Οπως όλα δείχνουν, το νέο όνομα του «μνημονίου», μετά τον Αύγουστο, θα είναι «καθαρή έξοδος». Καθόλου απίθανο μάλιστα να ακολουθήσουν εκδηλώσεις χαράς και διαγγέλματα. Οταν όμως σβήσουν τα φώτα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν τέλειωσαν τα βάσανα.
Γιατί, λίγους μήνες μετά (1-1-2019), οι συνταξιούχοι θα δουν το εισόδημά τους να μικραίνει. Γιατί οι δόσεις στην Εφορία θα φουσκώσουν από 1-1-2020 (μείωση αφορολογήτου). Γιατί οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει θα παραμείνουν ατόφιες για πολλά χρόνια. Κοντά σε όλα αυτά, θα πρέπει να πληρώνουμε υψηλότερα επιτόκια γιατί ο δανεισμός μας από τον επίσημο ευρωπαϊκό τομέα λήγει τον Αύγουστο, μαζί με το Πρόγραμμα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι παρά τις πρωτοφανείς θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, δεν αλλάξαμε τα δομικά χαρακτηριστικά μας που έφεραν την κρίση:
l Πάσχουμε από τεχνολογική υστέρηση (112οι).
l Είμαστε ουραγοί στην ανταγωνιστικότητα (87οι) και η αγορά μας λειτουργεί σε περιβάλλον ολιγοπωλίων και παρεμβάσεων, που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό (110οι).
l Οι τράπεζές μας δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να πάσχει από χρόνια αναποτελεσματικότητα.
l Η αδυναμία περιορισμού της φοροδιαφυγής φέρνει τεράστια βάρη σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το «κερασάκι στην τούρτα» είναι ότι τα κόμματα έχουν επιλέξει την πόλωση σε μια περίοδο που η συναίνεση αποτελεί εθνική ανάγκη.
Αυτή είναι η πραγματική μας εικόνα, λίγο προτού ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στις αγορές. Το ιδανικό για εμάς θα ήταν να επικρατεί ηρεμία στην παγκόσμια οικονομία, ώστε να παραμένουν τα επιτόκια χαμηλά.
Να όμως που άρχισαν κιόλας οι αναταράξεις από τις εξελίξεις στην Ιταλία (10πλάσιο ΑΕΠ από εμάς, χρέος 2,3 τρισ. ευρώ), όπου η κυβέρνηση λαϊκιστών και εθνικιστών απειλεί την ΕΕ ότι θα ζήσει ημέρες αντίστοιχες του δικού μας 2015.
Πήραμε μια γεύση για τις συνέπειες βλέποντας το κόστος των 10ετών ομολογιών μας να σκαρφαλώνει από το 3,5% στο 5% μέσα σε λίγες ημέρες (αύξηση 40%). Ας μην υποτιμήσουμε το μέγεθος των επιπλέον τόκων που θα αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε. Ακόμη και χωρίς αναταράξεις, τα επιτόκια θα ακολουθήσουν ανοδική πορεία για πολλούς λόγους, όπως π.χ. γιατί η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού στην ΕΕ που θα φέρει το τέλος του φθηνού χρήματος («ποσοτική χαλάρωση» κ.ά.). Ετσι, σε ήρεμες περιόδους θα πληρώνουμε πάνω από 2,5% (έναντι του σημερινού 1% του ESM), ενώ σε περιόδους αναταραχών θα ξεπερνάμε σίγουρα το 4%. Αυτό σημαίνει ότι όταν θα έχουμε ανακυκλώσει π.χ. τα μισά δανεικά του ESM, θα πληρώνουμε 2-3 δισ. παραπάνω ετήσιους τόκους.
Αλλά η αύξηση του κόστους δανεισμού, πέρα από τη διόγκωση των δημοσίων δαπανών, κάνει ακριβότερες τις επενδύσεις και απομακρύνει την ανάπτυξη. Και βέβαια δεν χρειάζεται να πούμε ότι όσο θα αργεί η ανάπτυξη τόσο θα εξαντλείται η δυνατότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, προκαλώντας αλυσιδωτά προβλήματα σε ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και προϋπολογισμό και δημιουργώντας τον κίνδυνο ενός οδυνηρού πισωγυρίσματος. Μια ελάχιστη προστασία μπροστά σε έναν τέτοιο κίνδυνο θα μπορούσε να είναι η προληπτική γραμμή στήριξης. Αυτή όμως θυσιάστηκε για να βαφτισθεί η λήξη του Προγράμματος ως «καθαρή έξοδος».
Παρά τα πυροτεχνήματα της «καθαρής εξόδου», οι δύσκολες ημέρες είναι εδώ και θα αργήσουν να περάσουν.
O κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ