Αίσθηση προκάλεσε σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας η κατάθεση της μητέρας του αδικοχαμένου Μάριου Παπαγεωργίου, ο οποίος εξαφανίστηκε τον Αύγουστο του 2012, χωρίς η σορός του να έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα.

Η μητέρα του θύματος Βαρβάρα Θεοδωράκη βίωσε ξανά τον εφιάλτη της απαγωγής και της εξαφάνισης του 26χρονου, τότε, μοναχογιού της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κατάθεσής της, εντός της αίθουσας αλλά και έξω από το Εφετείο, συγγενείς και φίλοι κρατούσαν φωτογραφίες του 26χρονου Μάριου. «Δολοφόνοι, μου σκοτώσατε το παιδί μου», φώναζε η ίδια, συγκλονίζοντας όσους παρακολουθούσαν την ακροαματική διαδικασία.
Η δίκη για την πολύκροτη υπόθεση διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό, με απόντες όλους τους κατηγορούμενους της υπόθεσης και κυρίως τον βασικό «πρωταγωνιστή» της τον 73χρονο Πέτρο Μιχαλεάκο, φερόμενο ως «εγκέφαλο» της απαγωγής του θύματος, ο οποίος σε πρώτο βαθμό έχει καταδικαστεί σε ισόβια.

Μαζί του είχε συλληφθεί και η σύζυγός του Βούλα Σιούταλου, στην οποία επεβλήθη ποινή 18 χρόνων για αρπαγή από κοινού, απλή συνέργεια σε απόπειρα εκβίασης και σύσταση συμμορίας για διάπραξη κακουργήματος.

«Βοηθήστε με να βρω τα κόκκαλα του παιδιού μου»

Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο νεαρός Μάριος Παπαγεωργίου εξαφανίστηκε στις 9 Αυγούστου 2012. Την επόμενη ημέρα η μητέρα του δέχτηκε τηλεφώνημα από τους απαγωγείς του, οι οποίοι της ζητούσαν λύτρα 620.000 ευρώ για να τον αφήσουν ελεύθερο.
Η γυναίκα, απελπισμένη, δεν επικοινώνησε με την Αστυνομία αλλά στράφηκε στο κοντινό της περιβάλλον και άκουσε τη συμβουλή του 73χρονου – τότε ακόμη – οικογενειακού φίλου, με την οποία την έπεισε να μην ειδοποιήσει τις αρχές.
Αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί, ήταν πως αυτός ο άνθρωπος ήταν – σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία – ο «εγκέφαλος» της απαγωγής και της δολοφονίας του παιδιού της. Στην ίδια και τον γιο της συνήθιζε άλλωστε να παρουσιάζεται ως πράκτορας του FBI, με «άκρες» και υψηλές διασυνδέσεις.
«Έβαλα τα φίδια και σκότωσαν το παιδί μου, εγώ είμαι υπεύθυνη για ό,τι έγινε», είπε στην κατάθεσή της η μητέρα του Μάριου, ζητώντας παράλληλα από το δικαστήριο και τον εισαγγελέα της έδρας να την βοηθήσουν να βρει «τα κόκαλα» του παιδιού της, «πού τα έχουνε πετάξει».
Ξεκινώντας την κατάθεσή της, η κυρία Θεοδωράκη ανέφερε ότι είχε γνωρίσει τον 73χρονο βασικό κατηγορούμενο της υπόθεσης και τη σύζυγό του, περίπου 17 χρόνια πριν. Όπως τόνισε, ο κατηγορούμενος είχε εμφανιστεί ως άτομο με υψηλές γνωριμίες, λέγοντας της ότι εργαζόταν στη CIA και την ΕΥΠ.
«Μας έλεγε ότι ήταν υπασπιστής του εκάστοτεΑμερικανούστρατηγού», είπε η μητέρα του Μάριου, για να επισημάνει πως τα λεγόμενα του 73χρονου, επιβεβαίωναν τόσο η γυναίκα του όσο και οι δυο γιοι του που είναι αστυνομικοί.
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο κατηγορούμενος είχε προμελετήσει τη γνωριμία του με τον γιο της. «Ο δολοφόνος ερχόταν και έπιανε κουβέντα με τον Μάριο, του είχε δανείσει για 15 ημέρες ένα αυτοκίνητο. Είχε εντυπωσιάσει τον παιδί μου, και εμάς. Η οικογένειά του έδειχνε να είναι συγκροτημένη, μόνο και μόνο για να μας προσεγγίσουν. Έβλεπα ότι το παιδί μου ήταν ικανοποιημένο από αυτή την φιλία … Η μάνα μου ήταν από τα ίδια χωριά με τον δολοφόνο (από χωριά της Μάνης), και αυτό μας έπεισε.. Του είχε τρομερή εμπιστοσύνη», είπε με δάκρυα στα μάτια η κυρία Θεοδωράκη.
Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι από το 2007 και μετά οι σχέσεις του κατηγορουμένου με τον γιο της έγιναν πιο στενές. «Επί καθημερινής βάσης, μας έκανε τηλεφωνήματα. Είχε τρόπο να σε πλησιάζει, να σε πείθει. Τα τηλεφωνήματα γίνονταν πάντα μέσω viber και από το κινητό της γυναίκας του. Με το παιδί μου και με εμένα ήταν καθημερινή η επικοινωνία» είπε στο δικαστήριο.

Η απαγωγή

Σύμφωνα με τη μάρτυρα, η οικογένεια του κατηγορουμένου γνώριζε τα πάντα για την περιουσία της. «Ήξεραν για τα περιουσιακά μου στοιχεία. Είχα την αφέλεια και τα έλεγα μόνη μου. Από εμένα είχαν μάθει τα περισσότερα. Λυπάμαι και μέμφομαι τον εαυτό μου για αυτό. Τους είχα πει και για τις καταθέσεις μου.

Γνώριζαν ότι είχα 450.000 ευρώ στην τράπεζα, αλλά όχι ότι τα είχα δεσμεύσει για αγορά οικοπέδου. Είχα βάλει δυο φίδια μέσα στο σπίτι μου» είπε η κυρία Θεοδωράκη ξεσπώντας σε λυγμούς.

Όπως κατέθεσε η ίδια, ο «εφιάλτης» για τον γιο της και στη συνέχεια για την οικογένειά τους, άρχισε στις 9 Αυγούστου του 2012, όταν εκείνη και η μητέρα της ταξίδεψαν μαζί με τον Μάριο στο εξοχικό τους σπίτι, στο Διακοφτό.
Περιέγραψε χαρακτηριστικά στο δικαστήριο, η μάρτυς: «Η μητέρα μου εκ των υστέρων μου είχε πει ότι ο Μάριος κρατούσε στο χέρι τον ένα φάκελο… Υπέθεσα ότι μπορεί να είχε μέσα 6.000 ευρώ για τις διακοπές του και άλλες υποχρεώσεις. Ο Μάριος ήταν ο διαχειριστής των οικονομικών μας. Ήταν ο άντρας του σπιτιού, πάντα μετρημένος και φειδωλός με τη διαχείρισή τους. Εκείνη την ημέρα είχε μαζί του μετρητά. Αναζητήσαμε τα χρήματα αυτά και δεν τα βρήκαμε. Μου είπε «κοιμηθείτε, έχω κλειδιά, θα αργήσω».

Γύρω στις 3 τα ξημερώματα χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο. Μια φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής μου είπε: «Κυρία μου, δίναμε καθαρό πράγμα στον γιο σας, μας χρωστάει 620.000 ευρώ«. Νόμιζα ότι που έκαναν πλάκα… Μέσα στη σύγχυσή μου, ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκα να τηλεφωνήσω τότε ήταν ο πράκτορας (ο 73χρονος).

»Τηλεφώνησα στη γυναίκα του και εκείνη, σαν να περίμενε το τηλεφώνημά μου, το σήκωσε αμέσως.

Της είπα τι συνέβη. Μου είπε πως ο άνδρας ήταν με κάποιον στρατηγό, πως θα τον ειδοποιούσε και εκείνος θα με καλούσε. Φυσικά δεν με κάλεσε ποτέ… Σκέφτηκα ότι θα είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο, αφού έλεγε ότι ήταν αρχηγός της ΕΥΠ. Ακολούθησε και δεύτερο τηλεφώνημα και η ίδια φωνή μου είπε τα ίδια, ότι ο Μάριος χρωστάει 620.000 ευρώ… Μια φορά μου είπαν ότι θα τον σκοτώσουν και κάποια άλλη ότι θα τον στείλουν στην Αμερική».

Ανάμεσα σε κλάματα και φωνές, η μάνα μίλησε στη συνέχεια για τη συνάντηση που είχε αμέσως μετά την εξαφάνιση του γιου της, με τη σύζυγο του 73χρονου. Οι δυο γυναίκες συναντήθηκαν από κοντά με την κατηγορουμένη σύζυγο να της λέει ότι είχε δει τον Μάριο την προηγούμενη ημέρα, «να διασκεδάζει με γκομενάκι και τσιγαράκι και να περνάει καλά. Μου είπε πως το παιδί έπαιρνε ναρκωτικά. Είμαι γιατρός. Το παιδί μου δεν πήρε ποτέ ναρκωτικά, ούτε κάπνιζε».
Η κυρία Θεοδωράκη ανέφερε ακόμη ότι η κατηγορουμένη την απέτρεπε από το να πάει στην Αστυνομία, για να δηλώσει την εξαφάνισή του γιου της : «Στην Αστυνομία υπάρχουν ρουφιάνοι, συνεργάζονται με εμπόρους ναρκωτικών». Την ίδια συμβουλή, να μείνει δηλαδή μακριά από την Αστυνομία, της έδωσε και ο 73χρονος. «Μου είπε πως πρόκειται για χρωστούμενα και όχι λύτρα…» ανέφερε για να συνεχίσει:
«Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω τον γιο μου πίσω. … Προσπαθούσα να μαζέψω χρήματα. Σε άλλους έλεγα ότι είμαι άρρωστη, και σε άλλους την αλήθεια…Όταν είδαν ότι δεν μπορώ να τα μαζέψω, μου είπαν να πάω σε τοκογλύφο. Η κουμπάρα μου, μου έστειλε 40.000 ευρώ, είχε όμως φωτογραφίσει τα χρήματα. Όταν τους το είπα, ο κατηγορούμενος χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και είπε «παραιτούμαι»».
»Μου έλεγαν ότι ο Μάριος είναι ναρκομανής ότι έπρεπε να δώσω λεφτά. Ήμουν ηλίθια. Μου ζητούσαν να δώσω όσα χρήματα είχα μαζέψει. Τότε ήταν 270.000 ευρώ. Συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι μου έλεγαν να πάω στην Αστυνομία, αλλά είχα εμπιστοσύνη στον «εγκέφαλο». 16 Αυγούστου πήγα στην Αστυνομία και έκανα καταγγελία…

Είχα αρχίσει να φοβάμαι, να σπάω. Φοβόμουν ότι θα σκοτώσουν το παιδί μου. Με πήρε κάποιος αστυνομικός και πήγαμε σπίτι και πήραμε 313.000 ευρώ. Οι αστυνομικοί μου είπαν «είναι δική σου υπόθεση αν θα τα δώσεις»… Μου είχαν πει πως όταν τους δώσω τα χρήματα, θα αγκαλιάσω την άλλη ημέρα το πρωί το παιδί μου».

Πρόεδρος: Πότε σταματήσετε να έχετε επαφή;
Μάρτυρας: «Μου είπε η Αστυνομία να μη διακόψω τις σχέσεις μου μαζί τους. Τους είχα σιχαθεί… Έμαθα εκ των υστέρων ότι είχαν σκοτώσει το παιδί μου από την πρώτη ημέρα…»
Πρόεδρος: «Τι άλλο μάθατε εκ των υστέρων για τον πρώτο κατηγορούμενο;»
Μάρτυρας: «Ότι ποτέ δεν είχε δουλέψει στη ζωή του, δεν είχε κάνει ποτέ φορολογική δήλωση».

«Βάλανε το παιδί μου νεκρό στο αυτοκίνητο»

Η τραγική μητέρα αναφέρθηκε και στο αίμα του γιου της που είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο (πορτ μπαγκάζ), όπου βρέθηκε και γενετικό υλικό κατηγορούμενου. «Πρέπει να το βάλανε νεκρό το παιδί μου μέσα, γιατί το αίμα είχε ροή προς τα κάτω. Αργότερα, βρέθηκε αίμα του Μάριου και μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου, καθώς και αποτυπώματα του πρώτου κατηγορουμένου. Δεν πρόκειται να συνέλθω αν δεν βρεθούν τα κόκαλα του παιδιού μου! Θέλω να με βοηθήσετε!», είπε ξεσπώντας σε λυγμούς.
Εισαγγελέας: «Όλα θα τα βρούμε, αλλά πρέπει να μας βοηθήσετε».
Μάρτυρας: «Εγώ έβαλα τα φίδια και σκότωσα το παιδί μου. Εγώ είμαι υπεύθυνη. Ακόμα τον προστατεύουν …»
Εισαγγελέας : «Του έχουν επιβληθεί ισόβια!»
Μάρτυρας: «Σας παρακαλώ, είστε Δικαιοσύνη, θέλω να μου βρείτε τα κοκαλάκια του παιδιού μου!»
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 27 Απριλίου καθώς η μάνα δεν άντεξε να συνεχίσει την κατάθεσή της.