ένα μουσείο. Ημουν σαν ένα στεγνό σφουγγάρι, τα ρουφούσα όλα».

Eτσι γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά γρήγορα αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα του Βαν Γκογκ και να μετακομίσει στην Αρλ, στον γαλλικό Νότο. Τα πρωινά δούλευε σε μια φάρμα, τα απογεύματα ζωγράφιζε και πωλούσε τα έργα του για να κερδίζει χρήματα. Oκτώ μήνες αργότερα εγκατέλειψε την πόλη και ταξίδεψε σε Ευρώπη και Βόρεια Αφρική με οτοστόπ. Τελικά επέστρεψε στη Γερμανία. «Ημουν είκοσι ετών. Χαμένος στην κοινωνία: κάπνιζα χόρτο, κοιμόμουν στον δρόμο. Δύο χρόνια στον δρόμο είναι μεγάλο διάστημα. Εχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς. Με έκανε έναν διαφορετικό άνθρωπο».

Τη φωτογραφία την ανακάλυψε τυχαία. Ο αδελφός του έκανε οικογένεια πριν από εκείνον. «Είχε αποκτήσει υπέροχα παιδιά πριν από εμένα και για κάποιον λόγο ήθελα να τα φωτογραφίσω. Τότε ήταν που αγόρασα την πρώτη μου μηχανή» έχει δηλώσει. Ετσι άνοιξε το πρώτο του στούντιο φωτογραφίας στο Ντίσελντορφ το 1973, έκανε την παρθενική διαφημιστική καμπάνια του για το VW Golf και πήρε το βάπτισμα του πυρός στα editorials μόδας με μια δουλειά για το γερμανικό περιοδικό «Stern», το 1978. Κάπως έτσι ήρθε η «Vogue» και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία, στην ιστορία της σύγχρονης φωτογραφίας.

Ο Πίτερ Λίντμπεργκ ζούσε ανάμεσα σε Παρίσι, Νέα Υόρκη και Αρλ. Είναι παντρεμένος με την επίσης φωτογράφο Πέτρα Σέντλατσεκ και έχει τέσσερα παιδιά, όλα αγόρια. Εχοντας εργαστεί για τους διασημότερους διεθνείς τίτλους, οι εμβληματικές φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί στα μεγαλύτερα μουσεία και γκαλερί του κόσμου: από το Κέντρο Ποµπιντού στο Παρίσι μέχρι το Victoria & Albert στο Λονδίνο. Και είναι φυσικό, καθώς είναι ο φωτογράφος που βρίσκεται πίσω από εμβληματικά πορτρέτα σταρ όπως η Σαρλότ Ράμπλινγκ, η Ζαν Μορό, η Πίνα Μπάους, η Τζουλιάν Μουρ, η Ούμα Θέρμαν, ο Κιθ Ρίτσαρντς, η Μόνικα Μπελούτσι, η Μαντόνα, η Κέιτ Μος κ.ά. Τα περιοδικά που συνεργάζονταν μαζί του έπρεπε να υπογράφουν απαραιτήτως συμβόλαιο ότι δεν θα «πειράξουν» τις φωτογραφίες του. Γιατί ο ίδιος επέμενε πάντα στον ρεαλισμό του.

«Συνήθως αποκλείω τις φωτογραφίες των σούπερ μόντελ από τις εκθέσεις μου, γιατί είναι πολύ εμπορικές» έχει δηλώσει. «Αλλά υπάρχει τόση ιστορία σε αυτές, που με αναγκάζει να το ξανασκεφτώ» καταλήγει. Η κριτική για το έργο του φυσικά υπάρχει. Για κάποιους, η ρεαλιστική του προσέγγιση αναδεικνύει επιδερμικά και με σαφή εμπορική χροιά το περιεχόμενο της φωτογραφίας. Εκείνος επιμένει ότι ακόμη και για τις φωτογραφίσεις μόδας τα ρούχα χρησιμοποιούνται ως απλά «στηρίγματα» και όχι ως πρωταγωνιστές. «Δεν ρωτάω καν τι ρούχα θα φωτογραφίσω, εφόσον ενσωματώνονται στην εικόνα που θέλω να δημιουργήσω».