Εξαρθρώθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου σπείρα Γεωργιανών, τα μέλη της οποίας ενέχονται σε μεγάλο αριθμό κλοπών από οικίες σε διάφορες περιοχές της Αττικής, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.

Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 26 περιπτώσεις κλοπών από οικίες σε Μαρούσι, Μεταμόρφωση, Νέα Ιωνία, Ηλιούπολη, Χαϊδάρι, Φιλαδέλφεια, Περιστέρι, Αιγάλεω, Νίκαια, Αργυρούπολη, Άγιο Δημήτριο, Άλιμο, Πάτρα, Τρίπολη, Ναύπλιο, Καλαμάτα, Αίγιο, Διακοφτό, Λουτράκι, Λειβαδιά, Ιτέα και Θήβα, ενώ διερευνάται η εμπλοκή τους και σε άλλες παρόμοιες πράξεις.

Μετά από αστυνομική επιχείρηση του Τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου, με τη συνδρομή της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (Ε.Κ.Α.Μ.) με την κωδική ονομασία «ταξιδευτές», συνελήφθησαν σε διάφορες περιοχές της Αττικής ο 53χρονος αρχηγός της ενώ στα χέρια των αστυνομικών «έπεσαν» άλλοι τρεις συμπατριώτες του ηλικίας 35, 42 και 40 ετών. Επίσης εμπλέκονται και δυο έλληνες, ηλικίας 34 και 44 ετών.

Σε βάρος τους σχηματίστηκε – κατά περίπτωση – δικογραφία για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένες κλοπές κατά συναυτουργία, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς και παραβάσεις των νόμων που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τα ναρκωτικά, τα όπλα και τους αλλοδαπούς.

Στη δικογραφία περιλαμβάνεται και 57χρονη, κατηγορούμενη για συνέργεια σε διακεκριμένες κλοπές κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες εκφράσεις, με σύνθετη ορολογία στις μεταξύ τους επικοινωνίες και λάμβαναν αυστηρά μέτρα αντιπαρακολούθησης και προστασίας κατά τις μετακινήσεις τους.

Κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Θεόδωρος Χρονόποπουλος σημείωσε ως προς τον τρόπο δράσης τους ότι τα μέλη της οργάνωσης ξεκινούσαν κάθε μέρα νωρίς το πρωί διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα προκειμένου να μετακινηθούν σε πόλεις της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, επιλέγοντας έως και δύο πόλεις ανά ημέρα, όπου διέπρατταν τις κλοπές.

Ειδικότερα δρούσαν από Δευτέρα ως Παρασκευή και ξεκινούσαν περίπου στις 6.30 το πρωί για να φτάσουν στον προορισμό τους μετά από περίπου τρεις ώρες και ως το μεσημέρι που θα επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες των σπιτιών να είχαν ολοκληρώσει το «έργο» τους. Τη μια εβδομάδα «χτυπούσαν» σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και την άλλη στην Πελοπόννησο.

Με την άφιξή τους στις πόλεις-προορισμούς, προσέγγιζαν οικίες και διαμερίσματα με βάση και την εξωτερική όψη του οικήματος, το οποίο είχε επιλεγεί είτε ύστερα από επιτήρηση τη συγκεκριμένη στιγμή, είτε είχε εντοπιστεί μετά από προηγούμενη ενέργεια στην εκάστοτε περιοχή. Συνήθως επέλεγαν σπίτια που έκριναν από την εξωτερική εμφάνιση ότι οι ιδιοκτήτες τους έχουν χρήματα.

Επιπλέον και με σκοπό να «επιχειρήσουν» με ασφάλεια, κάθε μέλος της οργάνωσης είχε ξεχωριστό ρόλο. Συγκεκριμένα, το συντονισμό των ενεργειών είχε ο 53χρονος αρχηγός της οργάνωσης, ενώ τα λοιπά μέλη είχαν αναλάβει την αυτοψία του χώρου, την επιτήρηση του σημείου («τσιλιαδόροι»), την απασφάλιση ή θραύση της κλειδαριάς με αυτοσχέδια διαρρηκτικά εργαλεία.

Όπως σημείωσε ο κ. Χρονόπουλος «αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της μακρόχρονης ενασχόλησής τους με τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα, τα μέλη της οργάνωσης είχαν τη δυνατότητα, με τη χρήση ειδικών διαρρηκτικών εργαλείων, να παραβιάζουν ακόμα και τις πιο τεχνολογικά εξελιγμένες κλειδαριές ασφαλείας, που χαρακτηρίζονται ως απαραβίαστες. Παράλληλα, λόγω της εμπειρίας και ομοιογένειας που είχαν αποκτήσει ως ομάδα, γνώριζαν άψογα τους ρόλους τους, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω επικοινωνία κατά τη διάρκεια των κλοπών.»

Σε όλες τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούσαν τρία συγκεκριμένα οχήματα, ένα εκ των οποίων λειτουργούσε ως προπομπός και ενημέρωνε τον 53χρονο αρχηγό της οργάνωσης, ο οποίος μετέφερε τα κλοπιμαία, για τυχόν ύπαρξη αστυνομικών στο οδικό δίκτυο που χρησιμοποιούσαν.

Επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα της οργάνωσης, ότι ενώ χρησιμοποιούσαν δύο οχήματα κατά τις μετακινήσεις τους, όταν ξανά επισκέπτονταν την ίδια πόλη ο αρχηγός , άλλαζε όχημα και χρησιμοποιούσε το τρίτο, ώστε να εξασφαλίσει το ενδεχόμενο να έχει εντοπιστεί – καεί κάποιο όχημα.

Μετά την επιστροφή τους, οι δράστες είτε αποθήκευαν τα κλοπιμαία στους χώρους απόκρυψης, είτε τα μετέφεραν σε ενεχυροδανειστήριο στην Ομόνοια που διαχειρίζονταν δύο από τους συλληφθέντες, ηλικίας 34 και 44 ετών, όπου γινόταν η άμεση εκποίησή τους ενώ τα χρήματα κατέληγαν στη Γεωργία.

Στο πλαίσιο της εξάρθρωσης, πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από εννέα έρευνες σε οικίες και άλλους χώρους, όπου μεταξύ άλλων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 40.000 ευρώ, πολλά κοσμήματα και χρυσαφικά μεγάλης χρηματικής αξίας, χρυσές λίρες και σημαντικός αριθμός ρολογιών, ηλεκτρονικές συσκευές (τάμπλετ, κινητά τηλέφωνα κ.λπ.), δύο πιστόλια, δύο περίστροφα, κυνηγετικό όπλο, αεροβόλο τυφέκιο και πλήθος φυσιγγίων, τέσσερα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και μοτοσικλέτα, καθώς και πλήθος διαρρηκτικών εργαλείων, μεταξύ των οποίων και ειδικά εργαλεία απασφάλισης κλειδαριών.