Ηαντιπολίτευση στην Αθήνα αγανακτεί για την αναγνώριση της ως πρόσφατα «ανύπαρκτης» γλώσσας και ταυτότητας. Η αντιπολίτευση στα Σκόπια θρηνεί την απώλεια του συνταγματικού ονόματος της χώρας. Είναι έντιμος ο συμβιβασμός αυτός ή όχι; Ενας συμβιβασμός είναι έντιμος αν η κάθε πλευρά μπορεί να τον στηρίξει, να τον νιώσει στοιχειωδώς ως «δικό» της και να μην κυριαρχείται από αισθήματα ταπείνωσης γιατί τον έκανε. Τέλος, τα όποια αισθήματα απογοήτευσης, που σίγουρα εμφανίζονται και στις δύο πλευρές, και υπάρχουν μαζί με τα αισθήματα χαράς και ανακούφισης, πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να είναι συμμετρικά και ανάλογα. Αν στα Σκόπια πανηγύριζαν και στην Αθήνα διαμαρτύρονταν (ή το αντίστροφο), κάτι δεν θα πήγαινε καλά με τη συμφωνία…
Ο ανομολόγητος αντίλογος: μακεδονικά φαντάσματα
Πέραν όμως των παραπάνω, μπορεί να υπάρξει ουσιώδης, απροσχημάτιστος αντίλογος στη συμφωνία; Ναι, αλλά είναι δύσκολο να διατυπωθεί ρητά, διότι ακουμπά πολύ ευαίσθητες χορδές. Ενας τέτοιος αντίλογος θα υποστήριζε τα εξής:
Η Ελλάδα από το 1913 που προσάρτησε τις Νέες Χώρες βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μακεδονική εθνοτική ποικιλία. Στη μακεδονική ενδοχώρα υπήρχε σλαβόφωνος πληθυσμός που δεν ήθελε να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία και την Εκκλησία της, καθώς ένιωθε πίστη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως: «Δεν θέλουν να ‘ναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ», μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ»» έγραφε το 1924 ο Στράτης Μυριβήλης. Το μακεδονικό τοπωνύμιο γίνεται σταδιακά εθνοτικός προσδιορισμός. Η Ελλάδα την εποχή εκείνη, ανακουφισμένη μάλλον, έβλεπε την αναδυόμενη ταυτότητα να αδυνατίζει τη βουλγαρική επιρροή στην περιοχή, που εκλαμβάνεται ως η βασική απειλή.
Υστερα από μια περίοδο ανοχής στον Μεσοπόλεμο, υπό το καθεστώς εποπτείας της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα περνά στην αντεπίθεση από το 1936. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ξεκίνησε μια εκστρατεία βίαιης γλωσσικής αφομοίωσης των σλαβόφωνων Μακεδόνων. Αν ξεχνούσαν αυτό που τους έκανε διαφορετικούς –τη γλώσσα τους -, θα μπορούσαν να γίνουν «άξιοι Ελληνες». Η ελληνική περιπέτεια της δεκαετίας του ’40 έφερε μεγάλες περιπλοκές, καθώς ένα μείζον τμήμα των σλαβόφωνων Μακεδόνων στράφηκε προς την πλευρά του ΕΛΑΣ και κατόπιν του Δημοκρατικού Στρατού, βλέποντας στο πρόγραμμα του ΚΚΕ τη δυνατότητα γλωσσικής, ακόμα και εθνικής αποκατάστασης. Η ήττα του Εμφυλίου για εκείνους δεν ήταν μόνο πολιτική αλλά και η ταφόπλακα των όποιων εθνοτικών διεκδικήσεών τους. Μετά, προσφυγιά χωρίς επιστροφή. Μέχρι και το ΠαΣοΚ, το 1982, αποδέχεται τον επαναπατρισμό μόνο «των Ελλήνων το γένος» πολιτικών προσφύγων, εξαιρώντας δηλαδή τους Σλαβομακεδόνες.
Από αυτούς «γλιτώσαμε»…
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, το «ιδίωμά» τους γίνεται το απόλυτο μίασμα. Οι πρώτοι τρόφιμοι των εγκαταλελειμμένων ιταλικών εγκαταστάσεων οι οποίες αργότερα έγιναν το ψυχιατρικό κολαστήριο της Λέρου ήταν τα παιδιά των σλαβομακεδόνων προσφύγων που έμειναν πίσω και έπρεπε να «αναμορφωθούν». Η γλώσσα απαγορεύθηκε, τα πανηγύρια σίγησαν και κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μάθαμε για τα «χάλκινα» από το «Παραδέχτηκα» της Αλκηστης Πρωτοψάλτη, σε μουσική του Μπρέγκοβιτς. Χωρίς όμως ποτέ να καλοσκεφτούμε γιατί τα τραγούδια αυτά δεν είχαν στίχους: πολύ απλά, γιατί οι λέξεις απαγορεύονταν.
Οι ομιλητές συρρικνώθηκαν δραστικά. Η ελληνική πολιτική ήταν βίαιη, αλλά και αποτελεσματική. «Δεν είναι για να είμαστε και περήφανοι μ’ αυτά που τους κάναμε, αλλά για καλό τους τα κάναμε. Αλλιώς ούτε η Ελλάδα θα γίνονταν κράτος, ούτε αυτοί άνθρωποι» μου έλεγε ένας, γέροντας πλέον, δάσκαλος που μετατέθηκε στην ερειπωμένη Πρέσπα στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Και σήμερα; Τρεις γενιές μαστίγιο προκειμένου να σιγήσει η ντοπιολαλιά και να φτάσει η χώρα να αναγνωρίσει «μακεδονική γλώσσα» στους Ψαράδες; Εκεί που, μέχρι λίγα χρόνια πριν, οι ντόπιοι την ψιθύριζαν από τον φόβο να μην ακουστούν στους ξένους και στις Αρχές; Εκεί που 70 χρόνια πιο πίσω πήραν τον δρόμο του φευγιού οι Σλαβομακεδόνες ηττημένοι, μετά την τελευταία ακτίφ του ΚΚΕ στον Εμφύλιο;
Μήπως τελικά τα μακεδονικά φαντάσματα παραμονεύουν στα φαινομενικά ήρεμα νερά των Πρεσπών; Μήπως λοιπόν καλές οι φιέστες αλλά το υπέδαφος είναι επικίνδυνο;

Αλυτρωτισμός;

Τα κράτη δεν ασκούν πολιτικές καταναγκασμού στις μειονότητες επειδή είναι διεστραμμένα. Το κάνουν επειδή υπηρετούν το πρόγραμμα της εθνικής ομογενοποίησης, στο όνομα της ασφάλειάς τους. Αυτό έκανε και η Ελλάδα (όπως τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη) στη μακεδονική ενδοχώρα. Και εκεί που φαινόταν πως η δουλειά είχε γίνει –ξάφνου –η Γιουγκοσλαβία διαλύεται και το 1991 η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανεξαρτητοποιείται με τη νέα συνταγματική της ονομασία. Το «ανύπαρκτο» έγινε υπαρκτό. Και τι υπαρκτό! Κράτος! Ο κραδασμός είναι μεγάλος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να το χωνέψει και αρνείται την αναγνώριση της γειτονικής της Δημοκρατίας, καθώς το «όνομα είναι το όχημα του αλυτρωτισμού».
Υπάρχει λοιπόν ζήτημα αλυτρωτισμού σήμερα; Και αν ναι, σε τι βαθμό σχετίζεται με το «όνομα», όπως εμμονικά υποστηρίζεται στη χώρα μας; Για να υπάρχει αλυτρωτισμός, πρέπει να υπάρχει μειονότητα που να τον στηρίζει. Κι όμως, στην Ελλάδα επισήμως «δεν υπάρχουν μειονότητες» και όλα τα παραπάνω σχετικά με τους σλαβόφωνους Μακεδόνες είναι στη σφαίρα του ανομολόγητου. Εδώ λοιπόν έχουμε έναν αλυτρωτισμό χωρίς πολιτικό υποκείμενο. Φοβούμαστε τον αλυτρωτισμό των «ανύπαρκτων»… Αλλο όμως λοιπόν τι δημοσίως μολογάμε κι άλλο τι –ξέρουμε ότι –μας συμβαίνει. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται αλλιώς: Επιθυμούν οι σλαβόφωνοι μακεδόνες συμπολίτες μας να εγείρουν αλυτρωτικούς ισχυρισμούς σε βάρος της Ελλάδας; Σε τελευταία ανάλυση, είναι κάτι το οποίο είναι σε θέση να το ισχυριστεί σοβαρά μια αποδεκατισμένη και κατακερματισμένη κοινότητα;
Η απάντηση είναι ένα ξερό «όχι». Οχι. Ούτε το θέλει ούτε το μπορεί. Υστερα από τα τόσα που τράβηξαν οι άνθρωποι στην περιοχή, άλλους μπελάδες δεν θέλουν. Γνωρίζω καλά τον τόπο και τους ανθρώπους του, τριάντα χρόνια τώρα, αλυτρωτισμό δεν έχω δει. Εχω δει, σε διάφορες διαβαθμίσεις και ένταση, βούληση για ελεύθερη έκφραση στη γλώσσα, παραδόσεις, σεβασμό στη μνήμη, έθιμα ελεύθερα και λοιπά. Αλυτρωτισμό όμως όχι.
Μπορεί όμως να διερωτηθεί κανείς: Μήπως όμως ζήτημα αλυτρωτισμού θα τεθεί πλέον σήμερα, μετά την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και ιθαγένειας από τη χώρα μας στους γείτονες;
Το πρώτο που θα απαντούσα εδώ είναι πως η μη αναγνώριση μιας ταυτότητας από ένα κράτος δεν την καθιστά αόρατη γενικώς. Επομένως, αν αλυτρωτισμός υπάρχει, αυτός υφίσταται και ανεξάρτητα από το αν η Ελλάδα αναγνωρίσει ή όχι το όνομά του. Το δεύτερο που θα απαντούσα είναι πως η έκφραση μιας γλωσσικής ετερότητας, μιας άλλης μητρικής γλώσσας, δεν είναι αφ’ εαυτής αλυτρωτισμός ούτε μειονοτικός εθνικισμός.
Κάποιοι σλαβόφωνοι συμπολίτες μας, μετά τη συμφωνία, θα ένιωσαν ένα αίσθημα αναγνώρισης, μια ζωογόνα αύρα ότι μια νέα, πιο ελπιδοφόρα εποχή αρχίζει. Ευκαιρία εθνικής λύτρωσης όμως δεν είδε κανείς. Ούτε πρόκειται. Αλλο η ικανοποίηση για τη στιγμή της αναγνώρισης ύστερα από τρεις γενιές απαξίωσης κι άλλο η αφύπνιση των απωθημένων 70 ετών καταστολής.
Κοινώς, άλλο να αγαπάς την ταυτότητά σου κι άλλο να αποστρέφεσαι την ταυτότητα των άλλων. Ας μην τα μπλέκουμε, είναι πολύ διαφορετικά. Συμφιλιώνοντάς μας με αυτό, η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να γίνει διεθνές γεγονός μακράς διάρκειας για την Ευρώπη ολόκληρη.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ