Η νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε εν αναμονή μιας ακόμη αλλαγής του συστήματος των απολυτηρίων εξετάσεων, το πνεύμα της οποίας έγκειται, σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, σε ένα θρυμματισμό της εφάπαξ διαδικασίας μέσα στην τελευταία διετία των λυκειακών σπουδών, προκειμένου να επιτευχθεί η «αποδραματοποίηση», όπως ειπώθηκε, της ακαριαίας δοκιμασίας, τόσο για τους μαθητές όσο και για τις οικογένειές τους.

Έχει καταντήσει κοινότυπο να παρατηρεί κανείς ότι για μια ακόμη φορά αλλάζει η τεχνική των εξετάσεων όχι όμως και η φιλοσοφία τους. Οι περισσότεροι όμως μελετητές συμφωνούν (εδώ θα αναφερθούμε στον Pierre Bourdieu) ότι η φιλοσοφία αυτή είναι πάγια: ούτε έχει ποτέ αλλάξει αλλά ούτε και είναι δυνατό να αλλάξει. Κι αυτό γιατί οι εξετάσεις όχι μόνον αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του (εκπαιδευτικού) συστήματος (άρα και δεν είναι ποτέ δυνατό να καταργηθούν) αλλά και γιατί δι’ αυτών επιτελείται η κύρια λειτουργία του τελευταίου, που είναι η εφάπαξ και η εφ’ όρου ζωής κατάταξη των ανθρώπων στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, η ένταξή τους σε ταξινομικούς πίνακες (Φουκώ 1975) με βάση τον βαθμό επιτυχίας, η κοινωνική τους ταξιθεσία.

Για να καταστεί δυνατό κάτι τέτοιο, οι εξετάσεις θα πρέπει να είναι κοινές για όλους, ίσης δυσκολίας και ίδιου επιπέδου. Μόνον έτσι (νέοι) άνθρωποι διαφορετικοί και διαφορετικής προέλευσης μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, να αξιολογηθούν – μέσω της απαλοιφής των διαφορών τους – και να εγγραφούν σε ενιαίους (κατά κανόνα ισόβιους) καταλόγους ταξινόμησης.

Για να επιτευχθεί με τη σειρά του αυτό, το σχολείο θέτει ως αποστολή του να «φυσικοποιείι», και έτσι να αποκρύπτει, τις κοινωνικές διαφορές, όλη αυτήν την τεράστια γκάμα της διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, και άρα του διαφορετικού πολιτισμικού – και όχι απλώς οικονομικού – υπόβαθρου των μαθητών, πράγμα που αποτελεί, σύμφωνα με τον (για κάποιους αμφιλεγόμενο) Γάλλο κοινωνιολόγο, και την κύρια πολιτική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.

Και τέλος, για να το κατορθώσει αυτό, για να επιτελέσει δηλαδή μέσω της σχετικής ιδεολογικής του ουδετερότητας (ο τόνος τόσο στο σχετική όσο και στο ουδετερότητα), και χάρη σ’ αυτήν, την ως διά μαγείας εξάλειψη του κοινωνικού, το σχολείο καλλιεργεί δύο (αλληλοεφαπτόμενους) μύθους:
α) τον μύθο του φυσικού χαρίσματος
β) τον μύθο των ίσων ευκαιριών.
Πράγματι, εάν όλα είναι ζήτημα «μυαλού» και αν όλοι έχουν περάσει μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα κοινό για όλους, πράγμα που το αποδεικνύουν με τον πιο περίτρανο τρόπο οι κοινές και αδιάβλητες εξετάσεις, τότε ποιος μπορεί ποτέ να αμφισβητήσει την κοινωνική – ταξική του μοίρα; Αν ήταν χαμηλής νοημοσύνης ως μαθητής τότε ποιος του φταίει; Και γιατί τον ενοχλεί ο άλλος που ήταν έξυπνος; Αν όλα είναι βιολογικά και τόσο δημοκρατικά, ποιος μπορεί ποτέ να διαμαρτυρηθεί για όσα (ως ενήλικας) «τραβάει απ’ το κακό του το κεφάλι»; Το σχολείο όχι μόνο ταξινομεί αλλά και – αναδρομικά – δικαιώνει την όποια ταξινομία.

Αποκρύβοντας, πρώτα από τον ίδιο τους τον εαυτό και έπειτα από τους άλλους, τις διανοητικές τεχνικές που οι ίδιοι γνωρίζουν και αξιοποιούν στην πράξη (π.χ. απλούστερες μαθηματικές θεωρίες τις οποίες εφαρμόζουν συνδυαστικά για να λύσουν μια μαθηματική άσκηση «ανώτερης δυσκολίας») ενώ οι άλλοι δεν τις γνωρίζουν, ή πολιτισμικές συνήθειες με τις οποίες ο κοινωνικός τους περίγυρος τους έχει εξοικειώσει, συνήθειες τόσο ξένες για πολλούς άλλους, οι μαθητές, οι οποίοι προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (για την ακρίβεια οι μαθητές οι οποίοι κληρονομούν από τα περιβάλλοντα αυτά ένα ανώτερο πολιτισμικό – αν όχι πάντα και οικονομικό – κεφάλαιο) δεν διστάζουν να καλλιεργούν το ρομαντικό μύθο του φυσικού χαρίσματος. Οι θιασώτες της θεωρίας του χαρίσματος ως ερμηνευτικής της κοινωνικής επιλογής, και αυτοί είναι πολλοί, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί, κατά έναν σχεδόν συνωμοτικό τρόπο, έχουν όλοι τους συμφέρον να κρατούν κρυμμένο το μυστικό της κοινωνικής προέλευσης, πράγμα που αναβάλλει εσαεί την αμφισβήτηση του μύθου της ικανότητας και της συγκινητικά ρομαντικής ιδέας του ιδιαίτερου χαρίσματος: άλλοι για να εξασφαλίσουν μιαν αίγλη, ατομική ή οικογενειακή, άλλοι για να αποκρύψουν, χάρη στην όποια – ελάχιστη – ακαδημαϊκή τους επιτυχία (ο Bourdieu υποστηρίζει ότι οι γόνοι των χαμηλότερων στρωμάτων, ακόμη κι όταν ξεφεύγουν από τον αποκλεισμό, ωθούνται προς τις φιλοσοφικές σχολές και τις σχολές των θετικών επιστημών, δηλαδή στις καθηγητικές σχολές) την ταπεινή κοινωνική τους προέλευση.

Από την άλλη, ο τυπικός – απατηλός δημοκρατισμός των ίσων ευκαιριών που παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα, πράγμα που πιστοποιείται με τον πιο περίτρανο τρόπο μέσω του συστήματος των εξετάσεων (κοινών και ίσης δυσκολίας για όλους) αγνοεί, όχι τυχαία, ότι η σχολική κουλτούρα «κοινωνικοποιεί» τους μαθητές αναπαράγοντας μια πολιτισμική παράδοση, η οποία ούτε ενιαία και αδιαφοροποίητη είναι, ούτε ουδέτερη, άχρωμη και δίχως ταξικό πρόσημο: είναι η κυρίαρχη κουλτούρα, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος. Επομένως, αυτό που χαρακτηρίζεται ως σχολική αποτυχία ή διαταρακτική συμπεριφορά, η οποία ακόμη κι αν δεν οδηγεί σε μαθητική διαρροή οδηγεί οπωσδήποτε σε παραίτηση και χαμηλό ή μηδενικό βαθμό προσδοκίας (πράγμα τόσο καθοριστικό) για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, δεν είναι παρά η αντίδραση των γόνων των κατώτερων στρωμάτων απέναντι σε μια κουλτούρα, μια γλώσσα κλπ., η οποία δεν έχει καμία ή έχει πολύ μικρή σχέση με την οικογενειακή τους κουλτούρα, τη γλώσσα που μιλιέται στο σπίτι τους κλπ. Αντίδραση, η οποία οφείλεται σε μια κακώς ή καλώς εννοούμενη υπερηφάνεια, στο άγχος της προδοσίας των δικών τους (έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε γονιό και δάσκαλο, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό) ή στο άγχος της απώλειας ταυτότητας ή, τέλος, στην ειλικρινή εμφάνιση μιας περιορισμένης προσαρμοστικότητας σε σχέση με εκείνους για τους οποίους όλα αυτά είναι οικεία και έχουν καλά προετοιμαστεί για να τα γνωρίσουν.

Ο μύθος του φυσικού χαρίσματος και ο μύθος των ίσων ευκαιριών, συνιστώντας το σκοτεινό σημείο του εκπαιδευτικού συστήματος, με τη σειρά τους συσκοτίζουν, παραμορφώνουν, μυστικοποιούν, τουτέστιν μεταθέτουν στη σφαίρα της ιδεολογίας, τις πραγματικές (δηλαδή τις κοινωνικές) σχέσεις και αποκλείουν ένα αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης, το οποίο θα τις λάμβανε υπόψη. Έτσι, το βιολογίστικο πρόταγμα και το πρόταγμα του τυπικού και αφηρημένου δικαίου αποκρύπτουν αυτό που ο Bourdieu θεωρούσε πως κρύβεται πίσω από κάθε εξεταστικό σύστημα, και που είναι η «επιλογή των επιλεγμένων». Διότι το πολιτισμικό, όπως και το οικονομικό, οικογενειακό κεφάλαιο πρέπει όχι μόνο να αναπαράγεται αλλά και να κληροδοτείται – με την προοπτική να αυξάνεται – από γενιά σε γενιά. Αλίμονο αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.